«Τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου».
Με το σκεπτικό αυτό ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης επιτηδευματία κατηγορούμενου για μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο και τον κήρυξε αθώο καθώς με την εφαρμογή του νέου ποινικού κώδικα η πράξη καθίσταται ανέγκλητη αφού οι οφειλές που περιλαμβάνονταν στον πίνακα χρεών δεν ξεπερνούσαν (αφαιρουμένων των οφειλών που τυποποιούνται στο αρ 66 ΚΦΔ) το όριο των 100.000 € που απαιτεί το άρθρο 25 του Ν 1882/1990 για να είναι η πράξη αξιόποινη.
Σύμφωνα με την απόφαση τα χρέη αυτά (αρ 66 ΚΦΔ) δεν μπορούν να εκτιμώνται (συμπεριλαμβάνονται ως στοιχεία) για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν 1882/1990 ως ισχύει ανεξαρτήτως του ύψους τους, ήτοι ανεξαρτήτως εάν αυτά λόγω ποσού τυποποιούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής ή εάν δύναται να κινηθεί ή όχι για αυτά ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή
Πρόκειται για την απόφαση 828/2020 του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στην οποία γίνεται επίκληση του νόμου που ορίζει ότι: «αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος». Στον εν λόγω αναιρεσίοντα κατηγορούμενο είναι ευμενέστερος ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη.
Αίρεται η διχογνωμία θεωρητικών και δικαστηρίων
ο Άρειος Πάγος με την παρούσα απόφαση επιλύει νομοθετικά ένα μείζον ζήτημα των ταυτόχρονων διώξεων και ταυτόχρονων καταδικών για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Με την διάταξη του άρθρου 469 ΠΚ δυνάμει του οποίου προστέθηκε το εδ.γ στην παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν 1882/1990 με το οποίο ορίζεται ότι «Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.», επιλύθηκε νομοθετικά το μείζον ζήτημα που απασχολούσε συστηματικά τα ποινικά δικαστήρια, με την ύπαρξη ταυτόχρονων διώξεων και ταυτόχρονων συχνά ποινικών καταδικών του ίδιου δράστη αφ’ ενός μεν για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ αφ’ ετέρου, δε, για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 Ν 1882/1990, αμφότερα εδραζόμενα στα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά.
Η ίδια, λοιπόν, φορολογική παράβαση τελούμενη από τον ίδιο δράστη αντιμετωπίζονταν ποινικά με παραπάνω από μια νομοτυπικές μορφές (φοροδιαφυγή και μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο), σε πλήρη καταστρατήγηση της γενικής αρχής ne bis in idem που διέπει το ποινικό δίκαιο και κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, παρά τις έντονες αντιδράσεις των θεωρητικών του ποινικού δικαίου.
Την μακρόχρονη αυτή διχογνωμία μεταξύ των θεωρητικών του ποινικού δικαίου και της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων επέλυσε η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 469ΠΚ όπου σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ «Με τη μεταβατική αυτή διάταξη … θεραπεύεται επίσης το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιοποίνων φορολογικών παραβάσεων και τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή επιδιωχθέν προϊόν αυτών αποκλείονται από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε ότι το Δημόσιο χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ταμειακής βεβαιώσεως για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε ως συνέπεια του φορολογικού αδικήματος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές …».
Η απόφαση του Αρείου Πάγου
Με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό και η προκείμενη απόφαση του ΑΠ όπου αφού έκρινε το αδίκημα της μη καταβολής περισσοτέρων χρεών προς το Δημόσιο ως μη τελούμενο κατ’ εξακολούθηση αλλά ως στιγμιαίο έγκλημα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών- ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος και αφού έκρινε ως ευμενέστερη την διάταξη του 469 ΠΚ δυνάμει της οποίας «…τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ………, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος..» έκανε δεκτή την ασκηθείσα αναίρεση , και απήλλαξε τον κατηγορούμενο καθόσον η πράξη πλέον ήτο ανέγκλητη καθώς οι οφειλές που περιλαμβάνονταν στον πίνακα χρεών δεν ξεπερνούσαν (αφαιρουμένων των οφειλών που τυποποιούνται στο αρ 66 ΚΦΔ) το όριο των 100.000 € που απαιτεί το άρθρο 25 του Ν 1882/1990 για να είναι η πράξη αξιόποινη.
Μάλιστα, – όπως έκρινε ο ΑΠ – τα χρέη αυτά (αρ 66 ΚΦΔ) δεν μπορούν να εκτιμώνται (συμπεριλαμβάνονται ως στοιχεία) για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν 1882/1990 ως ισχύει ανεξαρτήτως του ύψους τους, ήτοι ανεξαρτήτως εάν αυτά λόγω ποσού τυποποιούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής ή εάν δύναται να κινηθεί ή όχι για αυτά ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή».
πηγή:dikastiko.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις