Οι αποκαλύψεις για την υπόθεση των υποκλοπών υπογραμμίζουν πόσο απέχει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη από την πραγματική θεσμική «κανονικότητα»
Όταν το 2019 η Νέα Δημοκρατία, με πρόεδρο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κέρδισε στις εκλογές, σε μεγάλο βαθμό υποσχέθηκε την «κανονικότητα». Μια ομαλή λειτουργία των θεσμών και του κράτους, απουσία βίαιων παρεμβάσεων και τήρηση των «κανόνων του παιχνιδιού» σε κάθε επίπεδο.
Μάλιστα, η κριτική που ασκούσε στην προηγούμενη πολιτική συνθήκη, δηλαδή τη διακυβέρνηση Τσίπρα, αφορούσε ακριβώς την απουσία θεσμικής κανονικότητας. Αρκεί να θυμηθούμε πόσες φορές ακούσαμε να επαναλαμβάνονται τότε διάφορες φράσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ περί «ελέγχου των αρμών του κράτους», για να μην αναφερθούμε σε όλη τη ρητορική περί «σκευωρίας Novartis», ή τη διαρκή υπενθύμιση του πρώτου διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Και προφανώς είχαμε επιπλέον τον τρόπο που περιφέρει ακόμη σαν τρόπαιο τις καταδίκες των Παππά και Παπαγγελόπουλου.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι εάν υπάρχει μια κυβέρνηση που πραγματικά να ελέγχει όλους τους αρμούς του κράτους και να εξασφαλίζει με αυτόν τον τρόπο ασυλία, αυτή είναι η Νέα Δημοκρατία.
Και αυτό αποδεικνύεται από την σε εξέλιξη δίκη για τις υποκλοπές.
Καταρχάς η ίδια η δίκη, το ποιοι τελικά κάθονται στο εδώλιο, είναι απόδειξη ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Υπενθυμίζουμε ότι δικάζονται, για πλημμελήματα, οι ιδιώτες, Έλληνες και ξένοι που είχαν τη διαχείριση των εταιριών που σχετίζονται με το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator. Δικάζονται μόνο αυτοί, γιατί η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι επρόκειτο περί «ιδιωτικής υπόθεσης», λες και αυτοί οι ιδιώτες είχαν το χούι να κρυφακούν χρησιμοποιώντας ένα πανάκριβο λογισμικό που κανονικά το έχουν μόνο κρατικές υπηρεσίες.
Ωστόσο, παρά του κουτσουρεμένου κατηγορητηρίου η ίδια η δίκη έχει φέρει στο προσκήνιο πολύ σημαντικά στοιχεία. Καθόλου τυχαία, τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ την έχουν αποσιωπήσει εντελώς.
Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει προκύψει από τη δίκη – και πρωτίστως την πολιτική αγωγή που εκπροσωπεί τα θύματα των υποκλοπών – είναι ακριβώς ο τρόπος που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, και όχι μόνο, οργάνωσε με επίκεντρο το Μέγαρο Μαξίμου, σε μια εποχή όπου γραμματέας του πρωθυπουργού ήταν ο ανιψιός του Κυριάκου Μητσοτάκη, Γρηγόρης Δημητριάδης, ένα σύστημα παρακολούθησης πολιτικών αντιπάλων, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, υπουργών, δικαστικών, αξιωματικών, σε πρώτη φάση μέσω των νόμιμων επισυνδέσεων της ΕΥΠ και αργότερα με χρήση του παράνομου λογισμικού Predator. Ο λόγος που επέλεξαν το Predator, για το οποίο έστησαν ολόκληρο παράλληλο μηχανισμό και εξασφάλισαν και τη χρηματοδότησή της προμήθειας του, ήταν ακριβώς ότι είχε πολύ ανώτερες επιδόσεις και δυνατότητες σε σχέση με τις «νόμιμες επισυνδέσεις» της ΕΥΠ: μπορούσε να καταγράφει τις επικοινωνίες σε εφαρμογές όπως το whatsapp και ουσιαστικά μετέτρεπε το τηλέφωνο σε σταθμό παρακολουθήσεων.
Όταν το σκάνδαλο αποκαλύφθηκαν και ήρθαν στοιχεία στο φως, η κυβέρνηση ενεργοποίησε έναν μηχανισμό συγκάλυψης.
Και χρειάστηκε να τον ενεργοποιήσει, γιατί ήξερε ότι δεν ήλεγχε την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή, την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και τον τότε πρόεδρό της Χρήστο Ράμμο.
Γνωρίζοντας η κυβέρνηση ότι δύσκολα θα απέφευγε να κάνει έρευνα ο Ράμμος, έσπευσε, όπως κατέθεσε ο Ράμμος στο δικαστήριο να του βάλει όσα εμπόδια μπορούσε: η ΑΔΑΕ δεν μπόρεσε να ελέγξει ουσιαστικά την ΕΥΠ, παρότι εξ αρχής είχε γίνει γνωστό ότι υπήρξαν άνθρωποι που πρώτα στοχοποιήθηκαν από την ΕΥΑΠ και μετά με το Predator. H EYΠ αρνήθηκε επί της ουσίας να συνεργαστεί και να βοηθήσει την έρευνα. Και πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και για να είναι σίγουρη η κυβέρνηση ότι η ΑΔΑΕ δεν θα γινόταν πρόβλημα, έσπευσε να προσπαθήσει να αλλάξει τον συσχετισμό εντός της, αλλάζοντας τα μέλη. Το αποτέλεσμα ήταν π.χ. να απορριφθεί η επιβολή προστίμου σε βάρος της ΕΥΠ. Και ο συσχετισμός άλλαξε μετά από μια συναλλαγή με την κοινοβουλευτική ομάδα της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου, που είδε να απαλείφονται κάποια πρόστιμα που είχε σε βάρος του, αφού με την ίδια διαδικασία άλλαξε και ο συσχετισμός στο ΕΣΡ, που είχε επιβάλει τα πρόστιμα.
Την ίδια στιγμή, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατία, έσπευσε να εξασφαλίσει ότι δεν θα έχει πρόβλημα με τη δικαιοσύνη. Η διορισμένη τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σε μια κρίσιμη στιγμή πήρε τη δικογραφία από τα χέρια τα δικαστών που χειρίζονταν την υπόθεση και με το πρόσχημα της αναβάθμισης του ενδιαφέροντος για την υπόθεση, ανέθεσε την έρευνα στον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Ζήση, ο οποίος βέβαια στη συνέχεια συνέγραψε ένα τεράστιο συγχωροχάρτι για τις ευθύνες της κυβέρνησης για τις υποκλοπές. Μάλιστα, η αφαίρεση της δικογραφίας από τους εισαγγελείς πρωτοδικών έγινε ακριβώς αφού οι τελευταίοι είχαν ζητήσει από την ΑΔΑΕ να πραγματοποιήσει τους σχετικούς ελέγχους.
Όλος αυτός ο χειρισμός ήρθε στο φως από τον κ. Ράμμο που υπογράμμισε το πώς η ΕΥΠ αρνούνταν επί της ουσίας να συνεργαστεί με την ΑΔΑΕ, αλλά και του Στέφανου Γκρίτζαλη, μέλους τότε της ΑΔΑΕ, που επίσης υπογράμμισε όλα τα εμπόδια στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Όμως, ήρθε στο φως και μια άλλη πολύ σημαντική αποκάλυψη, αυτή τη φορά από τον Βασίλη Λαμπρόπουλο. Σύμφωνα με αυτή οι δύο πραγματογνώμονες, που διόρισε ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Αχιλλέας Ζήσης και οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι δεν μπορούσε να προκύψει κάποια συσχέτιση από το ότι υπήρχαν άνθρωποι που ήταν ταυτόχρονα υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ και στόχοι για παρακολούθηση με το Predator, είχαν δεχθεί παρεμβάσεις και «υποδείξεις» από δικαστικούς λειτουργούς που τους υπέδειξαν πώς να προχωρήσουν στην έρευνά τους. Δηλαδή, τους υπαγόρευσαν το πόρισμα που θα συνέτασσαν ως – υποτίθεται… – ανεξάρτητοι πραγματογνώμονες.
Όλα αυτά παραπέμπουν στην πράξη σε μια συστηματική και ενορχηστρωμένη προσπάθεια της ΝΔ να χειραγωγήσει τη δικαιοσύνη, να διαμορφώσει ευνοϊκό συσχετισμό σε μια κρίσιμη Ανεξάρτητη Αρχή και τελικά να εξασφαλίσει την ασυλία που επεδίωκε…
Το χειρότερο από όλα είναι ότι αυτή η κυβερνητική προσπάθεια απέδωσε για την κυβέρνηση. Το πόρισμα Ζήση που έσπευσε η τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Αδειλίνη να υιοθετήσει λειτούργησε ως ταφόπλακα για τη διερεύνηση των κυβερνητικών ευθυνών.
Μάλιστα, αυτός ο χειρισμός, που φάνηκε από τα πρώτα βήματα να «βγαίνει» για την κυβέρνηση, ίσως και να έπαιξε έναν ρόλο σε όλες τις μεταγενέστερες προσπάθειες συγκάλυψης κυβερνητικών ευθυνών, είτε επρόκειτο για τα Τέμπη είτε για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Κοινώς όταν η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι μπορούσε όντως να «ελέγξει τους αρμούς του κράτους, και άρα να χειραγωγήσει τη διερεύνηση των ευθυνών της, αποφάσισε ότι θα το έκανε στη μέγιστη δυνατή κλίμακα. Γι’ αυτό και αρνήθηκε επί της ουσίας την ευθύνη για την τραγωδία στα Τέμπη. Γι’ αυτό και προσπαθεί να παρουσιάσει το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ως «διαχρονικό» σύμπτωμα, που όμως τελικά αφορά επίορκους υπαλλήλους και παραβατικούς αγρότες και κτηνοτρόφους.
Με απλά λόγια: όταν ένιωσε η κυβέρνηση ότι μπορούσε να «της βγει» να απαλλαγεί από το δικαστικό και άρα πολιτικό κόστος σε σχέση με τις υποκλοπές, αποφάσισε ότι με αυτόν τον τρόπο θα πήγαινε σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Αδιαφορώντας για το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο υπονόμευε συνολικά τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Μόνο που στην προσπάθειά της να συγκαλύψει την αλήθεια για τις δικές της ευθύνες η κυβέρνηση τελικά απέτυχε. Γιατί τα στοιχεία έρχονται στο φως και οι αποκαλύψεις συνεχίζονται. Και αυτό, βεβαίως δικαιώνει όλους όσους επέμειναν να διερευνηθεί η υπόθεση και με τις δικές τους δυνάμεις συνέβαλαν σημαντικά στο να έρθουν στο φως κρίσιμες πλευρές της.
Και αυτό εξηγεί γιατί σήμερα το ζήτημα είναι ακριβώς πώς θα μπει φραγμός σε αυτόν τον βαθιά αντιδημοκρατικό κατήφορο και τελικά όντως θα επιστρέψουμε σε μια αναγκαία «κανονικότητα».
in.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις























































