Έρευνα – κόλαφος από την Επιτροπή Ανταγωνισμού καταδεικνύει ότι η κυβέρνηση και σπρώχνει τους πολίτες στην πανάκριβη ιδιωτική υγεία, υποβαθμίζοντας συστηματικά τα τελευταία πέντε χρόνια τη δημόσια υγεία.
Ιδιωτική υγεία, που σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, σταθερά αυξάνει συνεχώς το κόστος των υπηρεσιών που προσφέρει μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες για τους πολίτες.
Μάλιστα, στην έρευνα εμμέσως πλην σαφέστατα επιρρίπτεται ευθύνη στην κυβέρνηση για την κατακόρυφη αύξηση στο κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης υγείας κατά την περίοδο 2024-2025, καθώς η αύξηση αποδίδεται και στην εφαρμογή του Ενιαίου Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ), ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και για την εφαρμογή από το 2026 του νέου δείκτη ΕΔΑ (Ετήσιος Δείκτης Αναπροσαρμογής) στα μακροχρόνια συμβόλαια ιδιωτικής ασφάλειας υγείας.
Η απαξίωση του ΕΣΥ
Στην έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καταδεικνύεται η συστηματική απαξίωση του ΕΣΥ από την κυβέρνηση και συγκεκριμένα:
1] Μείωση νοσοκομείων
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ η χώρα ενώ το 2012 διέθετε 133 δημόσια νοσοκομεία (ΝΠΔΔ), το 2021 μειώθηκαν σε 124. Η συγχώνευση δημόσιων νοσοκομείων, σε συνδυασμό με τις σημαντικές καθυστερήσεις στην ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην Ελλάδα, ενδέχεται να έχουν οδηγήσει σε ορισμένα κενά παροχής υπηρεσιών να οδήγησε σε μεγαλύτερους χρόνους αναμονής, ελλείψεις ιατρικών εφοδίων, συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών προϊόντων, ενώ υπάρχουν ανησυχίες ότι οδήγησε επίσης σε ανεπιθύμητη μείωση των διαθέσιμων κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ). Αναφέρθηκαν επίσης ευρέως ελλείψεις προσωπικού, ιδίως νοσηλευτών.
.2] Μείωση δημοσίων δαπανών στο ΕΣΥ
Οι δαπάνες της Ελλάδος σε υπηρεσίες υγείας αυξάνονται, ωστόσο εξακολουθούν να υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 2019 η συνολική δαπάνη της Ελλάδας για την υγεία ανήλθε στο 7,8 % του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 9,9% στην ΕΕ, αντιστοιχώντας σε κατά κεφαλήν δαπάνες 1.603 ευρώ έναντι 3.523 στην ΕΕ.
Η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα για το 2020 σημείωσε αύξηση, στο 9,5% του ΑΕΠ, έναντι 10,9% κατά μέσο όρο στην ΕΕ και κατατάσσει την χώρα στη 12η θέση μεταξύ των χωρών τις ΕΕ 27.
Το 2021 όμως παρουσίασε μείωση στο 9,2% του ΑΕΠ έναντι αύξησης στο 11% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το ποσοστό των συνολικών δαπανών που καλύπτεται από το δημόσιο ανήλθε σχεδόν στο 60% το 2019 και αυξήθηκε στο 62% το 2022, ωστόσο είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 81%.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει ακόμα ότι ένα μεγάλο ποσοστό των συνολικών δαπανών υγείας (35% το 2019 και 34% το 2023) καλύπτεται απευθείας από τα νοικοκυριά κυρίως με τη μορφή συμμετοχής για φάρμακα και άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες.
Τα κόλπα στην ιδιωτική υγεία
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, περιγράφει στην ερευνά της τη γιγάντωση του κόστους στην ιδιωτική υγεία αλλά και την αδιαφάνεια που επικρατεί στα ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις τη ΕΑ τα κυριότερα προβλήματα στην ιδιωτική υγεία είναι τα εξής:
-Τα τελευταία έτη καταγράφεται σταθερά αύξηση στο κόστος ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ενώ απασχολεί έντονα το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας, χωρίς δυνατότητα των ασφαλισμένων να προβλέψουν τη μελλοντική του εξέλιξη.
-Αναδείχθηκε το ζήτημα της διακριτικής τιμολόγησης πελατών και της αδιαφάνειας στην τιμολόγηση των υπηρεσιών υγείας, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη σύγκριση υπηρεσιών και επαλήθευση των χρεώσεων με βάση τους δημοσιευμένους τιμοκαταλόγους των ιδιωτικών κλινικών και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας στις σχέσεις ασφαλιστικών εταιρειών.
-Παρατηρείται αύξηση στο κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης υγείας, η οποία εν μέρει αποδίδεται στην αύξηση του κόστους και του όγκου των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Ωστόσο, η αναφερόμενη κατακόρυφη αύξηση κατά την περίοδο 2024-2025 φαίνεται να αποδίδεται και στην εφαρμογή του ΕΔΥ.
Κώδωνας κινδύνου για την εφαρμογή του ΕΔΑ
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στον σχεδιασμό και εφαρμογή του νέου δείκτη ΕΔΑ από την 1η Ιανουαρίου 2026.
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, πέραν των προβληματισμών που ανάγονται στη διαφάνεια των συμβατικών όρων και στην αντικειμενικότητα, καταλληλόλητα, επαληθευσιμότητα και προσβασιμότητα των παραγόντων που θα ληφθούν υπόψη για τη διαμόρφωση του δείκτη – ζητήματα που ανάγονται κατεξοχήν στην προστασία των καταναλωτών – δημιουργείται ένας γενικότερος προβληματισμός σχετικά με το ενδεχόμενο πρόκλησης σοβαρών στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό για τους εξής λόγους :
1] Ο εξωγενής καθορισμός του δείκτη αναπροσαρμογής ασφαλίστρων σε μακροχρόνια συμβόλαια ασφάλισης υγείας αφαιρεί έως ένα βαθμό την πίεση από τις ασφαλιστικές εταιρείες να διαπραγματευτούν χαμηλότερες αποζημιώσεις με τους παρόχους υγείας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν πιο εύκολα να πάρουν τη θέση ενός παθητικού μεσάζοντα, ο οποίος μετακυλύει τις χρεώσεις στους ασφαλισμένους/καταναλωτές.
2] Αν και η νομοθεσία δεν «επιβάλλει» αντίστοιχες αυξήσεις στα ασφάλιστρα, οπωσδήποτε τις «αντικειμενικοποιεί» στα μάτια των καταναλωτών, μέσω της ύπαρξης ενός εγκεκριμένου από το κράτος δείκτη αύξησης κόστους.
Συνεπώς, μειώνει την πίεση στις ασφαλιστικές εταιρείες για διαπραγμάτευση τιμών με τους παρόχους υγείας, και οι καταναλωτές γίνονται παθητικοί δέκτες των αναπροσαρμογών, με σχεδόν ανύπαρκτες εναλλακτικές επιλογές.
Δηλαδή, οι καταναλωτές ή θα αποδέχονται τις αυξήσεις ή θα γίνεται καταγγελία του συμβολαίου με σοβαρή περιουσιακή ζημία και χαμηλές πιθανότητες εκ νέου ασφάλισης.
neostrategy.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις





















































