Σενάριο από ταινία γουέστερν, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη εποχή, θυμίζουν όλα όσα αποκαλύπτονται από την αστυνομική έρευνα για το «ξήλωμα» της μαφίας του Μαυροβουνίου που έδρασε σε ελληνικό έδαφος.
Ακριβοπληρωμένη «κυνηγοί κεφαλών» ταξίδεψαν στη χώρα μας, έκαναν «σαρωτικές» αναζητήσεις για να εντοπίσουν το στόχο τους, αξιοποίησαν «παραδοσιακές» μεθόδους για να καταφέρουν το σκοπό τους αξιοποιώντας πληροφοριοδότες, ενώ δεν παρέλειψαν να εκμεταλλευτούν την τεχνολογία συνομιλώντας μεταξύ τους αποκλειστικά με την «αόρατη» διαδικτυακή εφαρμογή «SkyECC» που παρέχει κρυπτογράφηση υψηλών προδιαγραφών.
Αποκαλύπτουμε άγνωστες πτυχές της αστυνομικής έρευνας που φωτίζουν τη δράση των επαγγελματιών εκτελεστών που θυμίζουν «κυνηγούς κεφαλών» που μόνο σε ταινίες συναντά κανείς. Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι οι δύο Μαυροβούνιοι που δολοφονήθηκαν μπροστά στις γυναίκες και στα παιδιά τους, μέσα σε ταβέρνα στη Βάρη, δεν μπόρεσαν να σώσουν τη ζωή τους παρότι φαίνεται ότι γνώριζαν ότι οι «κυνηγοί» έχουν φτάσει στην Ελλάδα και τους ψάχνουν, κατ’ εντολή των αρχηγών της συμμορίας «Καβάτσκι». Το ένα θύμα ήταν 43χρονος, αρχηγικό μέλος της συμμορίας «Σκάλιαρι», και το δεύτερο ο πιο πιστός συνεργάτης του. Οι δυο τους διώκονταν διεθνώς με ερυθρά αγγελία από τις Αρχές του Μαυροβουνίου, ωστόσο, στη χώρα μας ήταν «φαντάσματα», καθώς είχαν πλαστά στοιχεία ταυτότητας.
Το στοιχείο ότι γνώριζαν ότι κινδυνεύουν προκύπτει από συνομιλία που περιήλθε σε γνώση της ΕΛ.ΑΣ., σύμφωνα με την οποία η σύζυγος του 43χρονου Μαυροβούνιου τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο με κάποιον και από το περιεχόμενο των όσων έλεγε αντιλήφθηκε ότι οι «Καβάτσκι» είχαν στείλει εκτελεστές στην Ελλάδα για να δολοφονήσουν τον άντρα της. Ο 43χρονος κρυβόταν από το 2017 όταν και εξαφανίστηκε από το Μαυροβούνιο. Έκτοτε διέμενε σε διάφορες χώρες, ενώ από το 2019 είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Άλλαζε μαζί με τον συνεργάτη του διαρκώς καταλύματα και μετακινούνταν με ταξί. Διέμεναν σε πολυτελή καταλύματα σε περιοχές όπως η Κηφισιά και το Παλαιό Φάληρο, ενώ ήξεραν ότι ανεξαρτήτως χώρας οι άνθρωποι των «Καβάτσκι» θα μπορούσαν να βρουν τα ίχνη τους.
Πρώτη επαφή σε γνωστό ιταλικό εστιατόριο της Γλυφάδας
Αρχικά ένας από τους «κυνηγούς» τους εντόπισε το απόγευμα της 5ης Δεκεμβρίου 2019 να τρώνε μαζί με έναν ομοεθνή τους (που δολοφονήθηκε λίγους μήνες μετά στην Κέρκυρα) σε γνωστό ιταλικό εστιατόριο στη Γλυφάδα. Σε κοντινή απόσταση από το εστιατόριο οι εκτελεστές νοίκιασαν σπίτι, ενώ δύο ημέρες πριν την κατόπτευση του γεύματος στο ιταλικό εστιατόριο μέλος των «Καβάτσκι», που περιγράφεται ως «οδηγός», είχε εισάγει στην Ελλάδα όπλα που αποθηκεύτηκαν σε μισθωμένο διαμέρισμα στη Βουλιαγμένη.
Κατά τη διάρκεια των παρακολουθήσεων στη Γλυφάδα και πριν πραγματοποιήσουν το δολοφονικό τους σχέδιο, τρεις Σέρβοι εκτελεστές είχαν μία απρόσμενη «περιπέτεια» με την Αστυνομία και βρέθηκαν στα κρατητήρια. Ήταν 5 Ιανουαρίου του 2020 όταν διασκέδαζαν τρεις από αυτούς σε γνωστό μπαρ της περιοχής.
Τη στιγμή που έφευγαν ο ένας πήρε κατά λάθος το μπουφάν ενός θαμώνα του καταστήματος. Όταν ο κάτοχος του μπουφάν πλησίασε τον εκτελεστή έξω από το μαγαζί για να το πάρει πίσω, οι τρεις Σέρβοι άρχισαν να τον χτυπούν.
Συνελήφθησαν το 2020 και η αστυνομία δεν ήξερε ότι διώκονταν διεθνώς με ερυθρά αγγελία
Επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι, το συμβάν έληξε ωστόσο ο ένας Σέρβος γύρισε στο μπαρ και τότε ο υπεύθυνος του καταστήματος είδε ότι έχει στη μέση του ένα πιστόλι. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, οι τρεις Σέρβοι εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν. Ο ένας από αυτούς, 28 ετών, είχε πάνω του πιστόλι χωρίς σειριακό αριθμό. Την επόμενη ημέρα δίπλα από το σημείο του καυγά στο μπαρ βρέθηκε πιστόλι επίσης χωρίς σειριακό αριθμό. Κατά την προσαγωγή τους επέδειξαν πλαστά στοιχεία ταυτότητας. Οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα στις 6 Ιανουαρίου 2020 και μετά την απολογία τους αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι Αρχές δεν ήξεραν τα πραγματικά τους στοιχεία, και ότι οι δύο από τους τρεις συλληφθέντες διώκονταν διεθνώς με ερυθρά αγγελία από τη Σερβία.
Όπως σημειώνεται από τους αστυνομικούς, ήξεραν πως να κάνουν «damage control» (διαχείριση καταστροφής). Μετά το απρόσμενο επεισόδιο στη Γλυφάδα έκαναν ότι «έπρεπε» για να αφεθούν ελεύθεροι. Βρήκαν γρήγορα καλό δικηγόρο, κατέβαλαν χρηματική εγγύηση, βρήκαν «καθαρό» διαμέρισμα για να δηλωθεί στις Αρχές ως τόπος διαμονής και έτσι κατάφεραν να αφεθούν ελεύθεροι. Όχι μόνο δεν υπαναχώρησαν μετά αλλά συνέχισαν το εγκληματικό τους σχέδιο. Σύμφωνα με την Αστυνομία, στο επεισόδιο της Γλυφάδας ήταν οι τρεις από τους τέσσερις εκτελεστές του διπλού φονικού στην ταβέρνα στη Βάρη.
Όταν δολοφόνησαν τους δύο Μαροβούνιους στην ταβέρνα, έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο «εξαφάνισης» των πειστηρίων. Καθάρισαν τα διαμερίσματά τους με τη χρήση χημικών καθαριστικών, έκαψαν το αυτοκίνητο και εξαφάνισαν τα όπλα (εκτιμάται ότι τα πέταξαν στις 20 Ιανουαρίου 2020 στη θάλασσα).
Επίσης, πήραν τα κινητά τηλέφωνα των εκτελεστών και τα πέταξαν σε φρεάτια σε μεγάλη απόσταση από τα τελευταία καταλύματά τους στο Μαρούσι. Τελευταίο βήμα ήταν να εκδώσουν πλαστά αλβανικά διαβατήρια για να φύγουν από την Ελλάδα.
Σε συνομιλία που είναι στη διάθεση των Αρχών αναφέρεται ότι η εκτέλεση της διπλής δολοφονίας στη Βάρη κόστισε 2 εκατομμύρια ευρώ, καθώς οι εκτελεστές θα λάμβαναν 1 εκατομμύριο ευρώ, ενώ ακόμα ένα εκατομμύριο ευρώ απαιτήθηκε για την υποστήριξη των ενεργειών τους (ενοικιάσεις σπιτιών, οχημάτων, αμοιβές «πληροφοριοδοτών», έξοδα μετακινήσεων).
Η έρευνα για την άλλη διπλή δολοφονία που έγινε λίγους μήνες μετά στην Κέρκυρα και πάλι με θύματα μέλη της συμμορίας «Σκάλιαρι» και δράστες μέλη της συμμορίας των «Καβάτσκι», φανέρωσε ότι οι «κυνηγοί» χρησιμοποιούσαν πληροφοριοδότες, οι οποίοι μπορεί να μην ήταν σε θέση να τους αποκαλύψουν που ακριβώς βρίσκονται οι στόχοι, εντούτοις μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες για τη χώρα και για την περιοχή όπου διαμένουν.
Συγκεκριμένα για τη δολοφονία στην Κέρκυρα φέρεται να υπήρχε άτομο που εκμαίευε πληροφορίες για τα θύματα της Κέρκυρας. Όπως προέκυψε από συνομιλίες των δραστών που περιήλθαν σε γνώση της ΕΛ.ΑΣ., ο πληροφοριοδότης ενημέρωνε για την τοποθεσία του ενός εκ των δύο θυμάτων της Κέρκυρας και διαβίβαζε πληροφορίες στα αρχηγικά μέλη των «Καβάτσκι». Εκτιμάται ότι η διπλή δολοφονία στην Κέρκυρα κόστισε στους «Καβάτσκι» περίπου 1,5-2 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά για τις εκτελέσεις σε Βάρη και Κέρκυρα εκτιμάται ότι δαπανήθηκαν περίπου 4 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων περίπου τα μισά δαπανήθηκαν για τις αμοιβές των εκτελεστών και των συνεργών τους.
Υπενθυμίζεται ότι η Αστυνομία σχημάτισε δικογραφία για συνολικά 39 άτομα. Ένα μόνο εξ αυτών συνελήφθη στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα βρίσκονται σε διάφορες χώρες του κόσμου και πολλοί είναι έγκλειστοι σε φυλακές ανά την υφήλιο.
ieidiseis.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις