Σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η στέγη έχει μετατραπεί σε κορυφαίο κοινωνικό ζήτημα, το χθεσινό άρθρο του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο περιοδικό της ΟΝΝΕΔ, με τίτλο «Τα όπλα μας στη μάχη με τη στεγαστική κρίση», επιχειρείσαι να αποτυπώσει τον σχεδιασμό και τις προτεραιότητες της κυβέρνησης στο μείζον αυτό πεδίο. Με έντονο προσωπικό ύφος και αναφορές στη γενιά που δοκιμάζεται, ο κ. Μητσοτάκης πλαισιώνει το πρόβλημα όχι απλώς ως ζήτημα οικονομικών δεικτών, αλλά ως βαθιά κοινωνική αδυναμία που αποσταθεροποιεί τη νεανική καθημερινότητα και ακυρώνει τη δυνατότητα αυτονόμησης.
Ο Πρωθυπουργός περιγράφει τη στεγαστική κρίση ως σύνθετο φαινόμενο που εκτείνεται από την έκρηξη των ενοικίων μέχρι την έλλειψη προσφοράς σε προσιτές κατοικίες. Εστιάζει ιδιαίτερα στο βίωμα των νέων, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να συνεχίσουν να ζουν στο πατρικό τους σπίτι, όχι από επιλογή, αλλά επειδή η οικονομική πραγματικότητα το επιβάλλει. Η παραδοχή αυτή φαίνεται να αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται το αφήγημα των παρεμβάσεων: η στεγαστική πολιτική ως δικαίωμα, αλλά και ως αναγκαία προϋπόθεση προσωπικής και επαγγελματικής σταθερότητας.
Η πρώτη πολιτική που παρουσιάζεται είναι η επιστροφή ενός ενοικίου σε περίπου 1,3 εκατομμύρια πολίτες, με εισοδηματικά κριτήρια. Σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, το μέτρο αυτό είναι εφικτό χάρη στην πορεία της οικονομίας και στα δημοσιονομικά περιθώρια που έχουν διαμορφωθεί. Παράλληλα, ανακοινώνεται η αύξηση του φοιτητικού επιδόματος στέγασης έως τα 2.500 ευρώ ετησίως – ένα μέτρο που χαρακτηρίζεται μόνιμο και δομικό. Η στόχευση, όπως αναφέρει, είναι σαφής: να ενισχυθεί η αυτονομία των νέων και να αποκτήσουν χώρο ζωής χωρίς να υπερχρεώνονται.
Το άρθρο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δεύτερη φάση του προγράμματος «Σπίτι μου», το οποίο έχει ήδη δεχθεί περισσότερες από 37.000 αιτήσεις σε λίγες ημέρες, ενώ 9.000 ωφελούμενοι έχουν ενταχθεί από την πρώτη φάση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τονίζει την επέκταση των ηλικιακών και εισοδηματικών ορίων, με αποτέλεσμα, όπως αναφέρει, να μπορεί πλέον ένας σημαντικός αριθμός νέων έως 45 ετών να αποκτήσει κατοικία με δάνεια χαμηλής ή μηδενικής επιτοκιακής επιβάρυνσης. Εδώ, ο Πρωθυπουργός προσπαθεί να αποδείξει πως οι δόσεις αυτών των δανείων είναι χαμηλότερες από τα ισχύοντα ενοίκια, άρα πιο συμφέρουσες.
«Κοινωνική αντιπαροχή»
Η κυβερνητική στρατηγική, σύμφωνα με το άρθρο, δεν περιορίζεται σε οικονομικά μέτρα ενίσχυσης, αλλά επεκτείνεται και στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της χωροταξικής αξιοποίησης. Κεντρικό εργαλείο σε αυτή τη λογική είναι ο θεσμός της «κοινωνικής αντιπαροχής», μια πρόταση που επιδιώκει να αξιοποιήσει την ανενεργή δημόσια περιουσία για δημιουργία κατοικιών κοινωνικού χαρακτήρα. Παράλληλα, παρουσιάζεται ένα δίκτυο παρεμβάσεων για ενεργειακή ανακαίνιση παλαιών κτηρίων, ενώ προβλέπονται και φορολογικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες που συνεισφέρουν στο στεγαστικό απόθεμα.
Το σύνολο των παρεμβάσεων, κατά τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού, συγκροτείται σε ένα πλέγμα 40 δράσεων με χρηματοδότηση ύψους 6,5 δισ. ευρώ. Ο επίλογος του άρθρου υιοθετεί έναν συναισθηματικό και εμφατικά πολιτικό τόνο, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να συνδέσει τη στέγαση με την αξιοπρέπεια, την κοινωνική ισορροπία και την κυβερνητική αξιοπιστία, καλώντας τη νέα γενιά να εμπιστευθεί τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων.
Οι αντιδράσεις
Ωστόσο, οι κυβερνητικές εξαγγελίες έχουν ήδη προκαλέσει κύματα κριτικής από πολιτικούς φορείς, ειδικούς και επαγγελματικούς συλλόγους. Πολλοί επισημαίνουν ότι οι παρεμβάσεις που ενισχύουν τη ζήτηση – όπως η επιδότηση ενοικίου ή τα χαμηλότοκα δάνεια – δεν λύνουν το πρόβλημα της περιορισμένης προσφοράς και μπορούν, στην πραγματικότητα, να επιτείνουν το πρόβλημα των υψηλών τιμών, εάν δεν συνοδευτούν από μαζική δημιουργία νέου αποθέματος κατοικιών. Επίσης, η δυνατότητα πρόσβασης στα στεγαστικά δάνεια παραμένει περιορισμένη για τους πιο ευάλωτους, καθώς δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια.
Παρά τις αναφορές στην κοινωνική στέγαση, η έλλειψη σαφών χρονοδιαγραμμάτων ή στοχευμένων έργων εγείρει ερωτήματα για την άμεση υλοποίηση των σχεδίων. Οι επικριτές επιμένουν πως η επιτυχία του θεσμού της κοινωνικής αντιπαροχής προϋποθέτει μακρόπνοο σχεδιασμό, πολεοδομική αναμόρφωση και θεσμική ευελιξία – στοιχεία που δεν διακρίνονται ακόμη στην κυβερνητική στρατηγική.
Επιπλέον, απουσιάζει μια συνολική ρύθμιση για την αγορά ενοικίων, ειδικά σε ό,τι αφορά τις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb. Οι αυξανόμενες καταγγελίες για εκτοπισμό μόνιμων κατοίκων από τα κέντρα των πόλεων και η απώλεια χιλιάδων κατοικιών από τη μακροχρόνια αγορά καθιστούν, για πολλούς, αναγκαία την παρέμβαση του κράτους στη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Από την πλευρά τους, τα κόμματα της αντιπολίτευσης προτείνουν μια διαφορετική φιλοσοφία: δημιουργία δημοσίου αποθέματος κοινωνικής κατοικίας, με την κατασκευή ή την αξιοποίηση κενών ιδιωτικών κατοικιών που θα μισθώνονται με κοινωνικά κριτήρια. Προτάσσουν επίσης φορολογικά κίνητρα για ιδιοκτήτες που προσφέρουν τα ακίνητά τους σε κοινωνικά προγράμματα και σχεδιάζουν ειδικά στεγαστικά προγράμματα για επαγγελματικές ομάδες όπως εκπαιδευτικοί, γιατροί και ένστολοι, ιδιαίτερα σε περιοχές με τουριστική πίεση.
Στην Ελλάδα , όπου η ιδιοκατοίκηση υπήρξε επί δεκαετίες το κυρίαρχο πρότυπο, αλλά η πραγματικότητα της ενοικίασης είναι πλέον κυρίαρχη, η κυβερνητική πολιτική καλείται να απαντήσει όχι μόνο με χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά με στρατηγική που θα εγγυηθεί τη στέγαση ως κοινωνική σταθερά για όλους.
dnews.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις






















































