Η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρείται να μπει ταφόπλακα σε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης, δείχνει ότι δεν … πήγε περίπατο μόνο το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά η ίδια η κοινή λογική. Το πλήγμα για τους ίδιους τους θεσμούς του Δημοκρατικού Πολιτεύματος είναι βαρύτατο. Η στάση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης έρχεται λίγο διάστημα μετά τις αποφάσεις, με τις οποίες «ξεπλύθηκαν» οι πρωταίτιοι του μείζονος πολιτικο-οικονομικού σκανδάλου της Μεταπολίτευσης, της Siemens.

Η ανακοίνωση της Εισαγγελέως Γεωργίας Αδειλίνη, δείχνει ότι ουσιαστικά επιχειρείται να μπει στην κατάψυξη το μέγα πολιτικό σκάνδαλο των υποκλοπών και να απαλλαγούν από κάθε ενδεχόμενη κατηγορία οι πρωταγωνιστές του. Και πρώτα από όλα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος φέρει την απόλυτη πολιτική ευθύνη, και είχε δώσει την εποπτεία της υπηρεσίας πληροφοριών, ΕΥΠ, στον ανιψιό του και γενικό γραμματέα του στο μέγαρο Μαξίμου, Γρηγόρη Δημητριάδη. Ο Κ. Μητσοτάκης, ο οποίος κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία των Ελλήνων πρωθυπουργών ως «εθνικός ωτακουστής».

Η μεθόδευση, λοιπόν, να αποσυνδεθούν οι υποκλοπές της ΕΥΠ από εκείνες που γίνονταν με το ισραηλινό κατασκοπευτικό λογισμικό, Predator, και να φιλοτεχνηθεί η εικόνα ότι κάποιο «ξένο κέντρο» ήταν εκείνο που με το λογισμικών υποκλοπών έκανε τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, εν αγνοία του μεγάρου Μαξίμου και της ΕΥΠ, είναι ολοφάνερο ότι βγάζει εκτός κάδρου ευθυνών -πολιτικών και πραγματικών- τον πρωθυπουργό και το στενό περιβάλλον του.

Ετσι όπως πάει, σε λίγο θα καλέσουν την ελληνική κοινωνία να ζητήσει συγγνώμη από τον Κ. Μητσοτάκη και τον Γ. Δημητριάδη για την «ταλαιπωρία» που υπέστησαν, και να στρώσουν στον δεύτερο κόκκινο χαλί, προκειμένου να επιστρέψει στο μέγαρο Μαξίμου.

Βιασμός της κοινής λογικής

Ουσιαστικά, το κεντρικό συμπέρασμα της έρευνας της Δικαιοσύνης, κατά την ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (Α.Π.), είναι ότι δεν υπήρξε ενιαίο – κοινό κέντρο παρακολουθήσεων της ΕΥΠ και άλλων κρατικών αρχών με εκείνους που χρησιμοποιούσαν το λογισμικό, Predator.

Δηλαδή, τι θέλουν να μας πουν; Οτι κάποιο ανεξέλεγκτο «κέντρο» (Ξένων μυστικών υπηρεσιών; Ντόπιων παρακρατικών κύκλων; Αλλων; Ποίων;) έκανε ό,τι ήθελε χωρίς να συνεργάζεται με την ΕΥΠ και χωρίς να το γνωρίζει η κυβέρνηση; Εκεί το πάνε; Προκειμένου να απομακρύνουν τις ευθύνες από το μέγαρο Μαξίμου, λένε ότι η Ελλάδα είναι ένα ξέφραγο αμπέλι, αλλά η κυβέρνηση δεν ήξερε τίποτα για τον “φόνο”; Κοντολογίς, προκειμένου να αποφύγουν τις ποινικές διώξεις, προτιμούν να φέρουν το στίγμα του «εθνικά ανόητου» και του «εθνικά επικίνδυνου», από εκείνο του «Εφιάλτη κατά της Δημοκρατίας».

Στην προκειμένη, δεν πάει περίπατο μόνο το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά βιάζεται και η ίδια η κοινή λογική. Πόσο μάλλον, όταν ο επιχειρηματίας, ο οποίος φέρεται να «προξένευε» το Predator και να το λειτουργούσε προς όφελος της ΕΥΠ, είχε κουμπαριά με πρωταγωνιστικό πρόσωπο του περιβάλλοντος του μεγάρου Μαξίμου. «Ε, καλά, δεν θα ενοχοποιήσουμε και τις οικογενειακές σχέσεις», είναι το σύνηθες αφήγημα σε αυτές τις περιπτώσεις.

Βαρύ πλήγμα για τη Δημοκρατία

Οι απαράδεκτοι χειρισμοί σε αυτό το μείζον σκάνδαλο αποτελεί βαρύτατο πλήγμα για την Δημοκρατία. Κι’ αυτό διότι καλλιεργεί την αντίληψη της ατιμωρησίας της κάθε πολιτικής – κομματικής εξουσίας και των κάθε λογής παρακρατικών κέντρων ότι μπορούν, ανεξέλεγκτα από τον δημοκρατικό έλεγχο, να παρακολουθούν τους αντιπάλους τους ή εκείνους που θέλουν να θέσουν υπό έλεγχο ή να αποσπάσουν πληροφορίες για τις επαφές και τις κινήσεις τους. Πρακτικές που απαξιώνουν στα μάτια των πολιτών το ίδιο το σύστημα της Δημοκρατίας.

Ξεχνάει, άλλωστε, κανείς ότι το επικοινωνιακό αφήγημα της κυβέρνησης, όταν «έσκασε» το σκάνδαλο των υποκλοπών, αλλά οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μειωμένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το θέμα, ήταν … «έλα μωρέ, ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτό;» Τόσο πολύ κόπτονταν για τον θεσμό της Δημοκρατίας οι δήθεν θεματοφύλακές της! Και τώρα, σε μια χώρα που σφαδάζει υπό το βάρος της ακρίβειας και της φτωχοποίησης των μνημονίων, ένας θεσμός στον οποίον ελπίζει ο απλός πολίτης, ο «ανεξάρτητος» θεσμός της Δικαιοσύνης, αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων.

«Εθνικοί ωτακουστές»

Με το «σκεπτικό» που προωθείται για το σκάνδαλο των υποκλοπών, «δικαιώνονται» εκείνοι οι υπουργοί, που, δίχως την παραμικρή προσωπική και πολιτική ευθιξία, όπως και ανώτατοι στρατιωτικοί, όταν ερωτούντο για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις σε βάρος τους, απαντούσαν … «ε, τι να κάνουμε, όλοι μας παρακολουθούνται»! ‘Η, όπως έγραφαν «αρθογράφοι περιοπής» σε μεγάλα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, μέχρι που έμαθαν ότι παρακολουθείτο και το αφεντικό τους, οπότε το γύρισαν στο αντιπολιτευτικό … κλέφτικο: «Εντάξει, ένα λάθος έκανε ο Μητσοτάκης, μην τον σταυρώσουμε γι’ αυτό» (!).

Σε άλλες χώρες, τις οποίες κατά τα λοιπά οι κυβερνητικοί παράγοντες προβάλλουν δήθεν ως πρότυπα μιμητισμού, με την αποκάλυψη ενός τέτοιου σκανδάλου, θα είχε πέσει αυτόματα η κυβέρνηση. Μόνο και μόνο για λόγους πολιτικής ευθιξίας και ευθύνης, ουδείς πρωθυπουργός θα δεχόταν να του κολλήσουν τον τίτλο του «εθνικού ωτακουστή». Αλλά αυτά συμβαίνουν σε ευνομούμενες Πολιτείες και όχι στην Ελλάδα.

Εκοψαν και έραψαν την έρευνα

Τι έρχονται, λοιπόν, να πουν στον Ελλήνα πολίτη τρία χρόνια αφότου έσκασε η βόμβα των μαζικών παρακολουθήσεων κυβερνητικών παραγόντων και υπουργών, της ηγεσίας των Ενοπλων Δυνάμεων και της ΕΛΑΣ, πολιτικών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, μελών και στελεχών του κρατικού μηχανισμού σε κρίσιμες θέσεις, μελών του ίδιου του οικογενειακού περιβάλλοντος του πρωθυπουργού, και πολλών άλλων;

Οτι όλα ήταν καλώς καμωμένα, δεν υπήρξε καμία εμπλοκή του μεγάρου Μαξίμου στο σκάνδαλο, και βέβαια ούτε της ΕΥΠ. Στην οποία ΕΥΠ, όπως εξαρχής καταγγέλθηκε, προσελήφθη επικεφαλής της ο Παναγιώτης Κοντολέων, με αλλαγή του νομικού πλαισίου, επειδή δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις. Το πρόσωπο αυτό θεωρείτο καραμπινάτη επιλογή του μεγάρου Μαξίμου.

Οι προσπάθειες για να πέσει στα μαλακά ένα χοντροκομμένο σκάνδαλο βιασμού της Δημοκρατίας και εκτροπής των θεσμών του Πολιτεύματος, καταβάλλονται ενώ η ΕΥΠ έμεινε «άβατο», δεν δόθηκαν κρίσιμης σημασίας στοιχεία, και στην πραγματικότητα αποκλείστηκε από τις έρευνες ο πλέον αρμόδιος παράγων διερεύνησης της υπόθεσης, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Για να μην μιλήσει κανείς για τις προσπάθειες ελέγχου της Αρχής από την κυβέρνηση, επειδή δεν της «άρεσε» η ηγεσία της ή για τη νέα ηγεσία της ΕΥΠ.

Η επιχείρηση να μπει στο «ψυγείο» το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν αποτελεί μόνο επιβράβευση της καταπάτησης στοιχειωδών πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και καταρράκωση του κύρους της Δικαιοσύνης, το οποίο έτσι κι’ αλλιώς δέχεται πλήγματα και αμφισβητείται από τους πολίτες. Κι’ όλα αυτά, τη στιγμή που πρόσφατα, με απόφαση της Δικαιοσύνης, επεστράφησαν σε πρωταγωνιστές του έτερου μείζονος πολιτικο-οικονομικού σκανδάλου της Μεταπολίτευσης, του σκανδάλου Siemens, τα περιουσιακά στοιχεία τους, τα οποία είχαν δεσμευθεί. Προηγουμένως, είχαν αποδοθεί στην κοινωνία ως «λευκές περιστερές».

Διάτρητη η πραγματογνωμοσύνη

Ενδιαφέρον για την υπόθεση του σκανδάλου των υποκλοπών παρουσιάζει η τοποθέτηση του δικηγόρου, Γιάννη Μαντζουράνη, σε συνέντευξη που έδωσε στον τηλεοπτικό σταθμό, MEGA, ιδιοκτησίας του Ευ. Μαρινάκη.

«Το βασικό ζήτημα στην υπόθεση των υποκλοπών, που είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος εκτός από το ότι έχουν διαπραχθεί και βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις, είναι αν υπήρχε ή όχι ενιαίο κέντρο παρακολούθησης, δηλαδή αν όσοι παρακολουθούντο από την ΕΥΠ επιμολύνονταν τα κινητά τους και από το Predator», είπε αρχικά ο κ. Μαντζουράνης και στη συνέχεια ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του για την πραγματογνωμοσύνη.

«Εγώ λέω ότι η πραγματογνωμοσύνη που πήραμε είναι διάτρητη. Καταρχάς, δεν επετράπη στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να προβεί στον έλεγχο, σε εκτέλεση εισαγγελικής παραγγελίας από την κ. Τριανταφύλλου και τον κ. Σπυρόπουλο, η οποία δόθηκε στις 28/09/2023.

Τότε είχε ψηφιστεί ένας νόμος από τη ΝΔ και έπρεπε να σταλεί αίτημα από την ΑΔΑΕ στο τριμελές όργανο. Το τριμελές όργανο για λόγους τυπικούς απέρριψε την αίτηση και η ΑΔΑΕ, και η Αρχή επέστρεψε τη λίστα.

Της είχαν στείλει μια λίστα οι εισαγγελείς και της έλεγαν αυτά τα ονόματα που έχουν μολυνθεί από το Predator να δεις αν έχουν παρακολουθηθεί από την ΕΥΠ. Επέστρεψε για λόγους διασφάλισης του απορρήτου τη λίστα στους εισαγγελείς.

Εκαναν την έρευνα δύο πραγματογνώμονες

»Στο μεταξύ, πήρε την υπόθεση η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου από την εισαγγελία πρωτοδικών και την ανέθεσε στον κ. Ζήση, και έκτοτε ο κ. Ζήσης, παρά το γεγονός ότι εστάλησαν δύο επιστολές του κ. Ράμμου (σ.σ. προέδρου της ΑΔΑΕ) προς τον κ. Ζήση να του επιστρέψει τη λίστα με τα ονόματα για να κάνει έλεγχο.

Ο κ. Ζήσης δεν το έπραξε, αλλά μετά από περίπου 9 μήνες με μία του διάταξη όρισε δύο πραγματογνώμονες να κάνουν πραγματογνωμοσύνη. Δεν ανέθεσε στη συνταγματικά ανεξάρτητη ειδική Αρχή, η οποία έχει ειδικό επιστημονικό προσωπικό και έχει και εμπειρία σε αυτό. Η ανάθεση σε δύο πραγματογνώμονες που επέλεξε ο κ. Ζήσης είναι νόμιμη, απλά δεν είναι η δέουσα».

Στη συνέχεια ο κ. Μαντζουράνης πρόσθεσε: «Δύο άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν τα εχέγγυα ανεξαρτησίας που έχει η συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη Αρχή, αποστέλλονται και έχουν ένα σαφές πλαίσιο ελέγχου από τον κ. εισαγγελέα.

Τους ζητάει να ερευνήσουν δύο πράγματα: αν για τον πίνακα ταυτοποιημένων αποδεκτών μολυσμένων μηνυμάτων (από το Predator) από το ’20 έως το ΄22 έχουν εκδοθεί διατάξεις άρσης απορρήτου, για τους 116, και δεύτερον να κάνουν κάθε άλλο συναφές θέμα που μπορεί να διασαφηνίσει το ζήτημα. Άρα ο εισαγγελέας τους έχει θέσει ένα σαφές πλαίσιο».

«Ασαφή συμπεράσματα»

Ο ίδιος συμπληρώνει πως: «Τα στοιχεία όμως και τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης, ενώ το πλαίσιο είναι σαφές, είναι και ασαφή και ατελή και κολοβά και προβληματικά.

Είναι γνωστό από έγγραφα της ετήσιας έκθεσης της ΑΔΑΕ για το ’20, ’21, ’22 ότι οι περισσότερες παρακολουθήσεις για λόγους ασφαλείας δεν έγιναν με εισαγγελικές διατάξεις της εισαγγελέως, κ. Βλάχου, που ήταν στην ΕΥΠ, αλλά με εισαγγελικές διατάξεις του εισαγγελέα που είναι υπεύθυνος στη διεύθυνση αναζήτησης ειδικών εγκλημάτων βίας, δηλαδή στην ΕΛ.ΑΣ. Εκεί, δεν έγινε κανένας έλεγχος».

Επίσης, μολονότι είχαν πρόσβαση οι πραγματογνώμονες σε όποιο υλικό έκριναν σκόπιμο να ελέγξουν, δεν ήλεγξαν παρά μόνο τρία στοιχεία: το από 02/02/2022 έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, το από Ιουνίου 2023 πόρισμα διοικητικού ελέγχου της Αρχής Προστασίας Δεδομένων και τον πίνακα που συνέταξε η Αρχής Προστασίας Δεδομένων με τους τηλεφωνικούς αριθμούς που επιμολύνθηκαν από το Predator. Δεν αναζήτησαν άλλα έγγραφα από τη δικογραφία και δεν πήγαν να ελέγξουν τους παρόχους».

Στατιστικές αλχημείες

Όπως λέει ο ίδιος, «παρά το ότι δεν ήλεγξαν τα στοιχεία που έπρεπε, έβγαλαν ένα πολύ κρίσιμο συμπέρασμα. Το συμπέρασμά τους λέει ότι καθίσταται πρόδηλο ότι δεν προκύπτει συσχετισμός μεταξύ διατάξεων άρσης απορρήτου και φερομένων επιμολύνσεων.

Αυτό το συμπέρασμα δεν τους έχει ζητηθεί καν, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία. Στο συμπέρασμα αυτό έφτασαν με έναν μαγικό τρόπο, με μια αλχημεία στατιστική, που αποδεικνύει ότι η στατιστική και οι αριθμοί μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να υποστηριχθούν τα ακριβώς αντίθετα.

Οι πραγματογνώμονες, συμπεριέλαβαν στον κατάλογο, για να συσχετίσουν την ΕΥΠ με το Predator, και τα τηλέφωνα που ήταν μιας χρήσεως με κατόχους Ασιάτες υπηκόους.

Έκαναν τον εξής συσχετισμό: συσχέτισαν τις διατάξεις της ΕΥΠ (σ.σ. για τους παρακολουθούμενους) με τα τηλέφωνα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι χειριστές του Predator για δοκιμές.

Από τα 87 φυσικά πρόσωπα που πράγματι παρακολουθήθηκαν, δεν αρκέστηκαν στον αριθμό 87 αλλά πήραν και μέτρησαν πόσες διατάξεις είχαν εκδοθεί για καθέναν.

Έφτασαν στον μαγικό αριθμό 187 και τι έκαναν: πήραν το 187, πήραν και τις 15.304 διατάξεις που εξέδωσαν η κ. Βλάχου μέσα στη διετία και έφτασαν στον μαγικό αριθμό 1% ενώ αν συσχετίσουν τα πραγματικά στοιχεία, είναι 31,01%. Με αυτόν τον τρόπο έφτασαν στο μαγικό συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός».

Στη συνέχεια ανέφερε ότι «η κ. Βλάχου, στην κατάθεσή της, έχει πει ορισμένα κρίσιμα σημεία, τα οποία οι πραγματογνώμονες δεν έλαβαν καθόλου υπόψιν τους», ενώ πρόσθεσε πως «οι πραγματογνώμονες δε ζήτησαν τίποτα από αυτά που λέει η κα Βλάχου. Ζήτησαν τους αριθμούς τηλεφώνων και τα ονόματα».

«Εμείς -είπε- θα καταθέσουμε αιτήματα στον κ. Ζήση και θα του ζητάμε να προβεί σε συγκεκριμένες πράξεις. Το αν θα δεχθεί ή όχι τα αιτήματά μας είναι στην αρμοδιότητά του και εμείς έχουμε τη δυνατότητα να αντιδράσουμε. Τα στοιχεία αποδεικνύουν κοινό κέντρο»

Το κοινό κέντρο και η συγκάλυψη

Κλείνοντας τη συνέντευξή του, ο κ. Μαντζουράνης σημείωσε: «Για να δείτε το μέγεθος των στοιχείων που αποδεικνύουν το κοινό κέντρο, θα αναφέρω δύο περιπτώσεις. Την περίπτωση του επικεφαλής εισαγγελέα του οικονομικού εγκλήματος, του κ. Μπαρδάκη, ο οποίος επί δύο χρόνια παρακολουθείτο από το Predator και την ΕΥΠ, και της υποστράτηγου Μηνιάτη που ήλεγχε τα τηλέφωνα του μακαρίτη Γ. Καραϊβάζ (σ.σ. δολοφονημένος δημοσιογράφος) για τις συνομιλίες με πολιτικά πρόσωπα και υπηρεσιακούς παράγοντες. Η κ. Μηνιάτη παρακολουθείτο όσο έκανε αυτήν την έρευνα και από το Predator και από την ΕΥΠ.

“Η έρευνα δεν έχει τελειώσει. Αν όμως περιοριστεί μόνο στους εμπλεκόμενους στο Predator και δε συμπεριλάβει και υπόπτους από την ΕΥΠ, τότε θα πρέπει να κλίνουμε τη λέξη «συγκάλυψη» σε όλες τις πτώσεις και στους δύο αριθμούς, και στον ενικό και στον πληθυντικό».

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις