Μειώνονται συνεχώς οι προσδοκίες από τις … ψευδαισθήσεις που είχε καλλιεργήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη για «ήρεμα νερά» στα ελληνοτουρκικά. Η Αγκυρα, παρ’ ότι παριστάνει το καλό παιδί που θέλει διάλογο, αναδεικνύει σε ολοένα υψηλότερους και επιθετικότερους τόνους τις απαιτήσεις της έναντι της Ελλάδας, ενώ επιδιώκει συστηματικά την «δορυφοριοποίηση» – «φινλανδοποίηση» της χώρας μας. Κοντολογίς, να μην ασκεί κανένα κυριαρχικό δικαίωμά της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, δίχως την «άδεια» της Αγκυρας.
Παρά τον «διάλογο» που -υποτίθεται- ότι διεξάγει η Τουρκία με την Ελλάδα, ξεδιπλώνει με ιδιαίτερη ένταση τις απαιτήσεις της έναντι της χώρας μας. Οχι μόνο λεκτικά, όπως έκανε εσχάτως, μεταξύ των πολλών Τούρκων αξιωματούχων, ο υπουργός Αμυνας της γείτονος, Γιασάρ Γκιουλέρ, αλλά και εμπράκτως, επιθετικά. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι να εμποδίσει προ μηνών με πολεμικά πλοία την Ελλάδα να ασκήσει τα δικαιώματά της που απορρέουν από το διεθνές Δίκαιο για έρευνες ανάμεσα στην Κάσο και στην Κάρπαθο. Εξίσου επιθετική ήταν η συμπεριφορά της Τουρκίας, που με ναυτική οδηγία (NAVTEX) ενέταξε σε περιοχή ασκήσεών της τη Ζουράφα.
Ολα δείχνουν ότι μόνο «ήρεμα» δεν είναι τα νερά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή τη φορά, ο Γ. Γκιουλέρ, κατά την προσφιλή τακτική της τουρκικής πλευράς, ανέδειξε το «πακέτο» προβλημάτων που, κατά την Αγκυρα, υπάρχει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μίλησε για αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών, όταν η Τουρκία κατέχει τη μισή Κύπρο και έχει εκεί κατοχικά στρατεύματα, και όταν απέναντι από τα νησιά του Αιγαίου έχει αναπτύξει την αποβατική στρατιά της. Υποστήριξε, για μια ακόμη φορά, ότι στην περιοχή της Κάσου – Καρπάθου η ελληνική υφαλοκρηπίδα είναι τουρκική (!). Μάλιστα, εάν ευσταθούν τα όσα ισχυρίστηκε, αυξάνονται οι υποψίες περί υποχωρητικότητας και κατευνασμού που επέδειξε η Αθήνα, προ μηνών, στο σοβαρό επεισόδιο της Κάσου.
Αυτή τη φορά, όμως, πρόσθεσε και ένα ακόμα «κερασάκι» στους τουρκικούς ισχυρισμούς. Οτι η Ελλάδα παραβιάζει τα Πρακτικά της Βέρνης. Επρόκειτο για συμφωνία της τότε κυβέρνησης ΝΔ, του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, η οποία μάλιστα κρατήθηκε μυστική (!) επί σειρά πολλών ετών. Οταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου έγινε κυβέρνηση, δόθηκε στη δημοσιότητα. Η παράγραφος 6 αυτού του πρωτοκόλλου όριζε ότι «τα δύο μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικάς με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα ηδύνατο να παρενοχλήσει την διαπραγμάτευσιν». Τότε διεξάγονταν ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, που οδηγήθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο, αποκλειστικά για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.
Από τη ναφθαλίνη
Κοντολογίς, η Αγκυρα ανέσυρε από τη ναφθαλίνη μια συμφωνία που ήταν γέννημα μιας άλλης εποχής και αντικατόπτριζε άλλα ζητούμενα, μόνο και μόνο για να κατηγορήσει την Ελλάδα για μονομερείς ενέργειες στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο, ούτως ώστε να αναδείξει τις δικές της απαιτήσεις και να «γκριζάρει» αυτές τις θαλάσσιες περιοχές.
Ποιος μιλάει για μονομερείς ενέργειες; Η χώρα που μονομερώς έκλεισε μια ψευδεπίγραφη συμφωνία με την «κυβέρνηση» της Τρίπολης (Λιβύη) για την δήθεν οριοθέτηση της -παντελώς αβάσιμης και παράλογης γεωγραφικά- ΑΟΖ, η οποία παραβιάζει ελληνικά δικαιώματα. Μιλάει η Τουρκία για μονομερείς ενέργειες, όταν η ίδια, με το έτσι θέλω, έχει «ανακηρύξει» τα όρια της δήθεν δικαιοδοσίας της για έρευνα και διάσωση στο μέσον του Αιγαίου (!). Ο κατάλογος με τις μονομερείς κινήσεις της Τουρκίας είναι ιδιαίτερα μεγάλος, και καλύτερα θα ήταν να σιωπά η Αγκυρα, η οποία κατά τα λοιπά κόπτεται για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη (και τώρα, πια και στα Δωδεκάνησα), όταν έχει εκδιώξει την ελληνική μειονότητα από την Τουρκία.
Από κοινού στη Χάγη
Ο Γ. Γκιουλέρ, επίσης, ο οποίος φαίνεται να έχει επιλεκτική μνήμη, καλό θα ήταν να ακονίσει τη μνήμη του και να θυμηθεί πως καταλήξαμε στη συμφωνία της Βέρνης. Ηταν, όταν η Τουρκία έκανε κωλοτούμπα, και ενώ είχε συμφωνήσει την από κοινού με την Ελλάδα προσφυγή στο διεθνές Δικαστήριο για το θέμα της υφαλοκρηπίδας, πήρε πίσω την υπογραφή της.
Ο Αναστάσης Πεπονής, άλλοτε υπουργός των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, έγραφε στο λίαν κατατοπιστικό -για τα ελληνοτουρκικά- βιβλίο του, «Για το ζήτημα του Αιγαίου», για την περίοδο των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης και την τότε κυβέρνηση Καραμανλή: «Θέση και πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η από κοινου με την Τουρκία παραπομπή του ζητήματος για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, στο διεθνές Δικαστήριο. Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοινώνει στη Βουλή ότι η τουρκική πλευρά δεχεται να γίνουν συνομιλίεςπου θα κατέληγαν σε κοινή πρόταση για παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Δ.Δ. της Χάγης. Στις 31 Μαΐου του ιδίου έτους, σε συνάντηση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες αυτή η παραπομπή συμφωνήθηκε ρητά και αναφέρθηκε στη σχετική με αυτή τη συνάντηση ανακοίνωση.Κι’ όμως, ύστερα από μόλις τέσσερις μήνες, η Τουρκία υπαναχώρησε. Η απάντηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν ότι «το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων θεμάτων».
«Βυθίστατε το Χόρα»
Οπως ο ίδιος γράφει, «τον Αύγουστο του 1976 η τουρκική κυβέρνηση περνάει ξανά από τις νομικές πράξεις και τα διπλωματικά έγγραφα στη δημιουργία γεγονότων. Το γνωστό ως Χόρα ερευνητικό πλοίο που μετονομάστηκε σε Σισμικ1 επιχειρεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Είναι η ενέργεια που προκάλεσε τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, με 14 τότε βουλευτές, ότι έπρεπε να έχει υπάρξει δυναμική στρατιωτική αντίδραση. Είναι η θέση του που καταχωρήθηκε στον Τύπο με την διατύπωση «Βυθίσατε το Χόρα», διατύπωση που δεν είχε χρησιμοποιήσει ο Παπανδρέου.
»Η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε με έντονα διαβήματα προς την Αγκυρα. Προσέφυγε επίσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Δ.Δ. της Χάγης. Στο Δικαστήριο υπέβαλε δύο ζητήματα: 1. Την επίλυση του ζητήματος με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. 2. Τη λήψη προσωρινών μέτρων για το διάστημα έως την έκδοση της απόφασης για το αντικείμενο της δίκης.
»Το Δ.Δ. της Χάγης δεν έκανε κανένα δεκτό. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα. Μια από τις νομικές βάσεις της προσφυγής ήταν η Γενική Πράξη για την Ειρηνική Επίλυση Διεθνών Διαφορών (1928) στην οποία είχαν προσχωρήσει και τα δύο κράτη. Η Ελλάδα, το 1931, μαζί με τη δήλωση προσχώρησης σε αυτή την πολυμερή συνθήκη, είχε καταθέσει «επιφύλαξη» με την οποία εξαιρούσε από την δικαιοδοσία του Δ.Δ. της Χάγης διαφορές που αφορούν στο εδαφικό καθεστώς της χώρας».
Ετσι, σημειώνει ο Α. Πεπονής, «μετά την απόφαση του Δ.Δ. της Χάγης ξανάρχισαν οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες σε υπηρεσιακό επίπεδο. Κατέληξαν και αυτές σε ένα κείμενο, στο Πρακτικό της Βέρνης, της 11ης Νοεμβρίου 1976, που καθόριζε υποχρεώσεις σχετικές με την συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου.
Η Ελλάδα αποδεχόταν έτσι τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων αντί της απο κοινού ανάθεσης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Δ.Δ. της Χάγης. Αποκλειστικό αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ήταν η υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική πλευρά δεν δέχτηκε να συζητηθούν άλλες προτάσεις της τουρκικής πλευράς, όπως η συνεκμετάλλευση».
Μυστική συμφωνία
«Το Πρακτικό της Βέρνης δεν είχε δοθεί για χρόνια στη δημοσιότητα», αναφέρει ο Α. Πεπονής. Και προσθέτει: «Οι διαπραγματεύσεις εκφυλίστηκαν σε ατέρμονες και άγονες συζητήσεις που έως το 1981, δηλαδή επί 5 χρόνια, δεν είχαν καταλήξει σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Η ελληνική κυβέρνηση κατήγγειλε την τουρκική πλευρά ως υπεύθυνη».
Τώρα, ποιος τον «δασκάλεψε» τον Γκιουλέρ για τη Βέρνη και του συνέστησε να ξεθάψει τη συμφωνία από το χρονοντούλαπο της ιστορίας; Οπως και να’ χει, οι αναφορές του είναι ενδεικτικές της τακτικής της Τουρκίας να επικαλείται προσχηματικά ακόμα και συμφωνίες που έχουν … πεθάνει.
Στο ίδιο βιβλίο, πάντως, αναφέρεται πως «από τις 10 παραγράφους του Πρακτικού, η παράγραφος 6 συσχετίστηκε μετά από χρόνια με αποφάσεις και μέτρα της τότε κυβέρνησης (σ.σ. Καραμανλή, Αβέρωφ, Μάνου, κ.λ.π.) για τις έρευνες στο Β. Αιγαίο εκτός των χωρικών υδάτων, αλλά σε ελληνική υφαλοκρηπίδα».
Απαγόρευση στη Θάσο
Μάλιστα, «το πρώτο δεκαήμερο του 1978 επακολουθεί διαταγή του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, η οποία επικαλούμενη λόγους ασφαλείας, απαγορεύει πάσαν ερευνητικήν ή γεωτρητικήν δραστηριότητα ανατολικώς της Θάσου. Ενα από τα ερωτήματα που γέννησε αυτή η απαγόρευση είναι εάν την επέβαλε και υπό ποίες προϋποθέσεις η παράγραφος 6 του Πρακτικού της Βέρνης, το οποίο επί χρόνια είχε κρατηθεί μυστικό. Η παράγραφος αυτή όριζε ότι “τα δύο μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικάς με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα ηδύνατο να παρενοχλήσει την διαπραγμάτευσιν”».
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μετά το 1981, έδωσε στη δημοσιότητα το Πρακτικό της Βέρνης, αφού προηγουμένως είχε ξεσπάσει σφοδρή αντιπαράθεση με τη ΝΔ, η οποία ήταν πλέον αντιπολίτευση. Σε δηλώσεις του, ο Ανδρέας Παπανδρέου τόνιζε ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν δεσμεύεται από τις συμφωνίες της Βέρνης, με δεδομένο ότι δεν συνέτρεχε πλέον η προϋπόθεση των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Κατηγόρησε, δε, τη ΝΔ (υπήρξε μυστική ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των πρώην υπουργών Ενέργειας και Αμυνας, Μάνου και Αβέρωφ) ότι εάν επρόκειτο πράγματι να θέσει η κυβέρνηση της ΝΔ υπό αμφισβήτηση τη συμφωνία της Βέρνης, θα έπρεπε να είχε ενεργήσει διαφορετικά.
Να σημειωθεί, γράφει ο Α. Πεπονής, πως «ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Αμυνας κατά την επίμαχη περίοδο, συνέδεε ρητά και με έμφαση την απαγόρευση των ερευνών με την ασφαλή προστασία «των θαλασσίων εγκαταστάσεων και γεωτρήσεων» και με την άμυνα «άλλων ευπαθών σημείων της χώρας που μοιραία θα κινδύνευαν αν στο χώρο των γεωτρήσεων συνέβαιναν σοβαρά γεγονότα».
Πολλά από τα τότε γεγονότα και τους χειρισμούς εκείνης της κυβέρνησης έχουν αρκετές ομοιότητες με τη σημερινή περίοδο. Επουδενί, όμως, η Αγκυρα δικαιούται να ανασύρει … περσινά ξινά σταφύλια για να «επιχειρηματολογήσει» υπέρ των παράλογων αξιώσεών της. Σκόπιμο είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην προσποιείται ότι … δεν τρέχει τίποτε, στο όνομα των «ήρεμων νερών».
Τι είναι το Πρωτόκολλο
Το Πρωτόκολλο της Βέρνης, που υπογράφηκε στις 11 Νοεμβρίου 1976 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αποτέλεσε ένα σημαντικό αλλά άτυπο βήμα για τη διαχείριση των εντάσεων στο Αιγαίο. Η συμφωνία, που επικεντρώνεται κυρίως στη διαφορά της υφαλοκρηπίδας, ανέδειξε τη σημασία της διπλωματίας, ενώ ταυτόχρονα ανέκυψαν κρίσιμα νομικά ζητήματα, τα οποία εξακολουθούν να επηρεάζουν τη σχέση των δύο χωρών.
Ιστορικό και Χαρακτήρας της Συμφωνίας
Το Πρωτόκολλο συνάφθηκε σε ένα κλίμα αυξημένων εντάσεων λόγω των τουρκικών ερευνών υδρογονανθράκων σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρούσε μέρος της υφαλοκρηπίδας της. Η συμφωνία, που χαρακτηρίζεται από την απουσία τυπικής επικύρωσης και διεθνούς καταχώρησης, αποτέλεσε μια άτυπη πολιτική δέσμευση (gentlemen’s agreement). Ελλείψει νομικής δεσμευτικότητας, βασίστηκε στην καλή πίστη και τη βούληση των μερών να αποφύγουν μονομερείς ενέργειες.
Νομικές Πτυχές
Μη Δεσμευτικός Χαρακτήρας: Το Πρωτόκολλο δεν συνιστά τυπική διεθνή συνθήκη, καθώς δεν επικυρώθηκε από τα εθνικά κοινοβούλια ούτε καταχωρήθηκε στα Ηνωμένα Έθνη. Εξαιτίας αυτού, δεν παρήγαγε νομικές υποχρεώσεις αλλά πολιτικές δεσμεύσεις.
Αμφισβητούμενη Ερμηνεία: Η άτυπη φύση του οδήγησε σε αμφιλεγόμενες ερμηνείες. Ενώ η Ελλάδα θεωρούσε ότι η συμφωνία απαγόρευε την πραγματοποίηση ερευνών σε αμφισβητούμενες περιοχές, η Τουρκία υποστήριζε ότι διατηρούσε δικαίωμα έρευνας σε περιοχές που η ίδια διεκδικούσε.
Θέμα Υφαλοκρηπίδας και Διεθνές Δίκαιο: Η Ελλάδα στηρίζεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982), η οποία προβλέπει ότι τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Ωστόσο, η Τουρκία, η οποία δεν έχει υπογράψει την UNCLOS, αμφισβητεί την πλήρη επήρεια των νησιών. Η διαφορά αυτή δεν επιλύθηκε από το Πρωτόκολλο, αλλά αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς διαμεσολάβησης.
Διαδικασίες στη Χάγη: Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, η Ελλάδα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας να αναγνωριστούν τα δικαιώματά της επί της υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι το ζήτημα δεν ήταν αποκλειστικά νομικό αλλά πολιτικό, γεγονός που εμπόδισε την επίτευξη δικαστικής διευθέτησης.
Επιπτώσεις και Ερμηνευτικές Αδυναμίες
Η συμφωνία δεν περιλάμβανε μηχανισμούς επίλυσης διαφορών ή κυρώσεις για μη συμμόρφωση, αφήνοντας το πλαίσιο ευάλωτο σε παραβιάσεις. Αυτό έγινε εμφανές όταν η Τουρκία, τα επόμενα χρόνια, συνέχισε έρευνες με πλοία όπως το Σισμίκ Ι και ΙΙ, δημιουργώντας νέες κρίσεις. Παράλληλα, η Ελλάδα θεωρούσε ότι το Πρωτόκολλο δεν απέκλειε την πραγματοποίηση ερευνών σε περιοχές που δεν αμφισβητούνταν.
Η Σχέση με την UNCLOS
Η υιοθέτηση της UNCLOS το 1982 έθεσε νέες νομικές βάσεις για τη ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ, ενισχύοντας τη θέση της Ελλάδας. Ωστόσο, η μη συμμετοχή της Τουρκίας στη Σύμβαση περιόρισε τη δυνατότητα νομικής επίλυσης, διατηρώντας το Πρωτόκολλο της Βέρνης ως το μοναδικό σημείο αναφοράς για την αποκλιμάκωση των εντάσεων.
Συμπεράσματα
Το Πρωτόκολλο της Βέρνης, αν και αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο αποκλιμάκωσης, δεν κατάφερε να προσφέρει μια μακροπρόθεσμη λύση στις διαφορές Ελλάδας-Τουρκίας. Η άτυπη φύση του και οι ερμηνευτικές του αδυναμίες το καθιστούν περισσότερο πολιτικό εργαλείο παρά νομικό μέσο επίλυσης διαφορών. Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου με την UNCLOS δημιούργησε μια πιο σαφή νομική βάση, αλλά η άρνηση της Τουρκίας να αποδεχθεί τη Σύμβαση περιέπλεξε περαιτέρω την κατάσταση, καθιστώντας απαραίτητη τη συνέχιση του διαλόγου και της διπλωματίας.
Το ελληνικό υπουργείο Αμυνας
Στον Τούρκο υπουργό Αμυνας απάντησαν «πηγές» (όχι με επίσημη ανακοίνωσή του) του ελληνικού υπουργείου Αμυνας.
«Η Ελλάδα -ανέφεραν αναλυτικά- παραμένει προσηλωμένη στο Διεθνές Δίκαιο, όπως και στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, έχοντας μάλιστα υπογράψει τη σχετική διεθνή σύμβαση (UNCLOS). Θέσεις οι οποίες αντίκεινται στο Διεθνές Δίκαιο δεν συμβάλλουν στην εμπέδωση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν εγγυητή της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, όπως αυτά καθορίζονται από τους κανόνες της διεθνούς έννομης τάξης».
Το ίδιο -τουρκικό- βιολί
Οσον αφορά τον Γ. Γκιουλέρ, αυτός μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής:
–Για την Κάσο: «Τελευταία, τον Ιούλιο, η ερευνητική δραστηριότητα πόντισης καλωδίων του ιταλικού πλοίου Ievoli Relume στην υφαλοκρηπίδα μας εμποδίστηκε από την αποτρεπτική στάση των στοιχείων μας στην περιοχή και εν τέλει το ιταλικό πλοίο μπόρεσε να πραγματοποιήσει τις δραστηριότητές του αφού είπε ‘Ναι, αποδέχομαι την δική σας περιοχή ευθυνών. Μου επιτρέπετε, έχω την άδειά σας;‘.
»Με αυτό, δείξαμε ότι καμία δραστηριότητα έργων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την άδεια της χώρας μας. Όπως γνωρίζετε, το έργο ISPED (σ.σ. ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου και κατόπιν με Ισραήλ) είναι ένα έργο που έχει μείνει στα χαρτιά, χάρις στην αποφασιστική στάση της χώρας μας.
»Το τελευταίο διάστημα, το υπουργείο Εξωτερικών μας προέβη στις απαραίτητες διπλωματικές πρωτοβουλίες προς τις ελληνικές αρχές σχετικά με τις ερευνητικές δραστηριότητες που η ελληνική πλευρά προσπάθησε να πραγματοποιήσει χωρίς άδεια στη δυνητική μας υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, κατά παράβαση του πρακτικού της Βέρνης μεταξύ των δύο χωρών το 1976 και το διεθνές δίκαιο, και στο πεδίο, η Διοίκηση των Ναυτικών Δυνάμεων και η Διοίκηση του Λιμενικού Σώματος ανέλαβαν δράση. Δόθηκαν οι απαραίτητες απαντήσεις».
-Για την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα: «Παρακολουθούμε στενά όλες τις εξελίξεις στην περιοχή μας, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη, σε ό,τι αφορά την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας μας και αξιολογούμε τις επιπτώσεις τους στη χώρα μας. Σε αυτό το πλαίσιο γνωρίζουμε την παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα και ποιες βάσεις χρησιμοποιούν στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη στρατιωτικών στοιχείων από τις ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη επηρεάζει τις στρατηγικές ισορροπίες στην περιοχή και αφορά άμεσα τις πολιτικές ασφαλείας της Τουρκίας».
-Για το Καστελόριζο: «Βρίσκεται πολύ κοντά στην Τουρκία καθώς απέχει 1.900 μέτρα, είναι ένα από τα 23 νησιά που πρέπει να έχουν αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς, σύμφωνα με διεθνείς συμφωνίες. Ωστόσο, η Ελλάδα συνεχίζει να παραβιάζει το καθεστώς πολλών νησιών, συμπεριλαμβανομένου του Καστελόριζου, σε αντίθεση με τις συμφωνίες που υπέγραψε».
-Για αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών: «Η στάση της Τουρκίας στα νησιά με αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς είναι ξεκάθαρη. Δεν είναι δυνατόν να κάνουμε τα στραβά μάτια στην στρατιωτικοποίηση αυτών των νησιών και στην παραβίαση του καθεστώτος τους. Έχουμε δηλώσει στο παρελθόν ότι η Τουρκία δεν θα απέχει από την άσκηση των δικαιωμάτων που της παρέχονται από διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τη παραβίαση του αποστρατιωτικοποιημένου καθεστώτος αυτών των νησιών. Η στάση μας σήμερα δεν είναι διαφορετική».
–Για την ψευδεπίγραφη οριοθέτηση ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης και τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη: «Στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω των μαξιμαλιστικών και παράνομων απαιτήσεων της Ελλάδας και της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης της Νότιας Κύπρο (σ.σ. Κυπριακή Δημοκρατία), υφίστανται μια σειρά διαφωνιών για την περιοχή θαλάσσιας δικαιοδοσίας. Η χώρα μας πραγματοποιεί διάφορες πρωτοβουλίες τόσο επί του πεδίου όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα, τα συμφέροντα και τα ενδιαφέροντα της στην Ανατολική Μεσόγειο. Με τις συμφωνίες για τις περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας που υπογράψαμε με την ΤΔΒΚ (σ.σ. κατεχόμενα) το 2011 και με τη Λιβύη το 2019, καθώς και με την υφαλοκρηπίδα μας που διακηρύξαμε στα Ηνωμένα Έθνη στις 18 Μαρτίου 2020, δείξαμε την αποφασιστική μας στάση ότι είμαστε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στην Ανατολική Μεσόγειο. Την αποφασιστική αυτή στάση τη δείχνουμε και στο πεδίο, εμποδίζοντας τις μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες που κατευθύνονται προς την υφαλοκρηπίδα μας».
neostrategy.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις