Με την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Πολωνίας Ντ. Τουσκ στην Άγκυρα, με αποκλειστικό θέμα συζήτησης με τον Ρ. Τ. Ερντογάν την ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα, επιβεβαιώθηκε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη σοβαρές πολιτικές και διπλωματικές διεργασίες για τη διαμόρφωση της μεταΤραμπ ευρωπαϊκής πραγματικότητας, στην οποία η Άγκυρα θα έχει ισχυρό ρόλο και λόγο στις προσπάθειες για την στρατιωτική χειραφέτηση της ΕΕ.
Στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη των ηγετών των χωρών εταίρων-μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών συμμετείχαν εκτός από τον Τούρκο πρόεδρο οι ηγέτες του Ηνωμένου Βασιλείου, του Καναδά, της Νορβηγίας και της Ισλανδίας.
Εκεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διεμήνυσε ότι η ασφάλεια της Ευρώπης αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο τα μέλη της ΕΕ και τόνισε ότι τα σχέδια για την ευρωπαϊκή ασφάλεια θα πρέπει να περιλαμβάνουν την Τουρκία. Ζήτησε επίσης να μην αποκλειστούν οι τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες από τα προγράμματα προμηθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με δεδομένο ότι ο τουρκικό στρατός είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ, ότι η Τουρκία προσφέρεται ως μεσολαβήτρια για το ουκρανικό, ότι επηρεάζει τις εξελίξεις στη Συρία και ότι ο Ρ. Τ. Ερντογάν έχει ιδιαίτερη σχέση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντ. Τραμπ, στις Βρυξέλλες και τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αντιμετωπίζουν θετικά τη συνδιαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού δόγματος ασφάλειας και άμυνας με την Άγκυρα.
Στην πενταμερή διάσκεψη για το κυπριακό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, που αναμένεται να γίνει στις 17-18 Μαρτίου, θα φανούν κάποια σημάδια για τη δυναμική που αναπτύσσεται στο τρίγωνο Αθήνας-Λευκωσίας-Άγκυρας. Και προφανώς αυτό ήταν το αντικείμενο συζήτησης, μαζί με την τριμερή με το Ισραήλ, της πρόσφατης συνάντησης του Κ. Μητσοτάκη με τον Κύπριο πρόεδρο Ν. Χριστοδουλίδη, για το περιεχόμενο της οποίας υπάρχει επίσης πλήρη συσκότιση. Και προφανώς Μητσοτάκης – Χριστοδουλίδης δεν μπορεί παρά να συζητήσουν για την ορμή με την οποία η Τουρκία επιχειρεί να μπει στο ευρωπαϊκό σχέδιο για την ασφάλεια και την άμυνα.
Αυτές οι σοβαρές εξελίξεις για το εσωτερικό της χώρας μας, είναι σαν να μη συμβαίνουν. Καμία ενημέρωση δεν δίνεται στα κόμματα και στη Βουλή, καμία πρωτοβουλία δεν υπάρχει για να την ανάλυση των νέων γεωπολιτικών δεδομένων, καμία προσπάθεια συμμετοχής στις διεργασίες που συντελούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι ορατή.
Διπλωματικές πηγές σημειώνουν το αυτονόητο: Ότι μια χώρα που κατέχει παράνομα έδαφος άλλης χώρας-μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, και που απειλεί με casus belli την Ελλάδα σε περίπτωση άσκησης κυριαρχικού δικαιώματος, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ισότιμος συνομιλητής σε θέματα ασφάλειας και άμυνας. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται μια χώρα με σαφέστατα αναθεωρητική αντίληψη, που δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο και απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό κώδικα αρχών και αξιών για την καλή γειτονία και τις διακρατικές σχέσεις.
Οι ίδιες πηγές που έχουν γνώση όσων συμβαίνουν στο ΥΠΕΞ και στο ΥΠΑΜ παρατηρούν ότι δεν υπάρχει στρατηγική, ούτε καν υπό επεξεργασία, για το πώς θα αντιμετωπιστεί μια τέτοια εξέλιξη, η νομιμοποίηση της Τουρκίας ως εταίρου της ΕΕ στα θέματα ασφάλειας και άμυνας, όταν μάλιστα η χώρα μας δεν προσκαλείται στις πολυμερείς συναντήσεις που γίνονται για το ουκρανικό (σε Λονδίνο και Παρίσι).
Προφανώς, υπάρχει πάντα το βέτο, ως τελευταία λύση. Αλλά αυτή είναι μια επιλογή επώδυνη, που θα έχει κόστος, γιατί θα απομονώσει την Αθήνα και τη Λευκωσία και δημιουργήσει βαριά ατμόσφαιρα στις Βρυξέλλες, ενώ θα πρέπει να έχουν προηγηθεί άλλα βήματα, που για την ώρα δεν σχεδιάζονται.
Η αδράνεια της ελληνικής διπλωματίας αρχίζει να αποκτά χαρακτηριστικά αφασίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, βασική αιτία αυτής της κατάστασης είναι ότι υπάρχουν δύο γραμμές στο Μέγαρο Μαξίμου σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Κατά την πρώτη προσέγγιση, πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε τρόπο μια συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ για να ξεκαθαριστεί το νέο πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων από το οποίο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό τα ελληνοτουρκικά. Κατά την άλλη προσέγγιση, πρέπει να κρατηθεί απόσταση από τον Λευκό Οίκο γιατί η εύνοια του Τραμπ εξαρτάται από το βαθμό απομάκρυνσης από τον Ζελένσκι-καλής διάθεσης απέναντι στον Πούτιν και αυτό μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στη σχέση με τον άξονα Γερμανίας-Γαλλίας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται επανακαθορισμός του εθνικού δόγματος για τα ελληνοτουρκικά, την ώρα που αλλάζει τόσο δραματικά το διεθνές περιβάλλον, και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με διακομματικό διάλογο και εθνική συνεννόηση, δηλαδή με συνθήκες που αυτή τη στιγμή φαίνονται αδύνατες.
(Το κείμενο έχει γραφεί για την εφημερίδα «Στο Καρφί» που κυκλοφορεί από το Σάββατο)
dnews.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις