Η κακοδιαχείριση και η απαρέγκλιτη ικανοποίηση των μνημονιακών δεσμεύσεων οδηγεί το κράτος στα βράχια
Ετοιμη να σκάσει είναι η φούσκα του success story της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος σκοπεύει να κάνει το μαύρο άσπρο από τη Θεσσαλονίκη το προσεχές Σαββατοκύριακο, κρύβοντας από τον ελληνικό λαό την αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας.
- Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Για να δικαιολογήσει το μικρό έως ανύπαρκτο καλάθι, ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει διαρκώς, με κομπασμό, ότι το κάνει για να μη θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα και για να μη ζήσουμε ξανά το τραύμα μια χρεοκοπίας.
Ενώ, όμως, επιχειρεί να δώσει την εικόνα της νοικοκυρεμένης διαχείρισης και της στιβαρής οικονομίας, τα δεδομένα είναι εντελώς αντίθετα. Και ο κ. Μητσοτάκης -βοηθούμενος από την επικοινωνιακή ομερτά και από τις μνημονιακές ενοχές των άλλων κομμάτων- δεν ακολουθεί αυτή τη στάση λόγω της… νοικοκυροσύνης που προβάλλει αλλά λόγω της αποτυχίας της κυβέρνησής του, που οδηγεί ολοταχώς την οικονομία της χώρας στα βράχια.
Τα επίσημα (αλλά σκοπίμως υποβαθμιζόμενα) στοιχεία που παρουσιάστηκαν μετά τον Δεκαπενταύγουστο και περιλαμβάνουν την πορεία του πρώτου εξαμήνου του 2024 είναι εφιαλτικά. Κατ’ αρχάς, το δημόσιο χρέος της Ελλάδος με όρους Κεντρικής Διοίκησης έχει ξεπεράσει τα 407 δισ. ευρώ (407,059), κάτι που αποτελεί νέο ιστορικό ρεκόρ, καθώς δεν είχε φθάσει σε αυτό το επίπεδο. Οταν η Ελλάδα οδηγήθηκε στα Μνημόνια το 2010, ήταν 330 δισ. ευρώ και, όταν χρεοκόπησε η χώρα, το 2012, είχε χρέος 367 δισ. ευρώ.
Βέβαια, η κυβερνητική προπαγάνδα εστιάζει στη μείωση του χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αλλά κι αυτό κρύβει μια οδυνηρή για τους Ελληνες πολίτες στρέβλωση, που εξηγεί γιατί η κυβέρνηση -παρά τις δήθεν φιλότιμες προσπάθειές της να την καταπολεμήσει- υποθάλπει και πριμοδοτεί την ακρίβεια: Με την άνοδο των τιμών αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου, μειώνοντας το έλλειμμα του Προϋπολογισμού, και συνακόλουθα μειώνει τον δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ, το οποίο, από την άλλη πλευρά, είναι πληθωριστικό και, έτσι, η άνοδός του δεν μεταφράζεται σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.
Παρά τη μείωση, η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια στο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και το εξωτερικό δημόσιο χρέος έχει ανέλθει στα 355,947 δισ. ευρώ. Για να κρατηθεί, όμως, σε αυτά τα επίπεδα, με βάση τις δεσμεύσεις έναντι των δανειστών αλλά και εξαιτίας της κακοδιαχείρισης από το επιτελικό κράτος, κατά την τελευταία πενταετία, διενεργείται μία σειρά από επικίνδυνες αλχημείες, πέραν του εξωτερικού δανεισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τις 30 Ιουνίου οι φορείς του Δημοσίου εμφανίζονται να έχουν δανείσει μέσω repos το υπουργείο Οικονομικών 53,512 δισ., «αγοράζοντας δημόσιο χρέος». Αυτά τα σχεδόν 53 δισ. στην πράξη έχουν αναλωθεί για να υποκαταστήσουν τον εξωτερικό δανεισμό της σημερινής κυβέρνησης κατά την προηγούμενη περίοδο.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος, οικονομικοί σχολιαστές σημειώνουν ότι το αντίστοιχο υπόλοιπο το 2019 κυμαινόταν στα 21,9 δισ. ευρώ. Δηλαδή, από σχεδόν 10% του ΑΕΠ, το κονδύλι αυτό τείνει να ξεπεράσει το 25% του ΑΕΠ. Και αυτός ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης έχει φθάσει να αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο δανειστή της Ελλάδας!
Ως γνωστόν, το χρέος Γενικής Κυβέρνησης συμπεριλαμβάνει όλους (πάνω των 1.500) τους φορείς (Περιφέρειες, Δήμοι, δημοτικές επιχειρήσεις, ΔΕΚΟ, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, ασφαλιστικοί οργανισμοί). Και όσα δανείζεται η Κεντρική Διοίκηση από τους υπολοίπους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης -ως ενδοκυβερνητικός δανεισμός- δεν προσμετρώνται στο δημόσιο χρέος.
Η αγορά σε τακτική βάση εκ μέρους του ΟΔΔΗΧ τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου από τη δευτερογενή αγορά και η μεταπώλησή τους με βάση repos σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης έχουν ως λογιστικό αποτέλεσμα τη μη προσμέτρηση αυτών των τίτλων στο δημόσιο χρέος και τη δημιουργία του λεγόμενου «κρυφού χρέους».
Ομως, εκτός από αυτά τα σχεδόν 53 δισ. ευρώ, οι 1.500 φορείς εμφανίζονται -στην επίσημη κατάσταση της 30ής Ιουνίου- να έχουν και άλλα ρευστά διαθέσιμα, περίπου 7,8 δισ. ευρώ ομόλογα, έντοκα και warrants. Το δε σύνολο των ρευστών και σχεδόν ρευστών διαθεσίμων των φορέων του Δημοσίου μαζί με τα μετρητά φτάνει τα (αδιανόητο!) 74,68 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 37% του ΑΕΠ!
Από αυτό το ποσό, τα 53,5 δισ. δανεικά των repos και τα 13,3 δισ. σε λογαριασμούς -αν και δεν διευκρινίζεται η ακριβής κατανομή τους- προέρχονται από τις εισφορές (όλες;) των ασφαλισμένων, τις εισφορές των αγροτών στον ΕΛΓΑ, τα κονδύλια που έπρεπε να έχει δώσει ο ΟΠΕΚΕΠΕ στους δικαιούχους τους, τα χρήματα των νοσοκομείων, καθώς και τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τα ελληνικά πανεπιστήμια, τα κληροδοτήματα επίσης των πανεπιστημίων, τους κοινοτικούς πόρους, οι οποίοι έχουν μεν κατανεμηθεί, χωρίς όμως να έχουν καταλήξει στον προορισμό τους, έως και τους προϋπολογισμούς των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ενα μεγάλο ερώτημα είναι εάν συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και «αναξιοποίητα» κεφάλαια του Ταμείου Ανάπτυξης. Γενικό σάρωμα, πάντως. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι εάν (θεωρητική με τα σημερινά δεδομένα, ασφαλώς, περίπτωση) οι φορείς ζητούσαν να τους επιστραφούν τα χρήματα αυτά, είναι εντελώς αβέβαιο αν θα ήταν δυνατόν να το κάνει -και σε ποιον βαθμό- η κυβέρνηση.
Για να γίνει ακόμα πιο καθαρή η εικόνα, σημειώνεται -όπως φαίνεται και από το επίσημο διάγραμμα- ότι ο δανεισμός σε repos «για να καλυφθούν μόνιμες ανάγκες» -δηλαδή, οι μαύρες τρύπες- τον Μάρτιο του 2018 ήταν σχεδόν στα 14 δισ. ευρώ, προκαλώντας μάλιστα σοβαρές αντιδράσεις από την πλευρά της Ν.Δ., που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση. Το ίδιο διάγραμμα δείχνει ότι έως τις εκλογές του 2019 υπάρχει μια συγκρατημένη αύξηση, περί τα 17 δισ. ευρώ, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια εντυπωσιακή εκτίναξη.
Επί των ημερών Μητσοτάκη το κρυφό δημοσιονομικό χρέος έφτασε στα 50 δισ. €
Από τα στοιχεία που παρουσιάζουμε καταρρέει, επίσης, άλλος ένας μύθος της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ενώ το επίσημο αφήγημα για τον υπέρογκο -εξωτερικό και εσωτερικό- δανεισμό έχει συνδεθεί με την πανδημία του Covid-19 και τις έκτακτες καταστάσεις, αποδεικνύεται τώρα κάτι άλλο: Το «γαλάζιο φαγοπότι» με την ανάλωση διαθεσίμων άρχισε τον Οκτώβριο του 2019 -δηλαδή μόλις τρεις μήνες ύστερα από τις εκλογές-, ενώ μέχρι τις 31 Μαρτίου 2020 είχαν «στραγγιστεί» επιπρόσθετα περί τα 7 δισ. ευρώ.
Το ξέσπασμα της πανδημίας έδωσε την ευκαιρία να μεγαλώσει το «πάρτι», ώσπου το επόμενο κομβικό σημείο είναι το τέλος της «ενισχυμένης εποπτείας», που είχε επιβληθεί μετά τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2022.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς, μετά και την πανδημία, η επιστροφή στην κανονικότητα να αφορά και τον δανεισμό, αποκαλύπτεται τώρα ότι αυτό που επακολούθησε ήταν το πλήρες ξεσάλωμα: Από τις αρχές του Σεπτεμβρίου 2022 είχε αρχίσει νέα άνοδος και μέσα σε τρεις μήνες «απορροφήθηκαν» από τους φορείς περίπου 9,1 δισ. ευρώ, για να μοιραστούν εν όψει των εκλογών που έρχονταν.
Σήμερα αυτός ο δανεισμός εμφανίζεται σχεδόν στα 50 δισ. ευρώ (49,8 δισ.), αποτελώντας «κρυφό» δημοσιονομικό χρέος-βόμβα, το οποίο μάλιστα, πέραν ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να «εκραγεί», φέρνει σε ακόμα πιο δεινή θέση και σε ένα πολύ επικίνδυνο αδιέξοδο τη χώρα, αφού το 2032 λήγει η περίοδος χάριτος στην πληρωμή των τόκων, όπως προβλέπει η συμφωνία με τους δανειστές…
Εφημερίδα Δημοκρατία-newsbreak.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις