«Κόλαφος» είναι, εμμέσως πλην σαφώς, για την κυβέρνηση, με φόντο το σκάνδαλο με τις υποκλοπές, ο πρόλογος του Προέδρου της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου, στο εισαγωγικό σημείωμα του, στη νέα έκθεση Πεπραγμένων της Αρχής.

Στον πρόλογο του, ο κ. Ράμμος, επισημαίνοντας ότι το κείμενο απηχεί τις απόψεις του ως προέδρου της Αρχής, κάνει λόγο για σοβαρές αντιθεσμικές παρεμβάσεις στο έργο της ΑΔΑΕ, με απειλητικούς μάλιστα υπαινιγμούς, όπως της άσκησης ποινικών διώξεων σε βάρος μελών της για κακουργηματικές πράξεις (!) επειδή απλά και μόνο… έκαναν τη δουλειά τους. Οι αναφορές – «φωτιά» του προέδρου της ΑΔΑΕ αφορούν στο σκάνδαλο με τις υποκλοπές και το σύστημα Predator και φυσικά «φωτογραφίζουν» καθαρά την κυβέρνηση και τις δηλώσεις άσκησης πίεσης εκτός ορίων που έκαναν πέρυσι τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και κορυφαίοι υπουργοί του.

Ο κ. Ράμμος χαρακτηρίζει ανώριμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα να αποδεχθεί τον ρόλο των Ανεξάρτητων Αρχών, όταν το έργο τους αγγίζει πολιτικά πρόσωπα και τονίζει ότι «δεν έχει συνειδητοποιηθεί στην Ελλάδα ότι η ύπαρξη αντιβάρων εξουσίας (τα περίφημα checks and balances) είναι θεμελιώδης και απαραίτητος θεσμός για να λειτουργεί το κράτος δικαίου, που μαζί με την αρχή της πλειοψηφίας αποτελεί βασικό πυλώνα (θα έλεγα ακόμη και condition sine qua non) του πολιτεύματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας».

Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ αναφέρεται και στον ρόλο των ΜΜΕ, σημειώνοντας ότι αντιδράσεις σε βάρος της Αρχής λόγω της έρευνας που πραγματοποιεί για τις υποκλοπές, υπήρξαν και από «σημαντική μερίδα των ΜΜΕ, που δεν έχουν κατανοήσει και μάλλον αρνούνται να κατανοήσουν τι ακριβώς είναι μια Ανεξάρτητη Αρχή (και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένη), σε τι χρησιμεύει, για ποιο λόγο υπάρχει και κυρίως τι σημαίνει να δρα ανεξάρτητα».

Οι υποκλοπές υποβαθμίζουν επικίνδυνα τη δημοκρατία

Ο κ. Ράμμος στέκεται και στο γεγονός ότι σκάνδαλα όπως αυτό με τις υποκλοπές, δεν πρέπει να είναι αδιάφορα για τους πολίτες, αφού επί της ουσίας υπονομεύουν επικίνδυνα τη δημοκρατία και ανοίγουν κερκόπορτες για όλους. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ σημειώνει ότι συνταγματικό της Αρχής καθήκον, δεν είναι άλλο από το να διασφαλίζει το «απολύτως» κατά το ίδιο το Σύνταγμα και «τόσο ευαίσθητο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών. Την πιο μύχια πτυχή της ιδιωτικότητας όλων μας, που τόσο απειλείται την εποχή μας είτε από τις ανεξέλεγκτες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί, είτε από μια πιθανή καταχρηστική και επεκτατική επίκληση των κινδύνων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας».

«Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάπτυξη» επισημαίνει ο κ. Ράμμος, στον πρόλογο του, στη νέα έκθεση, «για να κατανοήσει κάποιος σε τι δυνατότητες εκβιασμών ανοίγει ο δρόμος όταν περιέλθουν παράνομα σε σκοτεινά και ανέλεγκτα κέντρα πληροφορίες αυτή η μύχια και πολύτιμη για κάθε ένα από εμάς πτυχή της ιδιωτικότητας μας».

Μήπως το ερώτημα αυτό άπτεται και τυχόν επιπτώσεων που έχουν οι υποκλοπές όταν αφορούν σε πολιτικά πρόσωπα, όπως για παράδειγμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη;

Όλος ο πρόλογος – «κόλαφος» του προέδρο της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου στη νέα έκθεση Πεπραγμένων

Το 2022 έμελλε να γίνει η χρονιά που εκτόξευσε την ΑΔΑΕ στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Από εκεί που μέχρι τότε ήταν μια σχεδόν άγνωστη -και τούτο δυστυχώς και με δική της ευθύνη- στο ευρύ κοινό και εσωστρεφής Ανεξάρτητη Αρχή, έγινε μια από τις πιο γνωστές και με γενική αναγνώριση. Αναγνώριση συνιστάμενη στο ότι της πιστώθηκε από την ευρύτερη κοινή γνώμη το γεγονός, ότι, μπροστά στην λαίλαπα των αποκαλύψεων για παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδέσεων είτε με εισαγγελική διαταγή είτε μέσω του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator μεγάλου αριθμού προσώπων, μεταξύ δε αυτών και δημοσίων προσώπων, δεν ολιγώρησε ούτε παρέλυσε, αλλά έπραξε το καθήκον της, διερευνώντας, κατόπιν σχετικών ελέγχων τόσο σε παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όσο και σε κρατικές υπηρεσίες, τις καταγγελίες που κατατέθηκαν ενώπιον της για παραβίαση της νομοθεσίας που διέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Προσπάθησε δε να ενημερώσει θεσμικά το Κοινοβούλιο, στο οποίο και λογοδοτεί κατά το νόμο, και ενημέρωνε τακτικά την Δικαιοσύνη της χώρας, η οποία διερευνά τις τυχόν υπάρχουσες ποινικές διαστάσεις των εν λόγω παρακολουθήσεων. Και αυτό παρά τις ποικίλες δυσκολίες που εμφανίστηκαν στην πορεία.

Δυσκολίες, οφειλόμενες τόσο στην γνωστή διαχρονική υποστελέχωση της, στην ανάγκη υπέρβασης παλαιών πρακτικών, που είχαν καθιερωθεί σε παλαιότερες περιόδους, στις οποίες επικρατούσε (ή φαινόταν να επικρατεί) «νηνεμία» στον χώρο του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και σε εξωγενείς παράγοντες. Αναφέρομαι στις αντιδράσεις εκείνων, οι οποίοι, για πολλούς και ποικίλους λόγους, δεν ήθελαν να προχωρήσουν οι έρευνες και οι έλεγχοι της ΑΔΑΕ και, σε κάθε περίπτωση, δεν ήθελαν πάντως να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών. Αντιδράσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις σε σοβαρές αντιθεσμικές παρεμβάσεις, μέσω των οποίων αμφισβητήθηκε η ίδια η ανεξαρτησία της Αρχής, με απειλητικούς μάλιστα υπαινιγμούς ότι σε περίπτωση που τα επιτασσόμενα με τις παρεμβάσεις αυτές δεν θα ετηρούντο από την Αρχή, θα ετίθετο θέμα ασκήσεως ποινικών διώξεων εις βάρος των μελών και του προσωπικού της Αρχής ακόμη και για εξαιρετικά σοβαρές κακουργηματικές πράξεις. Αναφέρομαι ακόμη και σε αντιδράσεις στον ευρύτερο δημόσιο χώρο που έλαβαν την μορφή συκοφαντικών, δυσφημιστικών και υβριστικών σχολίων και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο εις βάρος του υπογράφοντος και άλλων μελών της Ολομέλειας της Αρχής.

Φάνηκε δυστυχώς για μια ακόμη φορά πως το πολιτικό σύστημα της χώρας, αλλά και μια σημαντική μερίδα των ΜΜΕ δεν έχουν κατανοήσει και μάλλον αρνούνται να κατανοήσουν τι ακριβώς είναι μια Ανεξάρτητη Αρχή (και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένη), σε τι χρησιμεύει, για ποιο λόγο υπάρχει και κυρίως τι σημαίνει να δρα ανεξάρτητα. Διαχρονικά, δυστυχώς, το ελληνικό πολιτικό σύστημα φαίνεται να θεωρεί ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές εκπληρώνουν τον ρόλο τους, μόνο όταν δεν ενοχλούν και δεν ασκούν κριτική στην εξουσία και δεν αμφισβητούν τις επιλογές της.

Όταν, όμως, εκπληρώσουν τον συνταγματικό τους ρόλο που είναι να λειτουργούν ως αντίβαρα εξουσίας, τότε υφίστανται μια ολόκληρη σειρά από ανοίκειες επιθέσεις, όπως έδειξαν με τον πιο δυσάρεστο τρόπο οι πιο πάνω επιθέσεις κατά της ΑΔΑΕ και του υπογράφοντος τον παρόντα πρόλογο Πρόεδρο της. Μοιάζει, θα έλεγε κανείς εντελώς ανώριμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα να αποδεχθεί τον θεσμό αυτό· θεσμό τον οποίο, όμως, έχουν υιοθετήσει όλες οι ώριμες και προηγμένες δημοκρατίας του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στον οποίο θέλουμε να ανήκει η χώρα μας. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί στην Ελλάδα ότι η ύπαρξη αντιβάρων εξουσίας (τα περίφημα checks and balances) είναι θεμελιώδης και απαραίτητος θεσμός για να λειτουργεί το κράτος δικαίου, που μαζί με την αρχή της πλειοψηφίας αποτελεί βασικό πυλώνα (θα έλεγα ακόμη και condition sine qua non) του πολιτεύματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ για να κατεβάσετε την Έκθεση Πεπραγμένων έτους 2022 της ΑΔΑΕ

Ευτυχώς η ΑΔΑΕ κατάφερε να αγνοήσει τις αντιδράσεις αυτές και να «σταθεί όρθια». Πράττοντας αποφασιστικά και όσο πιο καλά μπορούσε, μέσα σε αυτό το εξόχως αρνητικό κλίμα, το συνταγματικό της καθήκον, που δεν είναι άλλο από το να διασφαλίζει το «απολύτως» κατά το ίδιο το Σύνταγμα και τόσο ευαίσθητο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών. Την πιο μύχια πτυχή της ιδιωτικότητας όλων μας, που τόσο απειλείται την εποχή μας είτε από τις ανεξέλεγκτες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί, είτε από μια πιθανή καταχρηστική και επεκτατική επίκληση των κινδύνων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.

Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάπτυξη για να κατανοήσει κάποιος σε τι δυνατότητες εκβιασμών ανοίγει ο δρόμος όταν περιέλθουν παράνομα σε σκοτεινά και ανέλεγκτα κέντρα πληροφορίες αυτή η μύχια και πολύτιμη για κάθε ένα από εμάς πτυχή της ιδιωτικότητας μας.

Το έργο της ΑΔΑΕ δεν είναι βεβαίως να δημιουργεί προβλήματα στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, αλλά αυτό δεν σημαίνει, αυτονοήτως, ότι της επιτρέπεται να κάνει υποχωρήσεις και εκπτώσεις στην εκ μέρους της διασφάλιση ότι η προστασία αυτή γίνεται με αυστηρή τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων του άρθρου 19 και ότι μεταξύ των δύο ευρισκομένων σε ένταση μεταξύ τους εννόμων αγαθών, ήτοι της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος (εν προκειμένω της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και της καταπολέμησης της βαριάς εγκληματικότητας) αφενός και της προστασίας του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών αφετέρου, επιτυγχάνεται κατά το δυνατόν η ορθή στάθμιση, τηρουμένης δηλαδή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα έγιναν τέλεια από την ΑΔΑΕ. Μακράν του υπογράφοντος η αυταρέσκεια ή η συντεχνιακού τύπου υπεράσπιση των πεπραγμένων της Αρχής. Τέτοιου είδους αυτοδοξολογίες και εφησυχασμοί δεν βοηθούν τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και τα πρόσωπα στο να βελτιώνονται, κάτι που είναι και το ζητούμενο. Η μεγαλύτερη αδυναμία, κατά την εκτίμηση του υπογράφοντος, είναι οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαδικασιών που έπονται των σχετικών ελέγχων. Καθυστερήσεις που δεν οφείλονται μόνο στο ολιγάνθρωπο της Αρχής, αλλά και σε γραφειοκρατικές δημοσιοϋπαλληλικού τύπου αγκυλώσεις στην λειτουργία της, οι οποίες αλλάζουν μεν, αλλά τούτο γίνεται με βραδύτητα και λόγω εσωτερικών αντιστάσεων που οφείλονται σε συνήθειες πολλών ετών. Στο σημείο αυτό θα αποτελούσε παράλειψη το να μην υπομνησθεί συμπληρωματικά ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές- και πάντως η ΑΔΑΕ που ως εκ του αντικειμένου της ασχολείται υποχρεωτικά με τις πιο εξελιγμένες τεχνολογίες λειτουργούν κυρίως με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό. Και όσο καιρό η Ελληνική Πολιτεία, δεν συνειδητοποιεί ότι το εξειδικευμένο προσωπικό για να προσελκυσθεί να στελεχώσει μια δημόσια υπηρεσία, ή μια Ανεξάρτητη Αρχή, όπως η ΑΔΑΕ, πρέπει να έχει τις αντίστοιχες μισθολογικές απολαβές, οι απαιτούμενες Διευθύνσεις των υπηρεσιών αυτών θα παραμένουν υποστελεχωμένες, με τις αυτονόητες συνέπειες που αυτό έχει.

Μια άλλη αιτία των καθυστερήσεων είναι ότι, αρχής γενομένης από τον μήνα Αύγουστο του 2022, όταν είδαν το φως της δημοσιότητας οι πρώτες αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις, άρχισε η σωρηδόν κατάθεση καταγγελιών εκ μέρους των πολιτών.

Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι το 2022 ήταν το έτος μιας μεγάλης νομοθετικής μεταβολής σε ό,τι αφορά την ΑΔΑΕ. Για πρώτη φορά από το 1994 άλλαξε άρδην το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τα ζητήματα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Καταργήθηκε ο νόμος 2225/1994 (εκτελεστικός του άρθρου 19 παρ. 1 εδαφ β του συντάγματος) και αντικαταστάθηκε από το νόμο 5002/22. Παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος αυτός νόμος ουσιαστικά δεν άλλαξε την βασική αρχιτεκτονική σύλληψη του καταργηθέντος νόμου και απλώς εξειδίκευσε κάποιες ρυθμίσεις του, λόγω όμως των νομοτεχνικών ελλείψεων και ασαφειών του, έχουν δημιουργηθεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα, ευαίσθητα ως προς την αντιμετώπιση τους, με συνέπεια η εφαρμογή του να απαιτεί αναπροσανατολισμό των ενεργειών της Αρχής. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε με σπουδή και χωρίς προηγούμενη θεσμική διαβούλευση με την ΑΔΑΕ. Η τελευταία κατέθεσε βέβαια στην φάση της δημόσιας διαβούλευσης εκτενές υπόμνημα με πολλές παρατηρήσεις, οι οποίες όμως δεν έγιναν δεκτές από το νομοθέτη στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Με τον επίμαχο νόμο επιχειρήθηκε να βελτιωθούν κάποιες διατάξεις του προϊσχύσαντος καθεστώτος, που ήταν προβληματικές και παρουσιάζαν ελλείμματα, όπως, ενδεικτικά, α)η απαγόρευση ενημέρωσης του θιγέντος από το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, όταν το εν λόγω μέτρο είχε ληφθεί κατ’ επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας ή β) η έκδοση της διάταξης άρσης του απορρήτου από ένα μόνο εισαγγελικό λειτουργό εγκατεστημένο στην ΕΥΠ ή την ΔΑΕΕΒ.

Ωστόσο, οι βελτιώσεις που επέφερε ο νέος αυτός νόμος δεν ήταν ουσιώδεις. Συγκεκριμένα, και μεταξύ πολλών άλλων, στο άρθρο 4 παρ. 7 καθορίζεται η διαδικασία της εκ των υστέρων ενημέρωσης του θιγέντος της κατά το παρελθόν τυχόν επισυμβάσης άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Η αρμοδιότητα, όμως, αυτή αφαιρείται τελείως από την ΑΔΑΕ για πρώτη φορά ύστερα από 18 χρόνια και ανατίθεται σε τριμελές όργανο, το οποίο αποτελείται από α)τον Εισαγγελικό λειτουργό της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ (ανάλογα με το αν η διάταξη είχε εκδοθεί από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ), β) τον δεύτερο εισαγγελέα ο οποίος προσυπογράφει τη διάταξη και γ)τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Τούτο βρίσκεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία έχει κριθεί ότι η αρμοδιότητα της ενημέρωσης αυτής πρέπει να ανατίθεται σε μια ανεξάρτητη Αρχή και, σε κάθε περίπτωση, όχι σε ένα όργανο το οποίο αποτελείται κατά πλειοψηφία από τα όργανα τα οποία εξέδωσαν την απόφαση της «παρακολούθησης» (εν προκειμένω τους εισαγγελείς που εξέδωσαν την «πράξη» της «παρακολούθησης». Περαιτέρω, το χρονικό διάστημα των τριών ετών μετά την λήξη της άρσης του απορρήτου, που αποτελεί προϋπόθεση για να επιτραπεί η υποβολή σχετικής αίτησης και που προβλέπεται στην αυτή παράγραφο και άρθρο (άρθρο 4§7) του νόμου είναι υπερβολικά μακρύ και άνευ αποχρώντος λόγου μεγάλο. Δεν υπάρχει, πράγματι, καμία εξήγηση για ποιο λόγο, στην περίπτωση που έχει διαπιστωθεί ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός, για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν επιλέχθηκε η λύση να γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση η λήψη του μέτρου στον αιτούντα-θιγέντα.

Ο νέος αυτός νόμος εξακολουθεί, επίσης, (βλ. συναφώς άρθρο 4 §4) να μην συμπεριλαμβάνει στα στοιχεία, που περιέχονται στις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, την αιτιολογία λήψεως του μέτρου (η οποία θα μπορούσε βεβαίως να θεσπισθεί ως γενικώς απόρρητη, αλλά όχι απόρρητη απέναντι στην ΑΔΑΕ), σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης βαριών εγκλημάτων (Πρβλ. άρθρο 6 παρ.4).

Όμως, η αιτιολόγηση όλων των αποφάσεων των κρατικών οργάνων, ειδικότερα δε των δυσμενών για τους διοικουμένους, αποτελεί εγγενές στοιχείο των αρχών του κράτους δικαίου και του πολιτεύματος της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου, το οποίο ισχύει στην χώρα μας. Μέσω της αιτιολογίας και μόνο μπορεί να ελεγχθεί το κάθε κρατικό όργανο (είτε διοικητικό είτε δικαστικό) ως προς το εάν ενήργησε μέσα στο πλαίσιο του νόμου, εάν υπερέβη ή όχι τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, εάν ενήργησε αυθαιρέτως ή όχι, εάν προέβη σε κατάχρηση εξουσίας και, τέλος, εάν προέβη σε νόμιμες σταθμίσεις με βάση την κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας.

Επιπλέον μόνο μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας μπορεί, να επιτευχθεί η αναζήτηση λογοδοσίας του κάθε κρατικού οργάνου, που αποτελεί γενική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Περαιτέρω, για λόγους μεγαλύτερων εγγυήσεων θα έπρεπε η αρμοδιότητα αυτή της εκδόσεως των διατάξεων άρσης του απορρήτου να είχε ανατεθεί σε τριμελές δικαστικό συμβούλιο (όχι αποτελούμενο απαραίτητα από εισαγγελικούς λειτουργούς3) και να παύσει να ασκείται από ένα μονοπρόσωπο εισαγγελικό όργανο, στο οποίο προστίθεται και μάλιστα εκ των υστέρων ένα επίσης μονοπρόσωπο δεύτερο εισαγγελικό όργανο. Και τούτο, διότι είναι πασίδηλο ότι τα συλλογικά όργανα διαλέγονται μεταξύ τους· με τον δε διάλογο και την βάσανο των επιχειρημάτων δίδονται πάντα καλύτερες λύσεις και λαμβάνονται πιο ώριμες και ορθές αποφάσεις. Και αυτό είναι το ζητούμενο του συνταγματικού νομοθέτη για την συζητούμενη περίπτωση, που δεν είναι άλλο, επαναλαμβάνω, από την προάσπιση του ατομικού δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών με βάση μια ορθή στάθμιση μεταξύ αφενός της ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος (εθνική ασφάλεια) και της προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφετέρου, μέσω της ορθής εφαρμογής της ήδη αναφερθείσης αρχής της αναλογικότητας.

Επισημαίνονται, τέλος, οι προβληματικές με την έννοια ότι στερούνται της απαραίτητης σε κανονιστικό κείμενο -τέτοιας μάλιστα σημασίας και ευαισθησίας – διατάξεις του άρθρου 8 § 2 του νέου νόμου, οι οποίες δημιουργούν ερμηνευτικές δυσχέρειες, αλλά και δυσκολίες στην τήρηση εκ μέρους της Αρχής ενός αποτελεσματικού ηλεκτρονικού αρχείου, που θα της επιτρέψει να εκπληρώνει την συνταγματική της αποστολή, χωρίς να είναι αναγκασμένη να προσφεύγει στα αντίστοιχα αρχεία των ελεγχόμενων από αυτήν παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και να εξαρτάται από αυτά, χωρίς δυνατότητα διασταύρωσης. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να γίνουν λεπτομερειακές αναφορές επί του θέματος αυτού, ούτε για να γίνει εκτενής μνεία στην υπέρμετρη καθυστέρηση που έχει επιδείξει η Ελληνική Πολιτεία στην έκδοση της απαραίτητης για την έναρξη της λειτουργίας ενός σύγχρονου ηλεκτρονικού αρχείου κοινής υπουργικής απόφασης, που θα περιέχει τις σχετικές τεχνικές λεπτομέρειες. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης πρωτοπροβλέφθηκε στο άρθρο 5 § 12 του ν. 2225/1994 (με τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 37 παρ. 2 Ν.4786/2021,ΦΕΚ Α 43/23.3.2021)4.

Πέραν των προηγηθέντων, άλλη μια σημαντική για την Αρχή εξέλιξη κατά το διαρρεύσαν έτος υπήρξε η ψήφιση από την Ολομέλεια της του νέου εσωτερικού οργανισμού της (απόφαση επικύρωσης της 1553/9.6.2022, ΦΕΚ 3030/17.6.2022/τ.Β’). Είναι η πρώτη φορά που η ίδια η Αρχή, η οποία γνωρίζει η ίδια καλύτερα τις ανάγκες της, κατήρτισε τον Οργανισμό Λειτουργίας της και τούτο κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 20 παρ. 1-3 και 5 του ν. 4622/2019. Με τον Οργανισμό αυτό καταργήθηκε ο προϊσχύσας, ο οποίος ήταν διοικητική πράξη οργάνου της Ελληνικής Πολιτείας που είχε περιβληθεί τον τύπο του προεδρικού διατάγματος (π.δ/μα 40/2005, ΦΕΚ 59Α΄).

Τέλος, κατά το επισκοπούμενο έτος στελεχώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της Αρχής το Αυτοτελές Τμήμα Ελέγχου Άρσης του Απορρήτου με δικό του προσωπικό. Πρόκειται για οργανική μονάδα της Αρχής με μεγάλη στρατηγική σημασία, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις στον τομέα των υποκλοπών5 κατά το αυτό έτος.

Προλογίζοντας την Έκθεση Πεπραγμένων του προηγουμένου έτους (2021) ο υπογράφων και τον παρόντα πρόλογο είχε αναφερθεί σε μια επιστημονική μελέτη, που είχε δημοσιεύσει το 1995 στο Νομικό Βήμα6 ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Τσακυράκης και της οποίας τίτλος ήταν ένα προκλητικό και ανησυχητικό ερώτημα «Το απόρρητο της επικοινωνίας- απόλυτα απαραβίαστο ή ευχή της έννομης τάξης;». Στη μελέτη αυτή ο Τσακυράκης σημείωνε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Το τρομερό που συμβαίνει στη χώρα μας είναι η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται μια σοβαρή απειλή για τα δικαιώματα του ατόμου και ο εθισμός της κοινής γνώμης στην πρακτική της υποκλοπής ιδιωτικών συνομιλιών».

Ο υπογράφων τον παρόντα πρόλογο είχε τότε αναρωτηθεί με βάση την μελέτη αυτή, αν εξακολουθούσαν να τα ισχύουν τα ίδια ερωτήματα που βασάνιζαν τον συγγραφέα της 26 χρόνια μετά τη συγγραφή της. Ήδη μετά την πάροδο ενός ακόμη έτους και 27 (ήδη) ετών μετά την μελέτη, δεν μπορεί κανείς- και πάντως δεν μπορεί ο υπογράφων- να βεβαιώσει ότι στην σύγχρονη Ελλάδα του 2023, μετά και τις δυσάρεστες και θλιβερές εμπειρίες του έτους 2022, το απόρρητο των επικοινωνιών είναι απόλυτα απαραβίαστο και δεν συνιστά ακόμη μια απλή ευχή του συνταγματικού νομοθέτη.

Το μόνο το οποίο θέλει, μπορεί και επιβάλλεται ο υπογράφων να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του παρόντος κειμένου είναι, ότι τόσο η ΑΔΑΕ, όσο και ο ίδιος θα εξακολουθήσουν και κατά το έτος 2023 να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην μείνει ποτέ το άρθρο 19 του Συντάγματος απλό ευχολόγιο.

*Το κείμενο αυτό εκφράζει τις απόψεις του Προέδρου της Αρχής

Χρήστος Ράμμος

antitheto.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις