Ο κορονοϊός στην αρχή υποτιμήθηκε, μετά πολιτικοποιήθηκε και τέλος εργαλειοποιήθηκε
Για τον δυτικό κόσμο η επέλαση της πανδημίας του κορονοϊού ήταν μια υγειονομική πρόκληση. Οι περισσότερες χώρες της Δύσης μπορεί να πιάστηκαν εξαπίνης και να πλήρωσαν ακριβά το «μάρμαρο», όμως στο τέλος ορθοπόδησαν, καταφέρνοντας να αντιμετωπίσουν με όρους δημόσιας υγείας μια πρόκληση όπως αυτή του κορονοϊού.
Στη χώρα μας, αντίθετα, λόγω της πετυχημένης διαχείρισης του πρώτου κύματος, ο κορονοϊός υποτιμήθηκε, στη συνέχεια πολιτικοποιήθηκε, για να τροφοδοτήσει το κυβερνητικό αφήγημα του πρωθυπουργού «Μωυσή», και εν τέλει εργαλειοποιήθηκε από μια κυβέρνηση που είδε την κρίση ως ευκαιρία για τη μεγάλη άλωση του ελληνικού κράτους.
Σήμερα, 30 μήνες μετά την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος κορονοϊού στη χώρα, όλα όσα η κυβέρνηση εμφάνισε ως δεδομένα έχουν καταρριφθεί από τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη, τα οποία ανερυθρίαστα αυτοδιαψεύδονται καθημερινά, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την πολιτική τους. Και αν όλα αυτά, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, λέγονταν ή υπονοούνταν, η αλλαγή του τρόπου καταγραφής των θανάτων είναι το κερασάκι σε μια… τούρτα που περιλαμβάνει ένοχα μυστικά και εγκληματικά λάθη.
Οι αλχημείες με την καταγραφή των νεκρών και το παιχνίδι με τα lockdowns
Οταν η πανδημία του κορονοϊού άρχισε να παίρνει φονικές διαστάσεις στη χώρα μας, μια σειρά Ελλήνων επιστημόνων αμφισβήτησε έντονα τις βασικές υποθέσεις και τα συμπεράσματα της κυβέρνησης και τη επιτροπής για τη θνησιμότητα του ιού.
«Οι θάνατοι είναι από κορονοϊό» απαντούσε τότε η κυβέρνηση, επιμένοντας στη λήψη των σκληρών περιοριστικών μέτρων, την ίδια ώρα που αυτή η πράγματι μικρή -αλλά όχι ασήμαντη- μειονότητα επιστημόνων επέμενε να μιλάει για θανάτους ασθενών με κορονοϊό. Το καθεστώς Μητσοτάκη, το οποίο άρχιζε τότε να απλώνει τα δίχτυα του σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, έχρισε αυτούς τους επιστήμονες ψεκασμένους, αρνητές του κορονοϊού και επικίνδυνους. Μάλιστα, για να αντικρούσει τη θέση αυτή, η κυβέρνηση επιστράτευσε ακόμα και τον άλλοτε εθνικό μας λοιμωξιολόγο Σωτήρη Τσιόδρα.
«Θα ήθελα να αναφερθώ σε μια φιλολογία που αναπτύχθηκε για τον τρόπο καταγραφής θανάτων. Ο αντικειμενικός τρόπος για να καταγράφονται οι θάνατοι από τον νέο ιό είναι όταν οιοσδήποτε ασθενής σε οιοδήποτε περιβάλλον είχε θετικό μοριακό έλεγχο και πέθανε. Η ταξινόμηση των θανάτων γίνεται με συγκεκριμένα κριτήρια. Οιοσδήποτε θάνατος με θετικό μοριακό έλεγχο δεν μπορεί να αποδοθεί σε άλλη αιτία χωρίς ξεκάθαρη απόδειξη. Ο θάνατος είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο» ανέφερε τότε ο Σωτήρης Τσίοδρας, φανερά ενοχλημένος, και συνέχιζε σημειώνοντας ότι δεν πρόκειται για κάποια δική του επινόηση: «Οι ευρωπαϊκές χώρες και η Ελλάδα δεν υπεισέρχονται στο εάν συνέβαλε πολύ ή λίγο ο κορονοϊός σε κάποιον θάνατο. Ακολουθούμε την επιστημονική τακτική. Δεν εξυπηρετούμε σκοπιμότητες».
Σήμερα, όμως, στη σκιά των 31.000 θανάτων από κορονοϊό, της επιστημονικής οργής για τους 50 θανάτους κατά μέσο όρο τη μέρα… Ιούλιο μήνα, αλλά και της κοινωνικής αγανάκτησης για την αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας, η κυβέρνηση επέλεξε απλά να αλλάξει τον τρόπο καταγραφής και να μιλήσει για θανάτους με κορονοϊό. Αυτή η μεταστροφή, φυσικά, μόνο αθώα δεν είναι.
Τουναντίον, αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, που και στις δύο περιπτώσεις εκθέτουν τη κυβέρνηση και αποκαλύπτουν το πρώτο μεγάλο και ένοχο ψέμα της:
- Είτε ο τρόπος καταγραφής των κρουσμάτων που ακολουθήθηκε τα πρώτα χρόνια ήταν εσφαλμένος και είχε στόχο την τρομοκράτηση του κόσμου και τη νομιμοποίηση των περιοριστικών μέτρων,
- είτε η σημερινή αλλαγή του τρόπου καταγραφής των θανάτων εξυπηρετεί τους επικοινωνιακούς χειρισμούς της κυβέρνησης, η οποία επιχειρεί να πείσει πως έχει καταφέρει να «τελειώσει» με τον κορονοϊό.
Το σχέδιο «Ελευθερία» και το αντιεμβολιαστικό κίνημα
Τα εμβόλια αποτέλεσαν, αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ένα μεγάλο επίτευγμα της επιστήμης στη μάχη για την προάσπιση της ανθρώπινης ζωής. Η κυβέρνηση, όμως, προσπαθώντας να αξιοποιήσει επικοινωνιακά ακόμα και αυτό για να δείξει πως νίκησε τον κορονοϊό, έκανε εγκληματικά λάθη που δίχασαν τον λαό. Αυτό ήταν το δεύτερο μεγάλο και ένοχο μυστικό της κυβέρνησης.
Ο εμβολιασμός ονομάστηκε σχέδιο «Ελευθερία» και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να δώσει στο εμβόλιο ιδιότητες και χαρακτηριστικά που δεν είχε. Το κεντρικό σύνθημα της κυβέρνησης ήταν ότι ο εμβολιασμός ισούται με τέλος της πανδημίας του κορονοϊού, παρότι οι επιστήμονες και οι ειδικοί μιλούσαν για ένα σημαντικό, αλλά όχι το μόνο, όπλο που έχει μια Πολιτεία απέναντι στη πανδημία.
Η διάψευση του κυβερνητικού αφηγήματος ήρθε με ωμό και συντριπτικό τρόπο, καθώς αποδείχτηκε πως το εμβόλιο προστατεύει τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου από τη σοβαρή νόσηση, όμως δεν εμποδίζει τη μετάδοση του κορονοϊού, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να αποκόψει ούτε την επιδείνωση της υγείας ενός θετικού στον κορονοϊό ασθενούς.
Αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης μεταξύ δεδομένων που προέκυψαν από την πραγματικότητα και των κυβερνητικών ισχυρισμών ήταν η δημιουργία αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν «αντιεμβολιαστικό κίνημα». Η τροφοδότηση αυτού του κινήματος με νέες δεξαμενές ανθρώπων, έκτοτε, θα ήταν αποκλειστικό προνόμιο του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την εγκληματική διαχείριση με το εμβόλιο της AstraZeneca, που η κυβέρνηση επέλεξε να το «ξεστοκάρει» στις ηλικίες κάτω των 30, όταν όλη η Ευρώπη το είχε σταματήσει; Ποιος μπορεί να λησμονήσει τον ρατσιστικό διαχωρισμό των ανθρώπων σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους με βάση την υποχρεωτικότητα των εμβολίων; Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι η κυβέρνηση, αντί να πείσει για την ανάγκη των εμβολίων, επένδυε στον εξαναγκασμό;
Οι 1.300 ΜΕΘ, η διαλογή ασθενών και οι θάνατοι στους διαδρόμους
Η κυβέρνηση υποστήριζε κατά τη διάρκεια της διαχείρισης της πανδημίας -και συνεχίζει να υποστηρίζει- πως ενίσχυσε τα δημόσια νοσοκομεία με τρόπο πρωτοφανή.
«Ενισχύσαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας και κάναμε για τα δημόσια νοσοκομεία όσα δεν έγιναν τα τελευταία 20 χρόνια» είχε πει, «μεθυσμένος» από την επιτυχία, στην αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020.
Εκτοτε η ενίσχυση αυτή άρχισε να ποσοστικοποιείται και τα κυβερνητικά στελέχη να αραδιάζουν στα κανάλια το ποσοστό αύξησης των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας που διαθέτει πλέον το ΕΣΥ. Κάποια στιγμή ο τότε υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας έφτασε στο σημείο να μιλήσει για 1.300 ΜΕΘ, δημιουργώντας την αίσθηση πως τα νοσοκομεία είναι απολύτως έτοιμα να διαχειριστούν περιστατικά βαριάς νόσησης. Αυτό ήταν το τρίτο μεγάλο και ένοχο μυστικό της κυβέρνησης.
Και το ψέμα αυτό στοίχισε, και μάλιστα ακριβά… Οι ΜΕΘ του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ήταν παρά απλά κρεβάτια με αναπνευστήρα, που δεν πληρούσαν καμία προδιαγραφή, όπως είχε αποκαλύψει η «δημοκρατία». Το προσωπικό (γιατροί και νοσηλευτές) ήταν ελάχιστο σε σχέση με αυτούς που χρειάζονταν για την αντιμετώπιση των πανδημικών κυμάτων και των υπόλοιπων αναγκών, ενώ τα ίδια τα νοσοκομεία μετατράπηκαν κάποια στιγμή σε αχίλλειο πτέρνα της μάχης κατά της πανδημίας. Οι γιατροί του πεδίου έβγαζαν τη δική τους κραυγή αγωνίας, όμως το καθεστώς είχε καταφέρει να τους περιθωριοποιήσει και να τους βγάζει ψεύτες.
Η άρνηση της πραγματικότητας και η επιμονή σε ένα αφήγημα που δεν είχε καμία βάση στην πραγματικότητα είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως ο κορονοϊός μετατράπηκε σε κρίση… εντατικής θεραπείας, με τους ασθενείς να πεθαίνουν αβοήθητοι στους διαδρόμους νοσοκομείων. Το ακαταδίωκτο μπορεί να σώζει τους υπευθύνους από όποιες ποινικές ευθύνες, όμως πολιτικά παραμένουν έκθετοι.
Ποιος έπαιρνε αποφάσεις για τα μέτρα;
Πολλές φορές αυτούς τους περίπου 30 μήνες από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού ένα μεγάλο ζήτημα που προκάλεσε ερωτήματα αλλά και πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν ποιος αποφάσιζε για τα μέτρα κατά της διασποράς του κορονοϊού.
Το ερώτημα αυτό θα παρέμενε ανοιχτό για πάνω από 15 μήνες, με την κυβέρνηση μια να δείχνει ως υπεύθυνη για τη λήψη των περιοριστικών μέτρων την επιτροπή των εμπειρογνωμόνων και μια να δηλώνει πως η λήψη μέτρων είναι καθαρά δική της απόφαση. Αυτό ήταν το τέταρτο μεγάλο και ένοχο μυστικό της κυβέρνησης.
Το ποιος έπαιρνε τις αποφάσεις και με βάση ποια κριτήρια και δεδομένα είναι μια τεράστια συζήτηση, την οποία η κυβέρνηση επιμελώς αρνείται ακόμα και σήμερα να ανοίξει, γνωρίζοντας τα εγκληματικά λάθη που έχουν γίνει τόσο στη συλλογή δεδομένων από τον ΕΟΔΥ όσο όμως και στο επίπεδο λήψης αποφάσεων από τους ειδικούς, οι οποίοι αποδείχθηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και από τους υπουργούς της κυβέρνησης, οι οποίοι επιχείρησαν να υποκαταστήσουν τους επιστήμονες.
Το εγκληματικό αποτέλεσμα αυτής της εξίσωσης ήταν διττό: Από τη μια, να λαμβάνονται αποφάσεις που δεν είχαν ως γνώμονα τη δημόσια υγεία και, από την άλλη, το χάσμα μεταξύ πολιτών και επιστημόνων να γιγαντώνεται, καθώς τα μέτρα που λαμβάνονταν ήταν παντελώς ανορθολογικά, ακόμα και για τον πλέον αδαή.
Η κρίση ως ευκαιρία για πλήρη έλεγχο
Η υγειονομική κρίση αντιμετωπίστηκε εξαρχής από τη κυβέρνηση ως μια μεγάλη ευκαιρία για τον πλήρη έλεγχο του δημόσιου διαλόγου. Οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης δημιουργούν προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μιας κατάστασης όπου οι ατομικές ελευθερίες «θυσιάζονται» στον βωμό του κοινού καλού.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όμως, πήγε ένα βήμα παρακάτω, θεμελιώνοντας στη διάρκεια της πανδημίας τις βάσεις ενός καθεστώτος που μπορεί να δρα έξω από τα όρια του νόμου, δήθεν με γνώμονα το κοινό καλό, και να παίρνει αποφάσεις που στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να χαρακτηριστούν οριακές με βάση το Σύνταγμα.
Με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πανδημίας και την ενημέρωση των πολιτών η κυβέρνηση δεν δίστασε:
- να προχωρήσει στην περιστολή δικαιωμάτων των πολιτών
- να μπουκώσει τα φίλα προσκείμενα στην ίδια μέσα ενημέρωσης ώστε να εξασφαλίσει πως το αφήγημα του πρωθυπουργού «Μωυσή» θα συνεχιστεί
- να εκτινάξει τον αριθμό των απευθείας συμβάσεων του Ελληνικού Δημοσίου, μοιράζοντας 7 δισ. κρατικό χρήμα σε φίλους και γνωστούς
- να εργαλειοποιήσει ένα κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας, μετατρέποντάς το σε γρανάζι της κυβέρνησης, τάσσοντας οφίτσια και δουλειές
- να στοχοποιήσει όποιον αντιδρούσε στα κυβερνητικά σχέδια ως ανεύθυνο, επικίνδυνο και ψεκασμένο
Χάθηκε… η μπάλα
Η κυβέρνηση δεν έχασε απλά το στοίχημα της διαχείρισης της πανδημίας προκαλώντας μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, αλλά έχασε και το στοίχημα της εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών, επιστημόνων και πολιτών. Τα ένοχα και μεγάλα ψέματα της κυβέρνησης στοίχισαν ακριβά και τις συνέπειές τους τις πληρώνουμε ακόμη και σήμερα.
newsbreak.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις