Ο Βασίλης Καμπίτης, ιδιοκτήτης της πασίγνωστης ταβέρνας «Ηλίας» στο Σούνιο περιγράφει στο ΘΕΜΑ καρέ-καρέ την κινηματογραφική επίθεση σε βάρος του
Ηταν μεσάνυχτα Κυριακής. Ο ιδιοκτήτης της πασίγνωστης ταβέρνας «Ηλίας», κάτω από τον επιβλητικό Ναό του Ποσειδώνα, επιστρέφει στο σπίτι του μετά από ένα κουραστικό και έντονο τριήμερο. Τρεις κουκουλοφόροι με όπλα που, όπως φαίνεται γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, πετάγονται μπροστά του, ορμάνε καταπάνω του, τον σέρνουν μέσα, τον ακινητοποιούν σε μια καρέκλα και, αφού πρώτα τον κουκουλώνουν με μια πετσέτα, του αρπάζουν 50.000 ευρώ, 50 λίρες χρυσές και κοσμήματα. Ο 76χρονος Βασίλης Καμπίτης, συγκλονισμένος από την κινηματογραφική επίθεση σε βάρος του, μιλάει στο «ΘΕΜΑ» και ξεδιπλώνει το σκηνικό του τρόμου. «Δεν θέλω να θυμάμαι όσα έζησα. Εγινε ό,τι έγινε κι εγώ ξεμπέρδεψα με αυτά. Το μόνο που θέλω είναι η ησυχία μου. Και στην υγεία μου ήμουν όπως ήμουν. Δεν έχω πάθει τίποτα. Το μόνο που έχω είναι μια γρατσουνιά στο πρόσωπό μου την οποία ενδεχομένως την έκανα εγώ πάνω στη σύγχυση. Αλλά αυτό πέρασε…», λέει.
Μόλις έχει βγει από το μέγαρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στα κεντρικά της Ασφάλειας, όπου έδινε για ώρα ακόμη μία κατάθεση και επιστρέφει στην πολυτελή μονοκατοικία του στη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου.
Οι αξιωματικοί της Ασφάλειας είναι πεπεισμένοι ότι έχουν να κάνουν με μια σκληρή συμμορία Γεωργιανών ληστών που ζουν χρόνια στην Ελλάδα, έχουν κάνει περάσματα από τις φυλακές και έχουν αποκτήσει ειδίκευση στις κινηματογραφικές αρπαγές και επιθέσεις. Σίγουρα λένε, πριν του στήσουν καρτέρι, φρόντισαν να μάθουν τα οικονομικά του, τις αδυναμίες του και το πρόγραμμά του: πότε φεύγει από το σπίτι, ποιο δρομολόγιο ακολουθεί, πότε επιστρέφει.
«Με σκεπάσανε με μια πετσέτα»
Στα 76 του χρόνια ο κ. Καμπίτης έζησε την πιο άγρια και σκληρή μορφή της σύγχρονης εγκληματικότητας. Ο ίδιος, συνεχιστής μιας παραδοσιακής οικογενειακής επιχείρησης που δημιούργησε ο θείος του Ηλίας πριν από 65 χρόνια στο λιμάνι του Σουνίου, δεν φαντάστηκε ποτέ ότι μια φθινοπωρινή βραδιά επιστρέφοντας σπίτι του θα βίωνε τον απόλυτο τρόμο. Η ταβέρνα που δημιουργήθηκε κάτω από τον Ναό του Ποσειδώνα για τις ανάγκες της εποχής, καθώς έδεναν καΐκια για να προστατευτούν από τον καιρό του Κάβο Ντ’Ορο και οι ναυτικοί έπρεπε να φάνε, σήμερα αποτελεί μία από τις πιο γνωστές των νοτίων προαστίων και από τα τραπέζια της έχει περάσει πλήθος επώνυμων Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.
Το βράδυ της περασμένης Κυριακής αφού ο ηλικιωμένος έκλεισε το κατάστημά του επέστρεψε στο σπίτι του, μια μονοκατοικία όπου μένει μαζί με την 67χρονη Γεωργιανη οικιακή βοηθό και οικονόμο. Το τρίο των ληστών με τις κουκούλες και τα γάντια είχε στήσει καρτέρι και τον περίμενε να φανεί. Ηταν μεσάνυχτα και στην περιοχή επικρατούσε ερημία και απόλυτη ησυχία. «Δεν με χτύπησαν. Δεν έχω χτυπήσει πουθενά. Είμαι ατόφιος! Ορμησαν πάνω μου, με τρομάξανε, έβαλα τις φωνές και μου είπαν “Μη φωνάζεις! Kάτσε φρόνιμα… Δεν θα σου κάνουμε τίποτα αν κάτσεις φρόνιμα και δεν φωνάζεις”» αναφέρει ο 76χρονος και αμέσως συμπληρώνει «έχω μια γρατσουνιά στο πρόσωπό μου. Πήγα να απομακρύνω τα χέρια τους και έκανα μια γρατσουνιά στο πρόσωπο».
Τα όσα ακολούθησαν είναι εφιαλτικά… Μόλις ο 76χρονος γύρισε το κλειδί και μπήκε με τους ληστές μέσα στην πολυτελή κατοικία «με βάλανε σε μια καρέκλα και μου είπαν να μη φωνάζω. Με κάτσανε σε μια καρέκλα και με σκεπάσανε με μια πετσέτα. Αυτό μου έκαναν. Μου βάλανε μια πετσέτα στο κεφάλι για να μη βλέπω ποιος είναι ποιος. Και τελείωσε…», λέει. Οι δράστες ακινητοποίησαν και την οικιακή βοηθό. Οπως λέει, δεν τη χτύπησαν αλλά της ζήτησαν να μην αντιδράσει. «Και σε εκείνη δεν έκαναν τίποτα. Μάλιστα, δεν φοβήθηκε καθόλου. Αν και της έβαλαν το περίστροφο -που νομίζει ότι ήταν περίστροφο γιατί μπορεί και να μην ήταν- στο πρόσωπο και της είπαν “Αν δεν μας πεις πού είναι τα ρολόγια θα σου κάνουμε ζημιά!” κι αυτή είπε που ήταν τα ρολόγια και πήγαν και τα πήρανε κι εκεί τελείωσε η υπόθεση και έφυγαν», περιγράφει το θύμα των ληστών.
Το τρίο των κακοποιών παρέμεινε περίπου 15 λεπτά. «Δεκαπέντε με είκοσι λεπτά. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτεσαι την ώρα. Δεν σκέπτεσαι τίποτα» λέει ο κ. Καμπίτης. Οι δράστες μιλούσαν ελληνικά. Στον ίδιο και την οικιακή βοηθό. Ωστόσο μεταξύ τους δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Μετά την κινηματογραφική μπούκα στη μονοκατοικία του Σουνίου και αφού ακινητοποίησαν τα θύματά τους, ακροβολίστηκαν και άρχισαν να κάνουν φύλλο και φτερό τους χώρους για να βρουν τον «θησαυρό». «Μεταξύ τους δεν μιλούσαν γιατί δεν ήταν μαζί. Μπήκαν το σπίτι και κινήθηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ευτυχώς δεν έκαναν ζημιές. Καμία ζημιά. Ούτε μια γρατσουνιά… Μου πήραν κάποια πράγματα και τελείωσε η υπόθεση». Ο κ. Καμπίτης αναφερόμενος στην οικιακή βοηθό εξηγεί ότι «η κυρία που έχω είναι αλλοδαπή, από τη Γεωργία. Είναι μια μεγάλη γυναίκα 65 ετών, μια σωστή γυναίκα και την έχω 17 χρόνια στο σπίτι μου. Την είχα προσλάβει για τη μητέρα μου. Η μητέρα μου την είχε κοντά της 11 χρόνια και έζησε 11 χρόνια παραπάνω εξαιτίας αυτής της γυναίκας. Εγώ είμαι χήρος. Η σύζυγος μου απεβίωσε πριν από τέσσερα χρόνια» λέει και βιάζεται να κλείσει το τηλέφωνο. «Τώρα φεύγω από την Αστυνομία (σ.σ.: είναι μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου). Είμαι στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και φεύγω. Εδωσα κατάθεση και επιστρέφω στο σπίτι μου. Είμαι καλά. Ολα τελείωσαν».
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις