Σοβαρούς κινδύνους για τα Βαλκάνια εγκυμωνεί η απομάκρυνση της προοπτικής της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, παρά τις υποσχέσεις που έχουν δώσει οι Βρυξέλλες, υπογραμμίζει ο επί σειρά ετών ειδικός απεσταλμένος της EE στην πρώην Γιουγκοσλαβία, Κάρλ Μπίλντ.
Ο άλλοτε πρωθυπουργός της Σουηδίας, με αφορμή την εγκατάλειψη του Αφγανιστάν από τη Δύση, σε κείμενό του, στο Project Syndicate, με τίτλο «η επικίνδυνη βαλκανική ακινησία», παρατηρεί: «Με δύο δεκαετίες πολέμου στο Αφγανιστάν να φτάνουν στην πιο ζοφερή, από τις πιθανές, κατάληξη του, αξίζει να θυμηθούμε ότι έχουν περάσει πλέον τρεις δεκαετίες από τον πόλεμο στα Βαλκάνια. Και οι δυο είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις του πώς η κακοδιαχείριση ενός πολέμου μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για πολλά χρόνια».
Ακινησία
Τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στα Δυτικά Βαλκάνια είναι πολλά και σοβαρά. Δεν είναι μόνο η διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, η απουσία ανάπτυξης, η ανεργία, η υποαπασχόληση, η μετανάστευση, και η έλλειψη κρατικής φροντίδας για το κοινωνικό σύνολο. Κάτι που φάνηκε σε πολλά κράτη και περιοχές με αφορμή τον κορονοϊό, όπου δεν υπάρχουν καν εμβόλια, με εξαίρεση τη Σερβία.
Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, σημειώνει ο Κάρλ Μπίλντ, θεωρείται τόσο πολιτικά δυσλειτουργική, ώστε ορίσθηκε Ύπατος Εκπρόσωπος.
Να σημειωθεί ότι η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, μια από τις περιοχές – μπαρουταποθήκη των Βαλκανίων, όπως άλλωστε το Κόσσοβο και άλλες περιοχές, προ μηνών βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, δεδομένων των «non paper» που κυκλοφορούσαν στην ΕΕ, με «σενάρια» για αλλαγές των συνόρων στα Βαλκάνια (!).
Το Κόσσοβο, επίσης, εξακολουθεί να είναι μια περιοχή «μη κράτος», ενώ ακόμα υπάρχουν πολύ σοβαρές διαφορές ανάμεσα σε Βελιγράδι και Πρίστινα. Να σημειωθεί ότι πρόσφατα εκδηλώθηκε έντονη κινητικότητα, συνοδευόμενη από έντονη φημολογία ακόμα και για αναγνώριση της Πρίστινας εκ μέρους της Αθήνας.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και ένα πολύ σημαντικό στοιχείο: Οτι η προοπτική της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων φαίνεται να να ξεθωριάζει. Κάτι που ροκανίζει το κλαδί των ίδιων των βαλκανικών κυβερνήσεων, οι οποίες έχουν εκλεγεί με την υπόσχεση ότι θα οδηγήσουν τις χώρες τους στους κόλπους της ΕΕ.
Αφγανιστάν και Δυτικά Βαλκάνια
Συνολικά, γράφει ο Κάρλ Μπίλντ, οι πόλεμοι στα Βαλκάνια, την δεκαετία του 1990, στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 100.000 ανθρώπους, οδήγησαν στον εκτοπισμό εκατομμυρίων και υπονόμευσαν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής για δεκαετίες.
Τότε, κατά τον ίδιον, έγινε κατανοητό ότι μια διαρκής σταθερότητα απαιτεί μια άλλου είδους ολοκληρωμένη πολιτική, με αποτέλεσμα, το 2003, οι ηγέτες της ΕΕ να διακηρύξουν ότι το μέλλον όλων των χωρών της περιοχής περνάει μέσα από την EE.
«Κανείς δεν περίμενε ότι κάτι τέτοιο θα γίνει μέσα σε μία νύχτα. Όμως κανείς δεν πίστεψε ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης θα διαρκέσει τόσο πολύ», τονίζει ο Κ. Μπίλντ, σημειώνοντας ότι «τώρα που η προοπτική ενσωμάτωσης των Βαλκανίων ξεθωριάζει, οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να αποδεχθούν την πραγματικότητα και να αρχίσουν να χαράσσουν ρεαλιστικά ενδιάμεσα βήματα ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες στην περιοχή χωρίς να εγκαταλειφθεί ο τελικός στόχος».
Κατά την άποψή του, «ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι η πρωτοβουλία, Open Balkan, η οποία σχεδιάστηκε για να προωθήσει το εμπόριο μεταξύ Αλβανίας, Βόρειας Μακεδονίας και Σερβίας. Αλλά δεν είναι αρκετό. Η EE θα πρέπει να πρωτοστατήσει προτείνοντας μια νέα ρύθμιση, η οποία περιλαμβάνει προσφορά ένταξης στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά της».
Ως γνωστόν, προ μηνών, οι Βούτσιτς, Ράμα και Ζάεφ έκαναν λόγο για τα Δυτικά Βαλκάνια ως «κοινό πολιτικό-οικονομικό χώρο» υπό τη σκέπη της ΕΕ.
Λίγο μετά, Βελιγράδι, Τίρανα και Σκόπια ανακοίνωσαν τη δημιουργία της ονομαζόμενης «μίνι Σένγκεν» στα Βαλκάνια.
Κάτι τέτοιο, πάντως, κατά τον Κάρλ Μπίλντ, δεν είναι αρκετό, εάν δεν συνδεθεί άμεσα με την ΕΕ.
«Η εναλλακτική για τα Δυτικά Βαλκάνια -υπογραμμίζει ο επί σειρά ετών ειδικός απεσταλμένος της EE στην πρώην Γιουγκοσλαβία- είναι η διολίσθηση και πάλι προς τη βία. Έχει συμβεί και στο παρελθόν. Γίνεται και τώρα στο Αφγανιστάν. Δεν πρέπει να συμβεί πάλι στην Ευρώπη».
Εκτιμάται, πάντως, ότι η οποιαδήποτε υποτροπή στα Βαλκάνια θα επηρεάσει σημαντικά και την Ελλάδα.
Τουρκική διείσδυση
Όλα αυτά, και κυρίως η απαισιόδοξες προβλέψεις για ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, δημιουργούν ένα σοβαρό κενό, το οποίο, νομοτελειακά, θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν, και να καλύψουν, άλλες δυνάμεις, εκτός της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Τουρκία.
Εν μέσω αυτού του σκηνικού, η Αθήνα επιδεικνύει μάλλον ατολμία, ακινησία, και απουσία δραστικής παρέμβασης στις βαλκανικές υποθέσεις. Κι’ αυτό, παρά τον -αντικειμενικά- πρωταγωνιστικό ρόλο που έχει πολιτικά, οικονομικά και ιστορικά η Ελλάδα στην περιοχή.
Στο μεταξύ, η Άγκυρα συνεχίζει τη διείσδυσή της στα Δυτικά Βαλκάνια. Ως γνωστόν, εδώ και χρόνια οικοδομεί τις σχέσεις της με τη Βοσνία, την Αλβανία, το Κόσσοβο και τη Βόρεια Μακεδονία, εμπλέκεται εμμέσως πλην σαφέστατα στις πολιτικές υποθέσεις της Βουλγαρίας, ενώ αρκετά αμοιβαία βήματα προσέγγισης έχουν κάνει Σερβία και Τουρκία.
Εσχάτως, Άγκυρα και Σκόπια προέβησαν στην υπογραφή αμυντικής συνεργασίας, διάρκειας πέντε ετών.
Μια, επίσης, τακτική διείσδυσης που ακολουθεί η Τουρκία στην βόρειο γείτονα, εκτός της οικονομίας και της άμυνας, είναι μέσω της «πολιτιστικής διπλωματίας» και του Ινστιτούτου, Yunus Emre, το οποίο βρίσκεται υπό την απόλυτη εποπτεία της Άγκυρας.
Πρόσφατα, λοιπόν, σύμφωνα με το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων, Anadolu, το παράρτημα του Yunus Emre στα Σκόπια, με την υποστήριξη της πρεσβείας της Τουρκίας, και σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και Επιστήμης της Βόρειας Μακεδονίας, διοργάνωσε σεμινάρια κατάρτισης εκπαιδευτικών τουρκικής γλώσσας στα Σκόπια, τη Στρούγκα και τη Στρούμιτσα.
Να σημειωθεί ότι στη Βόρειο Μακεδονία, πέραν μια μικρής τουρκόφωνης μειονότητας (80.000 – 4% του συνολικού πληθυσμού, τρίτη εθνοτική ομάδα στη χώρα), η τουρκική πλευρά, αυθαίρετα, θέλει να προσθέσει στη μειονότητα και 100.000 Τορμπέσηδες (εξισλαμισμένοι Σλάβοι).
Ανεξαρτήτως αυτού, αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα τόσο προς τους Σλαβομακεδόνες όσο και στους Αλβανούς, όπως άλλωστε φάνηκε και από την επίσκεψη του προέδρου της τουρκικής Βουλής, πέρυσι στο τέλος του έτους, στα Σκόπια.
Με αφορμή τα πρόσφατα «σεμινάρια» της τουρκικής γλώσσας, ο υφυπουργός Παιδείας της Βόρειας Μακεδονίας, Αραφάτ Σαμπανί (Arafat Shabani), ανέφερε ότι το «εργαστήρι της τουρκικής γλώσσας» παίρνουν μέρος 65 Δημοτικά και 13 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ο διευθυντής διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας και Τουρκολογίας στο Ινστιτούτο, Yunus Emre, καθηγητής, Γιαβούζ Καρταλίογλου (Yavuz Kartalioglu), είπε ότι περίπου 100 εκπαιδευτικοί παρακολούθησαν τα σεμινάρια.
Ο διευθυντής του Yunus Emre στα Σκόπια, Σερχάτ Κούλα (Serhat Kula), υπενθύμισε ότι το Ινστιτούτο, στα 11 χρόνια λειτουργίας του στη χώρα, έχει διοργανώσει μαθήματα τουρκικής γλώσσας για περισσότερα από πέντε χιλιάδες άτομα.
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις