Την ώρα που τα δημόσια ταμεία γεμίζουν με ρυθμούς ταχύτερους των προβλέψεων, η κοινωνική πραγματικότητα αποτυπώνει μια χώρα βυθισμένη στη φτώχεια.

Μπορεί τα στοιχεία για την πορεία των φορολογικών εσόδων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 να προκαλούν χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο, ωστόσο, για την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών, τα μεγέθη αυτά δεν μεταφράζονται σε ανακούφιση ή προοπτική. Η υπέρβαση των στόχων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπου 600 εκατ. ευρώ, από Ιανουάριο έως Μάρτιο, μπορεί να θεωρείται ως ένδειξη ισχυρής φορολογικής απόδοσης και υγιούς δημοσιονομικής διαχείρισης, όμως παραμένει θολό το κατά πόσον αυτή η δημοσιονομική «ανάσα» θα μετατραπεί σε στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ των πιο ευάλωτων.

Η ελληνική κοινωνία βιώνει μια παράδοξη αντίφαση: την ώρα που τα δημόσια ταμεία γεμίζουν με ρυθμούς ταχύτερους των προβλέψεων, η κοινωνική πραγματικότητα αποτυπώνει μια χώρα βυθισμένη στη φτώχεια, την ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης των Νοικοκυριών, η κατάσταση χειροτερεύει. Το 26,9% του πληθυσμού – περίπου 2.740.000 άνθρωποι – βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η αύξηση αυτή, όσο και αν φαίνεται μικρή στατιστικά, αντανακλά τεράστια ποιοτική επιδείνωση στην καθημερινότητα χιλιάδων πολιτών.

Ειδικότερα, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε από 18,9% σε 19,6%, ενώ ο δείκτης σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης ανέβηκε στο 14%. Αυτοί οι δείκτες δεν είναι απλοί αριθμοί σε έναν πίνακα: σημαίνουν παιδιά που δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή διατροφή, οικογένειες που αδυνατούν να θερμάνουν το σπίτι τους ή να καλύψουν βασικές ανάγκες, ηλικιωμένους που ζουν μόνοι και απομονωμένοι, χωρίς ουσιαστική φροντίδα. Το πιο ανησυχητικό ίσως εύρημα είναι ότι το 27,9% των παιδιών έως 17 ετών βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό οριακά μειωμένο σε σχέση με το 2023, αλλά παραμένει δραματικά υψηλό.

Ανισότητες

Τα στοιχεία αποκαλύπτουν επίσης την ένταση των ανισοτήτων σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, ειδικά αυτά που αποτελούνται από έναν ενήλικα με εξαρτώμενα παιδιά, βιώνουν τις μεγαλύτερες πιέσεις, με ποσοστό φτώχειας που αγγίζει το 43,7%. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στις περιπτώσεις μονομελών νοικοκυριών (36,8%), καθώς και για γυναίκες άνω των 65 ετών που ζουν μόνες (38,4%). Αυτά τα ευρήματα σκιαγραφούν το προφίλ μιας κοινωνίας με όλο και πιο ορατές ρωγμές, στην οποία η ατομική προσπάθεια δεν αρκεί για να εξασφαλίσει αξιοπρεπή διαβίωση.

Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και οι εργαζόμενοι δεν εξαιρούνται από τον κίνδυνο φτώχειας. Το 10,5% των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που εργάζονται θεωρούνται φτωχοί, με τις γυναίκες να καταγράφουν ποσοστό 7,3% και τους άνδρες 12,9%. Η μορφή της απασχόλησης διαδραματίζει επίσης καθοριστικό ρόλο: οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν υπερδιπλάσιο ποσοστό φτώχειας (20,6%) σε σχέση με εκείνους με πλήρη απασχόληση (9,8%).

Παράλληλα, η ΕΛΣΤΑΤ αναδεικνύει την καθοριστική σημασία των κοινωνικών μεταβιβάσεων – κυρίως των συντάξεων και επιδομάτων – στη μείωση της φτώχειας. Χωρίς αυτές, το ποσοστό του πληθυσμού που θα ζούσε κάτω από το όριο φτώχειας θα άγγιζε το 45%. Αυτό μειώνεται στο 23,5% με την προσμέτρηση των συντάξεων και περιορίζεται ακόμη περισσότερο, στο 19,6%, όταν προστεθούν και τα υπόλοιπα επιδόματα.

Πρόκειται για ένα ισχυρό μήνυμα πολιτικής: η κοινωνική πολιτική μπορεί να κάνει τη διαφορά. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει αν τα 600 εκατομμύρια της υπεραπόδοσης θα διοχετευθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Εισοδηματική ανισότητα

Στον τομέα της εισοδηματικής ανισότητας, ο δείκτης Gini παρέμεινε αμετάβλητος στο 31,8%, χωρίς ουσιαστική βελτίωση από το 2023. Ο δείκτης S80/S20, που μετρά την αναλογία του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% προς αυτό του φτωχότερου 20%, βρίσκεται στο 5,27 – μια ελάχιστη βελτίωση από το 5,28, που δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί ως ουσιαστική πρόοδος. Αν και η ανισότητα σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες – όπως οι άνω των 65 ετών – παρουσιάζει πτωτική τάση, στους κάτω των 65 ετών αυξάνεται, φανερώνοντας πως οι παραγωγικές ηλικίες πιέζονται περισσότερο.

Η οικονομική στέρηση, τέλος, παρουσιάζει ακόμη μια πτυχή της κοινωνικής κρίσης. Το 14% του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε τουλάχιστον επτά βασικά αγαθά και υπηρεσίες από έναν κατάλογο 13 – μεταξύ των οποίων τροφή, επαρκή θέρμανση, κατάλληλη κατοικία. Η έλλειψη επαρκούς χώρου στις κατοικίες είναι χαρακτηριστική: το 27% του συνολικού πληθυσμού ζει σε κατοικίες με ανεπαρκή χώρο, ενώ το ποσοστό αυτό φτάνει στο 36,9% για τους φτωχούς. Για τα παιδιά έως 17 ετών, τα ποσοστά είναι εξαιρετικά ανησυχητικά: το 40,9% ζει σε στενές κατοικίες, και στους φτωχούς αυτό το ποσοστό εκτοξεύεται στο 56,7%.

Μπροστά σε αυτή την εικόνα, το ερώτημα επανέρχεται αμείλικτο: πού κατευθύνονται τα επιπλέον δημόσια έσοδα; Η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων δεν είναι, από μόνη της, θετικό νέο αν δεν συνοδεύεται από κοινωνικά ανταποδοτικές πολιτικές. Αν δεν αξιοποιηθεί για τη μείωση της φτώχειας, την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, τη στήριξη των αδύναμων.

dnews.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις