Ένα από τα κύρια επιχειρήματα που μπορεί να προτάξει κανείς για να εξηγήσει ορισμένα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στο ελληνικό πλαίσιο είναι πρώτα η έννοια του συστήματος κόμματος του καρτέλ (μια έννοια που εισήγαγε ο Richard και ο Mair) και δεύτερον το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα μια αδύναμη κοινωνία των πολιτών αντιμετωπίζει ένα αδύναμο κράτος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας δεν αναδύονται ως εκφράσεις των αναγκών της κοινωνίας των πολιτών. Αλλά πρέπει να πούμε ότι όταν μιλάμε για κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι πολλά προβλήματα που προκύπτουν στην ανάπτυξη της επηρεάζονται από τα χαρακτηριστικά του «συστήματος κομματικών καρτέλ». Δεν θα επεξεργαστούμε στην παρούσα εργασία περισσότερο αυτήν την έννοια, αλλά επισημαίνω ότι το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος είναι ότι το κράτος παύει να εκπροσωπεί την κοινωνία και γίνεται εργαλείο για την αναπαραγωγή του κομματικού συστήματος. Μερικές από τις συνέπειες που μας ενδιαφέρουν εδώ είναι η έλλειψη, εκ μέρους του κράτους, μακροπρόθεσμου προγραμματισμού, αδιαφορίας για αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών, αδιαφορία μέτρησης του κοινωνικού αντίκτυπου των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Το κεντρικό χαρακτηριστικό όλων των πολιτικών είναι προσανατολισμένο στην αναπαραγωγή της εξουσίας του κόμματος και όχι για το συμφέρον της κοινωνίας (αν και μερικές φορές ικανοποιεί τις ανάγκες του). Κατά συνέπεια, η διαφθορά και ο πελατισμός είναι ανεξέλεγκτα, καθώς και η απουσία του κράτους δικαίου, ή μάλλον, μια χαλαρή εφαρμογή των νόμων.
Θα πρέπει εδώ να επισημανθούν ορισμένα κοινά πρότυπα που επηρεάζουν και τα δύο την ανάπτυξη των συνεταιρισμών στην Ελλάδα καθώς και τις νέες αναδυόμενες μορφές κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Πρώτον, το γεγονός ότι ο πολλαπλασιασμός των παραγόντων της κοινωνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών του κράτους στον τομέα. Για παράδειγμα, είναι καλά τεκμηριωμένο ότι, το 1915, η πρωτοβουλία για την ανάπτυξη αγροτικών συνεταιρισμών οφείλεται κυρίως στην επιμονή τριών διανοούμενων που δημιούργησαν έναν συνεταιρισμό. Στη συνέχεια ακολούθησαν έναν «φωτισμένο» γενικό γραμματέα του σχετικού υπουργείου, ο οποίος προώθησε την εισαγωγή ενός συνεταιριστικού νόμου. Έτσι, οι συνεταιρισμοί στην Ελλάδα εμφανίστηκαν όχι ως ώριμη απαίτηση των αγροτών ή από ένα αγροτικό κίνημα αλλά ως έκφραση της επιθυμίας της κυβέρνησης να δημιουργήσει νέα μέσα για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των γεωργικών πολιτικών. Ακόμα και το γεγονός ότι ο νόμος έγινε αντιληπτός από τους αγρότες δεν οφείλεται σε «συνεργατικό» πνεύμα. Ένας, μεταξύ πολλών, παράγοντας ήταν ότι αυτή η συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης παρείχε ένα εύχρηστο μέσο για δάνεια (Patronis, 2004; Kappogianis, 2009). Φυσικά, υπήρχαν και άλλα κίνητρα, όπως η καταπολέμηση της τοκογλυφίας που ήταν διαδεδομένη στις αγροτικές περιοχές, η παροχή φθηνότερων λιπασμάτων και σπόρων για τους αγρότες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, διεκδικούν δεσπόζουσα θέση σε ορισμένες αγορές γεωργικών προϊόντων.
Η ιστορία των συνεταιρισμών στην Ελλάδα μας διδάσκει ένα άλλο μάθημα. Η συνεχής και σταθερή παρέμβαση του συστήματος των κομματικών καρτέλ οδήγησε στην πτώχευσή τους, με δεκάδες νομοθετικές παρεμβάσεις που προσανατολίζονται στον έλεγχο της λειτουργίας και της ηγεσίας τους.
Το ίδιο μοτίβο, δηλαδή ότι μετά την καθιέρωση ενός νόμου έχουμε μια άνθηση σε ορισμένες νομικές μορφές των οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας, μπορεί να εντοπιστεί και στην περίπτωση των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Ας επικεντρώσουμε όμως εδώ την προσοχή μας σε μια προσεκτική σημείωση από μια έκθεση UNRISD, αλλά και από τον εκπρόσωπο της ΔΟΕ. Δηλαδή «μια ξαφνική έκρηξη του σχηματισμού SSE (Social and Solidarity Economy) ως απάντηση στην υπόσχεση για κίνητρα ή κανονισμούς συχνά οδηγεί σε οργανισμούς που υπάρχουν περισσότερο στα χαρτιά παρά στην πράξη» και είναι μια πρόκληση μιας μάλλον εύθραυστης ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.
Στην περίπτωση των κοινωνικών επιχειρήσεων, πολλοί είναι οι ερευνητές που τονίζουν το γεγονός ότι η δραστηριότητα σχετικά με την κοινωνική επιχειρηματικότητα οφείλει πολύ περισσότερα στα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία παρά στις ενδογενείς συλλογικές πρωτοβουλίες. (Ζιώμας, 2002; Κετσεζοπούλου, 2010; Χρυσάκης, 2002).
Αλλά ας δούμε τις ιστορικές εξελίξεις. Αρχικά ήταν η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία αποϊδρυματοποίησης της ψυχικής υγείας, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία των κοινωνικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης, των πρώτων κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ο νόμος 2716/1999, παρείχε το χώρο για τη δημιουργία της πρώτης μορφής κοινωνικής επιχείρησης στην Ελλάδα. Το όνομα του: KOIΣΠΕ. Αυτή η πρωτοβουλία μαζί με την εφαρμογή της πρωτοβουλίας ισότητας δημιούργησαν μια ομάδα υποστηρικτών για την προώθηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Η ομάδα απαρτιζόταν από ερευνητές, υπαλλήλους διαρθρωτικών ταμείων και απόφοιτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης που εργάστηκαν στο Υπουργείο Εργασίας. Και, η ειρωνεία της ιστορίας, το 2004, ήταν και πάλι ένας «φωτισμένος» Γενικός Γραμματέας, που παρείχε το πράσινο φως προκειμένου η προώθηση της κοινωνικής οικονομίας να γίνει κρατική πολιτική.
Φυσικά στην Ελλάδα απαιτείται χρόνος για να ξεκινήσει μια δηλωμένη πολιτική. Για να εισαχθεί ο νόμος 4019/2011, χρειάστηκαν δεκάδες παρεμβάσεις από αξιωματικούς της Επιτροπής, δεκάδες ελληνικές μελέτες και εργαλεία κοινωνικής οικονομίας που χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από την πρωτοβουλία Equal, παρεμβάσεις από υπαλλήλους του υπουργείου και πρόβλεψη για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής οικονομίας τα διαρθρωτικά ταμεία για την περίοδο 2007-2014.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η εισαγωγή του νόμου 4019/2011 ήταν ο κρίσιμος παράγοντας για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα (Nasioulas 2016; Geormas, 2016). Στην επεξηγηματική του δήλωση ο νόμος δήλωσε ότι οι στόχοι του ήταν (Kassavetis, 2013):
α) Δημιουργία νέας απασχόλησης και παροχή ένταξης στην αγορά εργασίας για ευάλωτες ομάδες.
β) Προώθηση της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών, ιδίως μέσω της ενίσχυσης της κοινωνικής και αλληλεγγύης οικονομίας και της κοινωνικής καινοτομίας.
γ) Η προώθηση της τοπικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής
Ο νόμος 4019/2011 είχε τα ακόλουθα αποτελέσματα σχετικά με την κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα. Πρώτα απ ‘όλα, εισήγαγε σε ένα ευρύτερο κοινό την έννοια της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, βοηθώντας έτσι την προβολή του τομέα και αυξάνοντας την ευαισθητοποίηση για την ταυτότητα του τομέα. Εισήγαγε μια νέα μορφή για την κοινωνική επιχειρηματικότητα, την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (KOINΣΕΠ). Μετά την εισαγωγή του νόμου πραγματοποιήθηκαν εκατοντάδες σεμινάρια, συνέδρια, συζητήσεις και συναντήσεις, δημιουργώντας έτσι μια δημόσια σφαίρα όπου συζητήθηκαν, επεξεργάστηκαν και εξηγήθηκαν θέματα που αφορούν την κοινωνική οικονομία και την κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Ένα άλλο κρίσιμο αποτέλεσμα του νόμου ήταν η δημιουργία του μητρώου κοινωνικής οικονομίας και η εγγραφή περισσότερων από χίλιων κοινωνικών επιχειρήσεων σε αυτό. Αυτό, στην πράξη, σήμαινε ότι περισσότεροι από επτά χιλιάδες άνθρωποι εξοικειώθηκαν με την κοινωνική οικονομία, καθώς και με τη διαδικασία ίδρυσης και σε ορισμένες περιπτώσεις διαχειρίζονται μια κοινωνική επιχείρηση. Έτσι, η παροχή μιας μορφής κοινωνικής οικονομίας, της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης (KOINΣΕΠ), φαίνεται ότι βοήθησε εξαιρετικά τους ανθρώπους που είχαν μερίδιο στην κοινωνική οικονομία, να αναλάβουν την πρωτοβουλία και να σχηματίσουν κοινωνικές επιχειρήσεις. Είναι όπως ο νόμος παρείχε στην κοινωνία των πολιτών ένα σχέδιο δράσης.
Ένα τέταρτο αποτέλεσμα έχει να κάνει με επιτόπια αποτελέσματα. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων μπορεί να είναι εξαιρετικός, αλλά πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις είτε ήταν ανενεργές σύντομα.
Επιπλέον, ορισμένοι συγγραφείς τονίζουν το γεγονός ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις που έχουν δημιουργηθεί εμπίπτουν στην κατηγορία της επιχειρηματικότητας λόγω ανάγκης και δεν ανήκουν στην καινοτόμο κοινωνική επιχειρηματικότητα (Geormas 2016; Glaveli & Geormas 2018). Ο Nasioulas επισημαίνει ότι ο κοινωνικός αντίκτυπος του KOINΣΕΠ που διαμορφώθηκε ήταν πενιχρός (Nasioulas, 2016; Nasioulas, 2013) και ότι η δημιουργία τους υποκινήθηκε από την ιδέα που καλλιεργήθηκε για εύκολη πρόσβαση στα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία. Επιπλέον, δύο άλλες εκθέσεις, μία εκ των οποίων διεξήχθη από το British Council και η δεύτερη στο πλαίσιο έρευνας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, διαπίστωσαν και οι δύο ότι το 80% των ερωτηθέντων δήλωσαν ως το κύριο κίνητρό τους για να πάρουν το KOINΣΕΠ ως μέσο επιχείρησης για να βρουν απασχόληση για τον εαυτό τους (Aristoteleio, 2015, 2017).
Επιπλέον, τα δεδομένα από το μητρώο δείχνουν μεγάλη διαφορά όσον αφορά τα πεδία που είναι ενεργά στο KOINΣΕΠ σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή εμπειρία. Ένα παράδειγμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι παρόλο που η βούληση του νομοθέτη ήταν η ενεργοποίηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στον τομέα της κοινωνικής ένταξης, μόνο λίγες τέτοιες KOINΣΕΠ έχουν δημιουργηθεί από το 2012 έως σήμερα. Δυστυχώς δεν έχει γίνει έρευνα για να μελετηθούν οι λόγοι. Ωστόσο, η προσωπική άποψη του εκπονητή της παρούσας εργασίας είναι πως υπάρχουν 4 πολύ συγκεκριμένοι λόγοι. Πρώτον, σχηματίζοντας μια κοινωνική ένταξη, το KOINΣΕΠ χρειάζεται περισσότερα κοινωνικά κίνητρα, πάθος και προσωπική αφοσίωση σε ένα κοινό κοινωνικό όραμα, από τα άλλα είδη KOINΣΕΠ. Και αυτά τα χαρακτηριστικά λείπουν, ή, για να είναι πιο ακριβή, μπορούν να βρεθούν σε χαμηλές ποσότητες, στον τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Δεύτερον, η δημιουργία μιας κοινωνικής ένταξης KOINΣΕΠ χρειάζεται περισσότερες οργανωτικές δεξιότητες σε σύγκριση με ένα KOINΣΕΠ που ενεργοποιείται, για παράδειγμα, ως κοινωνικό μανάβικο. Τρίτον, και παραδόξως, δεν υπήρξαν ειδικά προγράμματα για την προώθηση της ένταξης KOINΣΕΠ, και αυτό δείχνει, ότι από κυβερνητική σκοπιά, τα κοινωνικά έντυπα KOINΣΕΠ δεν έχουν θεωρηθεί ως προτεραιότητα πολιτικής. Τέταρτον, ο τομέας των οργανώσεων αναπηρίας είναι δύσπιστος για το πώς θα αντιμετωπιστεί η κοινωνική επιχειρηματικότητα από διαδοχικές κυβερνήσεις και, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, σωστό ήταν αυτό. Το γεγονός ότι ο νόμος άλλαξε μετά από τέσσερα χρόνια εφαρμογής και ότι υπάρχουν συζητήσεις για την τροποποίηση του νέου νόμου, μετά από δύο χρόνια εφαρμογής, δεν προβλέπει ένα σταθερό νομικό περιβάλλον που χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι.
Ας δούμε την κριτική που απευθύνεται στον προηγούμενο νόμο 4019/2011. Πρώτον, υπάρχει μια κριτική ότι ο νόμος δεν ορίζει την κοινωνική επιχειρηματικότητα και ότι η έννοια της κοινωνικής οικονομίας συσχετίστηκε με την έννοια της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, συνδυάζοντας έτσι άλλες μορφές φορέων της κοινωνικής οικονομίας στο KOINΣΕΠ. Δεύτερον, υποστηρίζεται ότι ο νόμος είχε τομεακή προσέγγιση με την έννοια ότι επικεντρώθηκε στην προώθηση της απασχόλησης. Τέλος, η αγαπημένη προώθηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας ήταν στους τομείς της κοινωνικής ένταξης των ευάλωτων ατόμων, της κοινωνικής μέριμνας και της τοπικής ανάπτυξης και δεν παρουσίαζε ένα συνεκτικό εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο για όλους τους τομείς της οικονομίας.
Δεύτερον, αν και είναι αλήθεια ότι ένας καλά αρθρωτός ορισμός της κοινωνικής επιχειρηματικότητας δεν αναφέρθηκε στο νόμο και ότι η κοινωνική επιχειρηματικότητα συνδυάστηκε με τον όρο των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων, όλα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής επιχειρηματικότητας παρουσιάστηκαν τόσο στην περίπτωση των κοινωνικών επιχειρήσεων, καθώς και στην περίπτωση παρουσίασης των κριτηρίων προκειμένου οι άλλοι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας να συμπεριληφθούν στο μητρώο κοινωνικής οικονομίας.
Τρίτον, ο νόμος δεν είχε σε καμία περίπτωση τομεακή προσέγγιση, διότι το KOINΣΕΠ μπόρεσε να ενεργοποιηθεί, κυριολεκτικά, σε κάθε οικονομικό τομέα. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνική ένταξη και η κοινωνική μέριμνα αναφέρθηκαν συγκεκριμένα, αλλά δεν δόθηκαν ειδικά κίνητρα για την ανάπτυξη αυτών των τομέων.
Πιστεύω ότι κάθε άτομο που στέκεται κριτικά απέναντι στο νόμο θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη και άλλα ζητήματα, τα οποία δευτερευόντως είχαν να κάνουν με τον ίδιο τον νόμο. Και αυτά τα ζητήματα είχαν να κάνουν με τη δημιουργία του Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας στην αρχή, το οποίο παρόλο που αναφέρεται στον νόμο, η τότε αλλαγή του υπουργού ακύρωσε το θεσμό του.
Δεύτερον, υπάρχουν τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση του πεδίου και την καλλιέργεια της ηθικής της συνεργασίας. Και, τρίτον, το πιο κρίσιμο από το γεγονός ότι ο νόμος δεν εφαρμόστηκε αυστηρά.
Το 2016, θεσπίστηκε ο νόμος 4430/2016 για την κοινωνική και αλληλεγγύη οικονομία. Οι λόγοι για την εισαγωγή του, όπως αναφέρθηκαν στην επεξηγηματική δήλωση του νόμου, ήταν να καθοριστεί ο τομέας με πιο κατάλληλο και σωστό τρόπο, να διευρυνθεί το πεδίο της κοινωνικής οικονομίας πέρα από την κοινωνική μέριμνα και ένταξη, να καταστεί ορατό ότι το KOINΣΕΠ ήταν απλά μια μορφή οικονομίας κοινωνικής και αλληλεγγύης και όχι της μορφής, και για να παρουσιάσουμε μια νέα νομική οντότητα, τους εργατικούς συνεταιρισμούς.
Η επεξηγηματική δήλωση χρησιμοποίησε ισχυρές δηλώσεις όπως ότι ο νόμος θα παρέχει τη δυνατότητα για την παραγωγική, κοινωνική και οικολογική ανοικοδόμηση και θα αναβαθμίσει τη θέση των εργαζομένων στο ελληνικό πλαίσιο. Επιπλέον, ο νόμος τονίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός ευνοϊκού οικοσυστήματος για την κοινωνική και αλληλεγγύη οικονομία. Ο νόμος είχε τη φιλοδοξία να λειτουργήσει ως νομικό πλαίσιο για όλους τους παράγοντες της κοινωνίας και της οικονομίας της αλληλεγγύης.
Σε ορισμένα σημεία ο νέος νόμος φαίνεται να δείχνει ανησυχία. Ειδικά όταν τονίζει πράγματα όπως η κοινωνία και η οικονομία αλληλεγγύης είναι το εναλλακτικό μοντέλο για να κάνουμε πράγματα. Δεν θα σχολιάσω εκτενώς αυτό, απλώς αναφέρω το σύνθημα του Χένρι Χάγκεν ότι «Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις χτίζουν έναν καλύτερο κόσμο, αλλά οι συνεταιρισμοί δεν μπορούν –και δεν πρέπει– να σώσουν τον κόσμο» (ΔΟΕ, 2012). Ο φόβος μου είναι ότι η υπερβολική επιβάρυνση του τομέα μπορεί να οδηγήσει στην έκρηξή του.
Θα παραμείνω σε μια πτυχή του νόμου που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι αλήθεια ότι ο νόμος έλαβε υπόψη πολλά από τα θέματα που αναφέρθηκαν ως προβλήματα για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα. Ο νόμος έχει διατάξεις σχετικά με τη λογοδοσία και τη ρύθμιση των οργανώσεων της κοινωνίας και της αλληλεγγύης. Δημιουργείται μια νέα μονάδα για την αντιμετώπιση της λογοδοσίας και της επιβολής του νόμου. Ανακοινώνει ένα νομικό πλαίσιο για τους εθελοντές, ένα θέμα που πολλοί υποπτεύονται ως άτυπη εργασία στην περίπτωση της Ελλάδας. Επαναλαμβάνει την ανάγκη για ένα ταμείο κοινωνικής οικονομίας και, γενικά, έχει μια γενική προοπτική για τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού οικοσυστήματος για την κοινωνική και αλληλεγγύη οικονομία.
Υπάρχει όμως μια αντίφαση αν λάβουμε υπόψη αυτό που έχει επισημάνει ο Munkner, δηλαδή το γεγονός ότι το δίκαιο της οργάνωσης πρέπει να είναι σταθερό, αξιόπιστο και διαρκές (Munkner, 2005). Υπό αυτήν την έννοια, είναι θετικό ότι η μορφή του KOINΣΕΠ διατηρείται στο νέο νόμο, ωστόσο υπάρχει ένα πρόβλημα ότι ένας νόμος άλλαξε μετά από τέσσερα χρόνια εφαρμογής.
Και τώρα ας αναφερθούμε στο ζήτημα της ταυτότητας του τομέα.
Πολλοί είναι οι Έλληνες μελετητές που επισημαίνουν επίσης ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ενίσχυση της συλλογικότητας και της συνεργατικής συνείδησης. (Ziomas, 2104; Geormas, 2014). Γιατί, μια σημαντική αδυναμία του τομέα κοινωνικής και αλληλεγγύης στην Ελλάδα είναι η χαμηλή συνεργατική ταυτότητα των ατόμων που συμμετέχουν στους οργανισμούς κοινωνικής αλληλεγγύης. Και, δυστυχώς, ο νόμος δεν επιλύει τέτοια ζητήματα. Πιστεύω ότι, σε αντίθεση με αυτό που προτείνει μια έκθεση της ΔΟΕ για την περίπτωση της Ελλάδας, ο αριθμός των μελών πρέπει να αυξηθεί σε επτά, μια πρόταση που έγινε και από το δίκτυο Equal πριν από δέκα χρόνια. Και αυτός είναι ένας κρίσιμος λόγος για να προωθήσουμε μια πραγματική ταυτότητα συνεργασίας στην κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι μια συγκεκριμένη περίπτωση και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Η Ελλάδα παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά με ορισμένα Βαλκανικά κράτη. Όπως επισημαίνουν οι μελετητές αναφερόμενοι στις περιπτώσεις της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, η ταυτότητα της συνεργασίας είναι χαμηλή και επιπλέον οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας χρειάζονται ακόμη καθοδήγηση και ανάπτυξη ικανοτήτων για την ενίσχυση των δομών εσωτερικής διακυβέρνησης και την εκτέλεση των δραστηριοτήτων τους με επαγγελματικό και υπεύθυνο τρόπο (Hadzi-Miceva & Bullain, 2007, σ. 215).
Και αυτό θα πρέπει επίσης να ισχύει για τους Εργατικούς Συνεταιρισμούς, τη νέα οντότητα για την οποία θεσπίστηκε ο νόμος. Επιπλέον, πρέπει να ακυρωθεί η διάταξη του νόμου ότι οι KOIΝΣΕΠ και οι συνεταιρισμοί εργαζομένων με τον ελάχιστο αριθμό μελών μπορούν να εκλέξουν, αντί ενός διοικητικού συμβουλίου.
Ένας νόμος που παρέχει εξαιρέσεις από τους κανόνες, είναι ένας νόμος που υπονομεύει την ταυτότητα του τομέα. Οι συνεταιρισμοί πρέπει να υποχρεωθούν να παραμείνουν εντός του συγκεκριμένου τύπου οργανωτικού μοντέλου και θα πρέπει να αποθαρρύνονται να αποκλίνουν από αυτό το μοντέλο. Θέλω να τονίσω το γεγονός ότι αυτές οι εξαιρέσεις από τον κανόνα, δηλαδή η διακύμανση των μελών και ο πολλαπλασιασμός των εξαιρέσεων από τον κανόνα είναι χαρακτηριστικά που μπορούν να βρεθούν επίσης στο νέο νόμο για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς καθώς και στο νέο νόμο για τις κοινότητες ενέργειας.
Ένα άλλο ζήτημα που έχει να κάνει με την ταυτότητα και τη συνεταιριστική πρακτική είναι η εκπαίδευση των μελών. Αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν αντιμετωπίζεται από το νόμο. Είναι ζωτικής σημασίας στο ελληνικό πλαίσιο, ένα ελάχιστο επίπεδο συνεταιριστικής εκπαίδευσης να είναι διαθέσιμο στα μέλη του KOINΣΕΠ και των Εργατικών Συνεταιρισμών.
Επιπλέον, ο νόμος πρέπει να εισαγάγει μια ρήτρα ότι το 10% των κερδών κάθε οργανισμού της κοινωνικής οικονομίας και της αλληλεγγύης θα πρέπει να διατεθεί στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας, προκειμένου να βοηθήσει στη χρηματοδότηση τέτοιων πρωτοβουλιών. Μια τέτοια διάταξη θα ενισχύσει τον καταμερισμό της ταυτότητας του τομέα. Επιπλέον, θα κινητοποιήσει τις οργανώσεις του τομέα, γιατί εάν θέλουν να λάβουν χρηματοδότηση θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν τον κοινωνικό τους αντίκτυπο. Παράλληλα, ο νόμος πρέπει να ακυρώσει τη διανομή των κερδών στους εργαζόμενους ως μπόνους.
Τέλος, ένα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται με την ταυτότητα του τομέα είναι η λογοδοσία και οι έλεγχοι. Όπως επισημαίνει ο Αδάμ-Καβουλάκος-Καλογείρου σε μια πρόσφατη εξαιρετική μελέτη για το νόμο 4430/2016 «η ικανότητα του τομέα [της κοινωνίας και της οικονομίας αλληλεγγύης] να ασκεί αποτελεσματική και αμοιβαία επιθεώρηση προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο επίπεδο ωριμότητας και συλλογικής δομής. Όταν πρόκειται για απουσία, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου ο τομέας της οικονομίας της κοινωνίας και της αλληλεγγύης δείχνει πρόσφατα δυναμισμό, είναι προφανές ότι απαιτείται χρόνος για τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να σχηματιστούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί αμοιβαίας επιθεώρησης». (Αδάμ, Καβουλάκος, Καλογήρου, 2018). Μέχρι να συμβεί αυτό, ο ρόλος του μητρώου κοινωνικής οικονομίας είναι ζωτικής σημασίας, με δύο τρόπους. Πρώτον, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καταχώρισης, πρέπει να υποβάλλεται εκτίμηση αντικτύπου από κάθε πιθανό μέλος του μητρώου. Δεύτερον, κατά την ετήσια επιθεώρηση του μέλους για τη διατήρηση της ετικέτας της κοινωνικής οικονομίας, πρέπει να ακολουθήσουμε το ιταλικό παράδειγμα. Είναι γνωστό ότι οι ιταλικές κοινωνικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να υποβάλλουν ετησίως λεπτομερή έκθεση σχετικά με τις κοινωνικές τους δραστηριότητες. Έτσι, ένα κρίσιμο ζήτημα για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα είναι ότι ο νόμος (οι) που αναφέρονται στους παράγοντες της κοινωνικής οικονομίας – πρέπει να εγγυηθεί έναν μηχανισμό ελέγχου που θα ελέγχει τον κοινωνικό χαρακτήρα της τελικότητας των παραγόντων της κοινωνικής οικονομίας.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω τονίζοντας το γεγονός ότι ένα από τα κύρια ζητήματα, σχετικά με την κοινωνική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα είναι αυτό της αδύναμης και εύθραυστης ανάπτυξής της. Αναπτύσσεται εν μέσω μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης, έχει χρησιμοποιηθεί περιστασιακά ως μέσο επιχειρηματικότητας. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυθεντική έκφραση των οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας που έχουν συσταθεί ως KOINΣΕΠ. Αντιθέτως. Οι προτάσεις μου και οι ανησυχίες μου για τη μελλοντική ανάπτυξη του τομέα, λαμβάνουν υπόψη ιδίως αυτές τις περιπτώσεις. Προκειμένου η μελλοντική ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα να αντικατοπτρίζει τις βασικές αρχές της κοινωνικής οικονομίας, δηλαδή τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, τον δημοκρατικό έλεγχο, τη φροντίδα για την κοινότητα, πρέπει να ενισχυθεί η συνεργατική διάσταση του τομέα. Η διαφάνεια, η λογοδοσία, η εκτίμηση επιπτώσεων και οι επιθεωρήσεις είναι απαραίτητα μέσα για τη διασφάλιση αυτού. Τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν από τη λειτουργία του ίδιου του πεδίου.
Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος*
πηγή:dikastiko.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις