Μια καταγγελία της οργάνωσης Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα (RSF) λίγες ημέρες πριν έβγαλε την επιφάνεια μία από τις πιο σκοτεινές επιχειρήσεις συκοφάντησης και σπίλωσης ακτιβιστών αλλά και δημοσιογράφων που ασχολούνται με τις πρακτικές της αγρο χημικής βιομηχανίας. Η καταγγελία της RSF έγινε λίγο μετά τη δημοσίευση μεγάλης έρευνας με τίτλο «Bonus Eventus Files» από τους ανεξάρτητους ρεπόρτερ Lighthouse Reports που δημοσιεύθηκε σε πολλά ΜΜΕ, όπως ο βρετανικός Guardian, η γαλλική Le Monde Guardian, η Africa Uncensored, η Australian Broadcasting Corporation.**

Η έρευνα αποκάλυψε πως ένα “«ιδιωτικό κοινωνικό δίκτυο», χρηματοδοτούμενο μεταξύ άλλων και από την αμερικάνικη κυβέρνηση, στοχοποιεί επικριτές των φυτοφαρμάκων, συλλέγει και δημοσιοποιεί προσωπικά στοιχεία τους, συκοφαντεί περιβαλλοντικούς δημοσιογράφους. Η RSF καλεί τις αρμόδιες αρχές στην Ευρώπη να αρχίσουν άμεσα δικαστική έρευνα για τις “σκανδαλώδεις”, όπως τις χαρακτηρίζει πρακτικές της αμερικάνικης εταιρείας.

Προσωπικά δεδομένα με μανδύα εργαλείου φήμης

Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε για την επιθετική τακτική των αγωγών Slapps από μεγάλες εταιρείες σε όσους ερευνούν και δημοσιοποιούν στοιχεία ή έρευνες για θέματα, προϊόντα ή υπηρεσίες που αφορούν το δημόσιο συμφέρον. Οι αγωγές που καταδικάστηκαν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την έκδοση ειδικής Οδηγίας, ήταν η τακτική φίμωσης και καταστολής για ακτιβιστές και δημοσιογράφους που ασχολούνται με τη ενέργεια, το Περιβάλλον, το κλίμα. Η βιομηχανία φυτοφαρμάκων και η αγροχημική βιομηχανία φαίνεται πως πρωτοστατούν σε μια νέα τακτική. Τη σπίλωση και στοχοποίηση όσων αποκαλύπτουν αθέμιτες πρακτικές ή ερευνούν τη βιομηχανία μέσω μιας ειδικής πλατφόρμας, ένα ιδιωτικό δίκτυο. Σε αυτό, που λειτουργεί ως ένα “μαύρο κουτί παγκόσμιας προπαγάνδας” για φυτοφάρμακα, δημοσιοποιούνται υποτιμητικά προφίλ προσωπικοτήτων για μια σειρά επιστημόνων, ειδικών συμβούλων, εισηγητών στον ΟΗΕ, ακτιβιστών, συγγραφέων ή και δημοσιογράφων. Τα άτομα που εμφανίζονται στην πύλη περιλαμβάνουν περισσότερους από 500 περιβαλλοντικούς υποστηρικτές, επιστήμονες, πολιτικούς και άλλους που θεωρούνται αντίπαλοι των φυτοφαρμάκων και των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών. Λεπτομέρειες στα προφίλ φαίνεται να προέρχονται από μια σειρά διαδικτυακών πηγών και πολλές από αυτές περιλαμβάνουν απαξιωτικούς ισχυρισμούς που συντάσσονται από άτομα που χρηματοδοτούνται από ή συνδέονται με άλλον τρόπο με τη χημική βιομηχανία. Οι πρώτες εκδόσεις των προφίλ συντάχθηκαν από το Academics Review, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή της Monsanto και της Byrne .

Σύμφωνα με την έρευνα η υπόθεση χρονολογείται από το 2017 όταν δύο ειδικοί των Ηνωμένων Εθνών ζήτησαν μια συνθήκη για την αυστηρή ρύθμιση των επικίνδυνων φυτοφαρμάκων, επικαλούμενοι επιστημονική έρευνα που καταδεικνύει ότι τα φυτοφάρμακα μπορούν να προκαλέσουν καρκίνους, νόσο του Πάρκινσον, Αλτσχάιμερ και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας. Η ένωση της βιομηχανίας φυτοφαρμάκων απάντησε δημόσια ότι όλα αυτά είναι “αβάσιμοι ισχυρισμοί”. 

Σήμερα τα προφίλ των δυο ειδικών του ΟΗΕ (της Hilal Elver και του Baskut Tuncak) εμφανίστηκαν με πολλά στοιχεία της προσωπικής ζωής τους και υποτιμητικά σχόλια σε διαδικτυακή ιδιωτική πλατφόρμα για υπαλλήλους εταιρειών φυτοφαρμάκων αλλά και εταιρειών που σχετίζονται με την αγρο βιομηχανία τροφίμων. Τα μέλη της πλατφόρμας μπορούν, όπως κατέδειξε η δημοσιογραφική έρευνα, να έχουν πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα προσωπικών δεδομένων για εκατοντάδες άτομα από όλο τον κόσμο που θεωρούνται απειλή για τα συμφέροντα της βιομηχανίας. Περιλαμβάνουν για παράδειγμα ονόματα μελών της οικογένειας, αριθμούς τηλεφώνου, διευθύνσεις σπιτιού, ακόμη και αντικείμενα αξίας στα σπίτια τους.

Όπως σημειώνεται στην έρευνα τα προφίλ αυτά είναι μέρος μιας προσπάθειας – που χρηματοδοτήθηκε, εν μέρει, από δολάρια των φορολογουμένων των ΗΠΑ – για την υποβάθμιση των κινδύνων από φυτοφάρμακα, τη δυσφήμιση των αντιπάλων και την υπονόμευση της διεθνούς χάραξης πολιτικής. Όλα αυτά καταδεικνύονται με σωρεία εγγράφων που εξασφάλισε η ομάδα των Lighthouse Reports, όπως δικαστικά αρχεία, email και άλλα επίσημα έγγραφα.

Πρωτοστάτης του ιδιωτικού δικτύου είναι μια εταιρεία «διαχείρισης φήμης» στο Μιζούρι, η v-Fluence. Η εταιρεία παρέχει υπηρεσίες «συλλογής πληροφοριών», «ιδιόκτητης εξόρυξης δεδομένων» και «επικοινωνίες κινδύνου».

Οι αποκαλύψεις καταδεικνύουν πώς οι υποστηρικτές της βιομηχανίας έχουν δημιουργήσει ένα «ιδιωτικό κοινωνικό δίκτυο» για την αντιμετώπιση της αντίστασης στα φυτοφάρμακα και τις γενετικά τροποποιημένες (ΓΤ) καλλιέργειες στην Αφρική, την Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου, ενώ επίσης δυσφημούν τις βιολογικές και άλλες εναλλακτικές μεθόδους καλλιέργειας.

Prague, Czech Republic 25th June 2007 Greenpeace activists protest at the NK 603 maize Monsanto test field of Nechanice, Czech Republic, holding warning signs against the danger of GMOs. ©Greenpeace/Ibra Ibrahimovic

Ο ιδρυτής της v-Fluence και το δίκτυο προώθησης

Τα αρχεία δείχνουν ότι το πρώην στέλεχος της Monsanto Jay Byrne είναι ο ιδρυτής της v-Fluence που ηγείται του ιδιωτικού δικτύου σπίλωσης. Τόσο ο ίδιος όσο η v-Fluence κατονομάζονται ως συγκατηγορούμενοι σε μια υπόθεση εναντίον της κινεζικής εταιρείας αγροχημικών Syngenta. Κατηγορούνται ότι βοήθησαν τη Syngenta να καταστείλει πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που τα ζιζανιοκτόνα paraquat της εταιρείας θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη νόσο του Πάρκινσον και ότι βοήθησαν να «εξουδετερώσει» τους επικριτές της. Ο Jay Byrne ρωτήθηκε για τις σχέσεις αυτές και απάντησε ότι «οι ισχυρισμοί και τα ερωτήματα αυτά βασίζονται σε χονδροειδώς παραπλανητικές επινοήσεις και κατασκευασμένα ψέματα». Η εταιρεία του, υποστήριξε ότι λειτουργεί ως «πάροχος συλλογής, κοινής χρήσης, ανάλυσης και αναφοράς πληροφοριών».

Ο Byrne εντάχθηκε στη Monsanto το 1997 εν μέσω της ανάπτυξης γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών από την εταιρεία που έχουν σχεδιαστεί για να ανέχονται τον ψεκασμό με τα ζιζανιοκτόνα glyphosate. Ως διευθυντής εταιρικής επικοινωνίας, εστίασε στο να κερδίσει την αποδοχή για τις αμφιλεγόμενες καλλιέργειες «βιοτεχνολογίας». Προηγουμένως κατείχε διάφορες υψηλού επιπέδου νομοθετικές θέσεις και θέσεις δημοσίων υποθέσεων στην Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (USAid).

Υποθέσεις” σε Αφρική και Ασία

Τα αρχεία δημοσίων δαπανών δείχνουν ότι η USAid έχει συνάψει σύμβαση με το International Food Policy Research Institute (IFPRI), μια μη κυβερνητική οργάνωση που διαχειρίζεται την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών σε αφρικανικά και ασιατικά έθνη. Με τη σειρά του, η IFPRI πλήρωσε στην v-Fluence λίγο περισσότερα από 400.000 δολάρια από το 2013 έως το 2019 για υπηρεσίες που περιλάμβαναν την αντιμετώπιση των επικριτών των «μοντέρνων προσεγγίσεων της γεωργίας» στην Αφρική και την Ασία.

Η v-Fluence επρόκειτο να δημιουργήσει την «πύλη ιδιωτικού κοινωνικού δικτύου» που, μεταξύ άλλων, θα παρείχε «τακτική υποστήριξη» στις προσπάθειες για την αποδοχή των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών . Στη συνέχεια, η εταιρεία ξεκίνησε μια πλατφόρμα που ονομάζεται Bonus Eventus, που πήρε το όνομά της από τον Ρωμαίο θεό της γεωργίας του οποίου το όνομα μεταφράζεται σε «καλό αποτέλεσμα».

** Η έρευνα έγινε από τους: Lighthouse Reports, Africa Uncensored (Κένυα), New Lede (ΗΠΑ), Le Monde (Γαλλία), The Continent (Νότια Αφρική), The New Humanitarian (Ελβετία), ABC News (Αυστραλία) και The Wire Ειδήσεις (Ινδία)

neostrategy.gr

Πηγή: Οzan Safak/Unsplash

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις