Θα καταφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να εξασφαλισει 2η τετραετία ή στο τέλος ο Αλέξη Τσίπρας θα κάνει την «ανατροπή» και θα πετύχει το στόχο της «προοδευτικής κυβέρνησης»;

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας «ξεπετάχτηκαν» στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης(2010-2012». Στις εκλογές του 2012 έγιναν αξιωματική αντιπολίτευση, ελάχιστα πίσω από τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και ρίχνοντας στην τρίτη θέση το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου, το οποίο είχε πάρει πορεία προς την εκλογική καταστροφή. Το 2015 θριάμβευσε εκλογικά και ο Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός.

Κυβέρνησαν επί τεσσεράμισι χρόνια και ηττήθηκαν το 2019 από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά διατηρώντας ένα πολύ υψηλό ποσοστό(σχεδόν 32%), το μεγαλύτερο που έχει πετύχει ηττημένο κόμμα στη μνημονιακή εποχή.

Εχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από τότε και ο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να πατάει καλά στα πόδια του. Οσο κι αν υπάρχει αμφισβήτηση γι’ αυτά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η γενικότερη αίσθηση είναι ότι δεν έχει καταφέρει ούτε να κάνει δύσκολη τη ζωή της κυβέρνησης Μητσοτάκη ούτε να είναι έτοιμος να «πάρει κεφάλι» στην (προ)εκλογική κούρσα. Γιατί συμβαίνει αυτό και μάλιστα ενώ η κυβέρνηση επλήγη από αρκετές κρίσεις, στις οποίες είτε απέτυχε(πχ πανδημία) είτε τώρα αντιμετωπίζει(ακρίβεια), με την κοινωνική δυσαρέσκεια να μεγαλώνει διαρκώς; Ας επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τις πιο πιθανές εξηγήσεις:

Πρώτον, είναι πρόσφατη ακόμη η περίοδος της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία έχει καταγραφεί ως αρνητική περίοδος. Και δεν θα μπορούσε να είναι θετική, από τη στιγμή που υποχρεώθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει Μνημόνιο. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο η πρεμούρα τους να γίνουν κυβέρνηση, ενώ θα ήταν καλύτερο να αφήσουν την κυβέρνηση Σαμαρά να βγάλει έως το τέλος το(μνημονιακό) φίδι από την τρύπα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν απροετοίμαστος για κυβερνητικό ρόλο και η ηγεσία του είχε αυταπάτες ότι θα τα κατάφερνε κόντρα σε όλη την Ευρώπη, όπως παραδέχτηκε εκ των υστέρων ο κ. Τσίπρας.

Δεύτερον, η καταστροφική, όπως αποδείχτηκε, κυβερνητική συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Ελληνες του Πάνου Καμένου. Αυτή όχι μόνο απείλησε με πτώση την κυβέρνηση λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά άφησε πολλά αρνητικά κατάλοιπα στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τον ευρύτερο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, στον οποίο σήμερα προσβλέπει για κυβερνητική συνεργασία, αν το εκλογικό αποτέλεσμα το επιτρέψει. Στη συνεργασία με τον Καμένο οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, το αντιΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο, που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, έστω αποδυναμωμένο.

Τρίτον, η αδυναμία του να αφήσει πίσω του το κακό παρελθόν, η διστακτική αυτοκριτική για τα λάθη και η πολύ έντονη παρουσία, στην πρώτη γραμμή, προσώπων που έχουν αφήσει αρνητικό αποτύπωμα στο πρόσφατο παρελθόν.

Τέταρτον, το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε τις κρίσεις μοιράζοντας απλόχερα κρατικό χρήμα, ένα μεγάλο κομμάτι του οποίου είχε αφήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ(το περίφημο «μαξιλάρι»). Μόνο στα δύο χρόνια της πανδημίας μοιράστηκαν 42 δισεκατομμύρια. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια αποδέκτες των πάσης φύσεως ενισχύσεων και επιδομάτων αποτελούν εν δυνάμει εκλογική δεξαμενή για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μένει να φανεί πώς θα επηρεάσει το κύμα της ακρίβειας, ιδιαίτερα στα καύσιμα, που σαρώνει τη χώρα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Πέμπτον, εδώ και δέκα χρόνια εκλέγουμε κυβερνήσεις μιας θητείας. Μια θητεία έκανε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου(2009), το ίδιο η κυβέρνηση Σαμαρά(2012), το ίδιο και η κυβέρνηση Τσίπρα(Ιανουάριος 2015), παρά την ανανέωση της θητείας της τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται ότι είναι η πρώτη που διεκδικεί να σπάσει αυτόν τον κανόνα και να έχει δεύτερη τετραετία, όπως συνέβαινε από το 1974 έως και το 2009 με όλες τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ(μοναδική εξαίρεση η κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη 1990-1993).

Θα καταφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πετύχει και δεύτερη τετραετία επαναφέροντας την πολιτική ζωή στην προ του 2000 «κανονικότητα»; Ή στο τέλος ο Αλέξη Τσίπρας θα κάνει την «ανατροπή» και θα πετύχει το στόχο της «προοδευτικής κυβέρνησης»;

Οσο πιο σύντομα γίνουν οι εκλογές, τόσο ευνοείται ο σημερινός πρωθυπουργός, πριν μπούμε στον επόμενο χειμώνα και τον πάρει από κάτω η χιονοστιβάδα της ακρίβειας. Αντίθετα, αν ο κ.Μητσοτάκης τηρήσει την υπόσχεση και αφήσει τις εκλογές για την άνοιξη του 2023, τόσο θα μεγαλώνει η φθορά του και θα αυξάνονται οι ελπίδες του ΣΥΡΙΖΑ να κόψει πρώτος το νήμα.

Εν κατακλείδι, ο κ. Μητσοτάκης έχει κάθε λόγο να βιαστεί. Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας θέλει χρόνο για να καταφέρει να διαψεύσει την παροιμία «με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».

ΥΓ: Η διαφωνία του Πολάκη με την επιλογή του Τσίπρα για τη θέση του γραμματέα(Ράνια Σβίγγου) είναι μια καλή είδηση για τον ΣΥΡΙΖΑ. Τη μέρα που ο Τσίπρας θα πει στον Πολάκη «αντί να παριστάνεις τον γκιουλέκα στο κόμμα, καλύτερα να πας για χοχλιούς στην Κρήτη», μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να τσιμπήσει μερικές μονάδες στο ποσοστό του.

Γιώργος Καρελιάς

news247.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις