Όταν ήταν 19 χρονών, η Βυζαντία έκανε ότι θα έκανε μια οποιαδήποτε φοιτήτρια στην ηλικία της. Πήγε να διασκεδάσει με τις φίλες της μέχρι το ξημέρωμα. Γιατί πολύ απλά έτσι ήθελε και έτσι ένιωθε να κάνει. Χωρίς να πρέπει να φοβηθεί μήπως της επιτεθεί ένας κατεστραμμένος άνθρωπος επειδή φοράει ένα κοντό φουστάνι και χωρίς να πρέπει να σκεφτεί να μην κάτσει μπροστά στο ταξί, επειδή ένας διεστραμμένος οδηγός αποφάσισε ότι μπορούσε να την αγγίξει, γιατί απλά έτσι του είπε τεστοστερόνη του.
Επειδή, όμως, μερικοί νομίζουν ότι η τυχαία μεγαλύτερη σωματική δύναμη απέναντι σε κάποιον άλλον τους επιτρέπει να συμπεριφέρονται όπως εκείνοι θέλουν, επιβάλλοντας μια εξουσία που τους κάνει να ξεχνούν πόσο ελεεινά ανθρωπάκια είναι, η Βυζαντία έπεσε πάνω σε έναν άντρα παλαιάς κοπής, γεμάτο κακία.
Όταν της επιτέθηκε και πήγε να το καταγγείλει στην αστυνομία, δεν πίστευε στα αυτιά της. Ο άντρας αστυνομικός που βρισκόταν εκείνη την ώρα σε υπηρεσία θεώρησε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί με μια απόπειρα βιασμού γιατί «δεν είχε πιει ακόμα καφέ» και παραδίδοντας μαθήματα γνήσιας τοξικής αρρενωπότητας ήθελε να μάθει τι φοράει και γιατί δεν υπήρχε άντρας στην παρέα τους.
Ολόκληρη η συγκλονιστική ιστορία της Βυζαντίας παρακάτω:
Για όλους όσους αναρωτιούνται «μα γιατί δεν πήγε κατευθείαν στην αστυνομία να το καταγγείλει», μια μικρή προσωπική ιστορία:
Το 2001 ήμουν 19 χρονών, δευτεροετής φοιτήτρια στην Αθήνα. Έμενα με τον θείο μου στα Πετράλωνα, που εκείνες τις μέρες έλειπε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη.
Ένα Σάββατο βράδυ βγήκα με τις φίλες μου σε ένα κλαμπ κοντά στην Ακρόπολη (θυμίζω ότι τότε δεν υπήρχε κόκκινη γραμμή μετρό). Γύρω στις 5 το πρωί, κι αφού είχαμε χορέψει μέχρι εξάντλησης, ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Τα άλλα κορίτσια έμεναν αντίθετα από μένα, οπότε δεν μοιραζόμαστε το ίδιο ταξί. Καθώς όμως εκείνη την εποχή έβρισκες ταξι με καραμπίνα, μιλάω με τρεις κοπέλες που έψαχναν κι αυτές και ανακαλύπτω ότι μένουν Καλλιθέα, κοντά σε μένα, οπότε παίρνουμε μαζί ταξί. Κάθονται αυτές πίσω, αφού θα κατέβουν όλες μαζί, κι εγώ μπροστά, στη θέση του συνοδηγού.
Ο ταξιτζής ήταν ένας τύπος γύρω στα πενήντα, και μας μίλαγε συνέχεια για τις κόρες του και τη γυναίκα του, τις είχε και σε φωτογραφία. Μόλις άφησε τις κοπέλες ξεκινήσαμε να με πάει Πετράλωνα (ούτε 5 λεπτά απόσταση).
Αρχίζει να με ρωτάει το όνομα μου, την ηλικία μου, που σπουδάζω (του είπα ψέματα σε ολα). Είμαστε στο φανάρι, 5 η ώρα το πρωί, το μόνο αμάξι. Γίνεται πράσινο το φανάρι, δεν ξεκινάει. Ωχ, σκέφτομαι. Πράσινο, του λέω. Ε, ντάξει, μη βιάζεσαι, θα φύγουμε, μου λέει. Την τρίτη φορά που πρασινισε είχε κολλήσει ένας πίσω μας, του κορναρε, αναγκαστικά ξεκίνησε.
Οδηγεί τώρα στη Δημοφώντος με εξαιρετικά αργή ταχύτητα. Μου λέει, ξέρεις, καταλαβαίνω ότι είσαι φοιτήτρια, αν δεν έχεις οικονομική άνεση για το ταξί, μπορούμε να το βρούμε αλλιώς. Αρχίζω να φρικάρω άσχημα. Σας παρακαλώ, του λέω, αφήστε με εδώ. Καθώς πήγαινε πολύ αργά, κάνω να ανοίξω την πόρτα και συνειδητοποιώ ότι είναι κλειδωμένα. Έλα, μου λέει, μη κάνεις έτσι. Θα φύγεις, σε λίγο. Κι αρχίζει να μου χαϊδεύει το πόδι, από το γόνατο να ανεβαίνει στο εσώρουχο (φορούσα φουστάνι). Βάζω τις φωνές, τον χτυπάω, τον σπρώχνω, σταματάει το αμάξι και με ακινητοποιεί. Αρχίζω να ουρλιάζω με όλη τη δύναμη που είχα, να χτυπάω το τζάμι, που ευτυχώς ήταν τόσο δα ανοιχτό. Αυτός λύνει τη ζώνη του οδηγού.
Για πολύ καλή μου τύχη, περνάνε δύο πιτσιρίκια απέξω. Δύο αγόρια με το ζόρι 16 χρονών, ακούνε τις φωνές και τρέχουν στο ταξί. Με βλέπουν να ουρλιάζω και να κλαίω κι αρχίζουν να κλωτσάνε το αμάξι. Άσε την κοπέλα ρε καθίκι, άνοιξε, να κλωτσάνε, να ρίχνουν μπουνιές, ο τύπος αποφάσισε ότι δεν άξιζε, ανοίγει την πόρτα και με πετάει στο δρόμο, πατάει γκάζι και φεύγει. Εγώ τρέμω, κλαίω, κλαίνε και τα αγόρια, με μαζεύουν, με ρωτάνε αν ειμαι καλά. Με συνοδεύουν μέχρι το σπίτι (σχεδόν μέχρι το σπιτι: μου λένε, λίγο πριν φτάσουμε πες μας να σε αφήσουμε, να είσαι ήσυχη ότι δεν ξέρουμε που μένεις, μη φοβάσαι άλλο, μου λένε. Τι υπέροχα παιδιά!). Κανείς μας δεν είχε την ψυχραιμία να πάρει πινακίδες του ταξί.
Η διαφορά μου λοιπόν είναι ότι εγώ πήγα στην αστυνομία, το επόμενο πρωί, με μια φίλη μου για συμπαράσταση. Το τμήμα στην περιοχή μου ήταν υπό ανακαίνιση και άρα κλειστό, και μας παρέπεμψαν στο τμήμα Ομονοίας. Εκεί λοιπόν αντιμετώπισα την εξής κατάσταση:
- Θα ήθελα να κάνω μια καταγγελία για απόπειρα βιασμού.
- Ωπα ωπα, κάτσε και δεν έχω πιει ακόμα καφέ. Τι εννοείς απόπειρα βιασμού; πως ήξερες ότι σκόπευε να σε βιάσει και όχι ας πούμε να σε χαϊδέψει και να σε φιλήσει;
- Ορίστε; έβαλε το χέρι του στο εσώρουχο μου και προσπάθησε να ανέβει πάνω μου.
- Μπορείς να το αποδείξεις αυτό; θα είναι ο λόγος σου εναντίον του δικού του.
- Ορίστε;
- Τι ώρα ήταν;
- 5 το πρωί, πριν λίγες ώρες.
- Και τι έκανες εσύ σε ταξί τέτοια ώρα;
- Γύριζα από διασκέδαση.
- Μόνη σου;
- Γιατί, δεν έχω το δικαίωμα;
- Μην αυθαδιάζεις. Ποσών χρονών εισαι;
- 19.
- Εμ, τι να σου κάνω, φαίνεσαι και μεγαλύτερη… Τι φόραγες;
- Έχει σημασία;
- Εμ, πως δεν έχει. Αν φόραγες παντελόνι ας πούμε, δεν θα μπορούσε να βάλει χέρι στο εσώρουχο σου, όπως ισχυρίζεσαι. Είχες κάτσει στη θέση του συνοδηγού;
- Ναι, γιατί ήμασταν 4 άτομα.
- Κοίτα να δεις, θα σου μιλήσω ανοιχτά. Έκανες πολλά λάθη και ήσουν τυχερή που τη γλίτωσες. Τώρα θα μάθεις και να ντύνεσαι πιο σεμνά, και να μη κυκλοφορείς τέτοια ώρα χωρίς την συνοδεία κάποιου άντρα.
- Δηλαδή δεν μπορώ να κάνω την καταγγελία;
- Καταγγελία… πολύ σοβαρά το πήρες. Δεν έπαθες και τίποτα, χαλάρωσε. Τι θα πεις δηλαδή; ότι μου έπιασε το πόδι ένας ταξιτζής; κανείς δεν θα δώσει σημασία.
- Δηλαδή μου λέτε ότι κινδύνευσα και δεν έχω δικαίωμα να κάνω τίποτα γι’ αυτό;
- Τα πράγματα δεν είναι όπως στις ταινίες. Στην πραγματικότητα, πολύ λίγα πράγματα αξίζουν τον κόπο.
Έφυγα. Για μέρες πονούσε το στομάχι μου, έκανα εμετούς, δεν κυκλοφορούσα και όταν κυκλοφορούσα, ήμουν τυλιγμένη ανοιξιάτικα με ένα μακρύ μαύρο παλτό, φόραγα μαύρα γυαλιά και όταν διασταυρωνόμουν με άντρα, ψιθύριζα, εν είδει ξορκιού, “μη με κοιτάς, μη με κοιτάς, μη με κοιτας”.
Όταν γύρισε ο θείος μου Αθήνα, του είπα τι έγινε κι έγραψε ένα πύρινο άρθρο σχετικά στην εφημερίδα που δούλευε τότε, καταγγέλλοντας την απαίσια αντιμετώπιση της ελληνικής αστυνομίας. Ο Χρυσοχοΐδης, που ήταν και τότε επικεφαλής, έστειλε πολιτικό αυτοκίνητο για να με πάρουν και για να γίνει σωστά η καταγγελία σε ψυχολόγο της αστυνομίας και όχι σε έναν τύπο που είχε βάρδια πρωί Κυριακής στο τμήμα. Μετά με ρώτησαν, θέλετε τίποτα άλλο; Ναι, είπα. Θέλω να με πάτε στο τμήμα Ομονοίας και να μου ζητήσουν συγγνώμη.
Με πήγαν. Μου ζήτησε συγγνώμη ο αρχηγός του τμήματος. Του λέω ευχαριστώ, αλλά δεν αντιμετώπισα εσάς εκείνη τη μέρα, αντιμετώπισα τον Τάδε που με λίγα λόγια μου είπε καλά να πάθω. Μου τον φέραν μπροστά μου, ζοχαδιασμενο.
- Συγγνώμη δεσποινίς αλλά ξέρετε τι τραβάμε κάθε μέρα εδώ; φόνους, σφαγές…
- Χαίρομαι που μου μιλάτε επιτέλους στον πληθυντικό. Δεν με αφορά τι τραβάτε κάθε μέρα. Δεν είμαι εγώ αυτή που θα δείξω κατανόηση. Δική σας δουλειά είναι να μας προστατεύετε.
- Σας είπα συγγνώμη.
- Όχι, είπατε Συγγνώμη, αλλά. Δεν είναι το ίδιο.
- (έτοιμος να εκραγεί) Συγγνώμη.
Μετά με πήγαν για αναγνώριση υπόπτου. Δυστυχώς δεν ήταν σεσημασμένος και δεν βρέθηκε. Έκανα όμως καταγγελία και άφησα τα στοιχεία μου σε παρόμοια περίπτωση να κληθώ για αναγνώριση. Δεν έγινε ποτέ.
Εγώ λοιπόν, μια κοπέλα 19 χρόνων με τσαγανό, μεγάλη υποστήριξη από συγγενείς και φίλους, βίωσα ωστόσο μια μεγάλη βία και απαξίωση γι’ αυτό που μου συνέβη, πράγμα που με αποθάρρυνε και με κατέστρεψε για μεγάλο διάστημα, αφού αυτή η κατάρρευση κράτησε, λίγο πολύ, μήνες. Φανταστείτε όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πάνε να καταγγείλουν επώνυμα έναν άνθρωπο, να τον ονοματίσουν, τι βία τρώνε, τι στίγμα, τι ενοχοποίηση. Βάλτε τώρα και καταστροφή καριέρας, σπουδών, δουλειάς, ονόματος. Βάλτε και όλους όσους έχουν οικογένεια μη υποστηρικτική, που θα τους πουν “τα ήθελες και τα έπαθες”. Βάλτε όλους τους ανθρώπους “του χώρου” που θέλουν να μας πείσουν ότι η δουλειά είναι γεμάτη φόβο, πανικό, εξευτελισμό και κακοποίηση γιατί έτσι τους συμφέρει να πιστεύουμε. Βάλτε όλα τα κοριτσάκια που μικρά τους έβαζε χέρι ο περιπτεράς της γειτονιάς και όταν διαμαρτύρονταν τους έλεγαν οι μαμάδες “Μην τα λες μωρή, τι σου έκανε ο άνθρωπος, τα βυζάκια σου έπιασε, αφού δεν έχεις στήθος ακόμα”. Βάλτε, βάλτε, βάλτε.
Και αφού βάλετε αρκετά, θα δείτε ένα ποτήρι που γεμίζει σταθερά. Και όταν προστεθεί η τελευταία σταγόνα, τολμήσετε να ξαναρωτήσετε.
Γιατί τώρα».
Πηγή: bovary.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις