Θα μπορούσε να θεωρηθεί και προφητική ατάκα: τρεις μέρες μετά την ομιλία τού πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη, όπου «έκρουσε κώδωνα κινδύνου» για διάφορα θέματα, οι – κατά Χίλαρι Κλίντον – «deplorables» (ελεεινοί) του Ντόναλντ Τραμπ τον επανεξέλεξαν Πρόεδρο των ΗΠΑ, γυρίζοντας την πλάτη στην πιο προοδευτική και φιλελεύθερη Κάμαλα Χάρις.

Υπενθυμίζεται ότι στη διάρκεια της ομιλίας του ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ν.Δ. είχε σημειώσει με νόημα ότι «κανένα πολιτικό σύστημα, ακόμα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν, αν δεν έχει ισχυρή νομιμοποίηση και αξιοπιστία στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.

Και ρίχνουν λάδι στη φωτιά όσοι υπεροπτικά και αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και
διαμαρτυρόμενους πολίτες ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές».

Η ηχώ του Τραμπ

Βέβαια, ο Καραμανλής αναφερόταν στην ιδιώτευση σημαντικού μέρους των πολιτών στην Ευρώπη λόγω των διευρυνόμενων ανισοτήτων και της απογοήτευσης και του θυμού τους από τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική, θυμός που, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «τους οδηγεί και τον δημόσιο βίο σε όλο και μεγαλύτερη οξύτητα, επιθετικότητα, λεκτική και όχι μόνο βία, τραυματίζοντας και με αυτόν τον τρόπο τη σταθερότητα και τη δημοκρατική διαδικασία.

Τα όσα συμβαίνουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στη διάρκεια της προεκλογικής
περιόδου στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες αυτές».

Ωστόσο, μετά τη νίκη του Τραμπ – η οποία, μάλιστα, ήλθε πολύ πιο εύκολα απ’ όσο προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις – τα λόγια τού πρώην πρωθυπουργού αποκτούν δυσοίωνη χροιά και για την
Ελλάδα, όπου οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και την πίεση που δέχονται μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αλλά και
εντυπωσιακά μεγάλη απαξίωση θεσμών που τις προηγούμενες δεκαετίες αποτελούσαν πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα, όπως η Προεδρία της Δημοκρατίας ή η Δικαιοσύνη.

Σύμφωνα με μέτρηση της Public Issue (Απρίλιος 2024), μόλις το 27% εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη, μόλις το 29% τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας και το 24% την Εκκλησία ως θεσμό.

Και καλύτερα να μη μιλήσουμε για την κυβέρνηση, τα κόμματα και τη Βουλή, γιατί τα ποσοστά είναι επιεικώς… τραγικά (ο μόνος θεσμός που πραγματικά απολαύει της εμπιστοσύνης των πολιτών
είναι η Πυροσβεστική, ενώ ακόμα και οι Ένοπλες Δυνάμεις, που στις προηγούμενες μετρήσεις ήταν πολύ ψηλά, πλέον μοιάζουν κι αυτές να… υποχωρούν μπροστά στη γενικότερη απαξίωση των
θεσμών στα μάτια των πολιτών).

Θεσμικά ζητήματα

Yπό αυτή την έννοια η επισήμανση του Καραμανλή, ότι «η νομιμότητα αμφισβητείται όλο και περισσότερο. Το ίδιο συμβαίνει με τη Δικαιοσύνη.

Πλανάται σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μια αίσθηση μεροληψίας προς τους ισχυρούς και αυστηρότητας προς τους αδύναμους.

Ακόμα και κράτη-μέλη της Ε.Ε. μπαίνουν στον πειρασμό να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη. Θα έπρεπε να είναι αδιανόητο κι όμως συμβαίνει», αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, ειδικά υπό το πρίσμα της σφοδρής κριτικής που δέχθηκε από κόμματα, αλλά και από νομικούς, το πόρισμα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των υποκλοπών, ζήτημα στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός έχει αναφερθεί και στο παρελθόν, ζητώντας την πλήρη διαλεύκανσή του.

Τέλος, η αναφορά του στα ΜΜΕ και την κοινωνική δικτύωση («αναδεικνύεται ο τεράστιος ρόλος της σύγχρονης προπαγάνδας.

Και αν για τα αυταρχικά καθεστώτα αυτό ήταν συνήθης πρακτική ανά τους αιώνες, βλέπουμε και τη δημοκρατική Δύση να τα ανταγωνίζεται επάξια, τραυματίζοντας όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της, την ποιοτική και ηθική υπεροχή που εξ ορισμού πρέπει να έχει μια ελεύθερη δημοκρατική πολιτεία. Το τελευταίο το επισημαίνω, καθώς τείνει να γίνει κανόνας η προπαγάνδα της στοχοποίησης και κατασυκοφάντησης όσων δεν ταυτίζονται με το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημά της») άγγιξε άλλο ένα μεγάλο θεσμικό ζήτημα, αυτό της δυσπιστίας των πολιτών έναντι των πηγών ενημέρωσης και της απαξίωσης των παραδοσιακών ΜΜΕ, ζήτημα που έχει προκαλέσει και προκαλεί εντάσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.

H αλήθεια είναι ότι η ομιλία του πρωθυπουργού, ερχόμενη μόνο μερικές ημέρες μετά την εμφανή ψυχρότητα που επικράτησε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην εκδήλωση στο
ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενίσχυσε την εντύπωση ότι ο Κώστας Καραμανλής βρίσκεται σε… αγαστή συνεργασία με τον Αντώνη Σαμαρά, ασκώντας δριμεία κριτική εφ’ όλης της ύλης στην κυβέρνηση – από τα εθνικά ζητήματα μέχρι την ταυτότητα και τον χαρακτήρα της παράταξης –, παρότι το Μέγαρο Μαξίμου είχε επιχειρήσει να διαχωρίσει τον Κ. Καραμανλή από τον Α. Σαμαρά,
στον οποίο και πλέον έχει αποφασιστεί να δίνονται απαντήσεις (βοήθησε και το γεγονός ότι οι δύο «πρώην» απείχαν από εκδηλώσεις για τα 50ά γενέθλια της ΟΝΝΕΔ).

Τα άλυτα προβλήματα

Ωστόσο, αν πιστέψουμε τον «καραμανλικό» βουλευτή και πρώην υπουργό Γιώργο Βλάχο – έναν εκ των μελών της Κ.Ο. της Ν.Δ. που το τελευταίο διάστημα καταθέτουν «δύσκολες» ερωτήσεις προς διάφορους υπουργούς, έχοντας προκαλέσει έντονη αμηχανία στην κυβέρνηση –, κανείς δεν έχει σκοπό «να ζημιώσει, να ρίξει την κυβέρνηση, να τη βελτιώσουμε θέλουμε. Βουλευτές της Ν.Δ.
είμαστε, πόσο πιο δυνατά και καθαρά να το πούμε;».

Μάλιστα, ο ίδιος είχε υπογραμμίσει ότι «αυτά που θέτουμε εμείς δεν μπορεί να τα προωθήσει η αντιπολίτευση, γιατί έχει μια άλλη λογική. Όποιο θέμα αναδεικνύει, το οποίο μπορεί να είναι
πραγματικό, πάντα στην πίσω πλευρά του μυαλού της έχει πώς θα κερδίσει πολιτικά. Εμείς δεν κερδίζουμε πολιτικά, αν κερδίζουμε εμείς, κερδίζει η Ν.Δ.».

Στην ουσία, αυτή είναι και η τακτική του Καραμανλή και ίσως γι’ αυτό οι παρεμβάσεις του αντιμετωπίζονται (συνήθως με σιωπή και γενικώς) με πολλή προσοχή από την κυβέρνηση: ο πρώην
πρωθυπουργός μοιάζει να «χτυπά καμπανάκια» για ζητήματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επισημαίνουν και οι πολίτες είτε με τις απαντήσεις τους στις δημοσκοπήσεις είτε με την «μπαλωθιά»
που έριξαν στη Ν.Δ. στις ευρωεκλογές, αλλά και τη στάση αναμονής που τηρούν από τότε.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τα ζητήματα της διεύρυνσης των ανισοτήτων (μέσω της ακρίβειας), της ασφάλειας ή της Δικαιοσύνης και γενικότερα των θεσμών (μεγάλα ποσοστά θεωρούν ότι η κυβέρνηση επιχειρεί συγκάλυψη στην τραγωδία των Τεμπών) βρίσκονται διαρκώς στο… top ten των προβλημάτων των πολιτών στις έρευνες της κοινής γνώμης.

Αν στα παραπάνω προστεθούν και ορισμένα φαινόμενα αλαζονείας της εξουσίας, αλλά και η αίσθηση ότι η κυβέρνηση μετέφρασε κατά το δοκούν το μήνυμα των ευρωεκλογών (μικρές παρεμβάσεις στο σχήμα του Υπουργικού Συμβουλίου, εμμονή σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που δεν φαίνεται να «κάνει γκελ» στους πολίτες, μόνιμη επίκληση της ανάγκης δημοσιονομικής… σεμνότητας για τις περιορισμένης εμβέλειας παρεμβάσεις υπέρ κυρίως των πιο αδυνάτων κ.λπ.), καθώς και το γεγονός ότι η Ν.Δ. δείχνει να «παίζει μόνη της», καθώς η αντιπολίτευση τελεί ακόμα σε ρυθμούς… εσωστρέφειας ή «ψαξίματος», καθίσταται σαφές γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί, παρά τις προσπάθειές της, να
πετύχει το πολυπόθητο reboot που αναζητά από τον Ιούνιο και μετά.

Οι τρεις κίνδυνοι

Την ίδια στιγμή, βέβαια, είναι πλέον σαφές ότι όλο και περισσότεροι βουλευτές, θορυβημένοι και από τη δημοσκοπική στασιμότητα, θα επιδιώκουν να πιέζουν, μέσω ερωτήσεων και
παρεμβάσεων, την κυβέρνηση: δεν είναι τυχαίο ότι ο έμπειρος Νικήτας Κακλαμάνης πρόσφατα «στρίμωξε» τον ΥΠΕΝ Θεόδωρο Σκυλακάκη με ερώτηση συνολικά για την ενεργειακή
πολιτική της κυβέρνησης και ειδικά για τον εξορθολογισμό του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και για τα τιμολόγια του ρεύματος, τα οποία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αν και πιο χαμηλά απ’ όσο
το περασμένο καλοκαίρι.

Οι πληροφορίες δε αναφέρουν ότι τέτοιες «άβολες» ερωτήσεις θα συνεχίσουν να έρχονται, παρά το… μασάζ υπουργών σε βουλευτές και την ενημέρωση σχετικά με θέματα του χαρτοφυλακίου τους. Όλες αυτές οι κινήσεις μοιάζουν να έχουν ως στόχο το… ξύπνημα της κυβέρνησης μπροστά σε τρεις κινδύνους που, σύμφωνα με βουλευτές της Ν.Δ., με τους οποίους συνομίλησε το «Ποντίκι», συμπυκνώνονται στα εξής:
● Απαξίωση από τους πολίτες των προσπαθειών της κυβέρνησης για εκσυγχρονισμό της χώρας, τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε επίπεδο δομών και λειτουργίας.
● Ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα, με (σημαντικό) μέρος των πιο, ας πούμε, «δεξιών» ψηφοφόρων να στρέφονται, συνήθως ανεπίστροφα,
προς τα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της Ν.Δ.
● Αδυναμία ουσιαστικής αντίδρασης, αν – υπάρχει καιρός γι’ αυτό – κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης (π.χ. το ΠΑΣΟΚ) αρχίσει να «παίρνει τα πάνω του» δημοσκοπικά και, ταυτόχρονα, προβάλλει
και μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας από αυτή που έχει δώσει στη Ν.Δ. τη σημερινή πλήρη κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό.

Οι ίδιοι βουλευτές επισημαίνουν ότι υπάρχει χρόνος για αλλαγή εικόνας, ωστόσο εκφράζουν τον προβληματισμό τους για το αν η κυβέρνηση έχει τον τρόπο και τη διάθεση να «αλλάξει ρότα»,
σημειώνοντας ότι ο στόχος της τρίτης συνεχόμενης θητείας, που έθεσε ο Μητσοτάκης στο πάρτι στη Ρηγίλλης για τα 50χρονα της Ν.Δ., είναι μεν εφικτός, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι εύκολο
να επιτευχθεί.

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

topontiki.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις