Ως έτος «οριστικής επιτυχίας» επιμένει να εμφανίζει το 2025 η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παρουσιάζοντας μια ανάπτυξη που δήθεν εδραιώθηκε, εισοδήματα τα οποία υποτίθεται αυξήθηκαν, επενδύσεις που «τρέχουν», ψηφιακό κράτος που «απογειώθηκε» και κοινωνική πολιτική που –στα λόγια– δεν αφήνει κανέναν πίσω. Ένα αφήγημα που επαναλαμβάνεται μονότονα, με την προσδοκία ότι η διαρκής επανάληψη θα υποκαταστήσει την πραγματικότητα.
Μόνο που η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνει τίποτε από αυτά. Οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αξιολογήσεις διεθνών οργανισμών αλλά και τα επίσημα στοιχεία των ελληνικών αρχών αποδομούν την κυβερνητική βιτρίνα: καθηλωμένα εισοδήματα, ευρωπαϊκή πρωτιά στη φτώχεια, αγοραστική δύναμη που συνθλίβεται από την ακρίβεια, παραγωγικότητα που βαλτώνει, αγροτικός κόσμος που εγκαταλείπεται, καινοτομία που εξαντλείται σε εξαγγελίες και κοινωνική πολιτική ανίκανη να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους. Μια ανάπτυξη λοιπόν που μετριέται στα δελτία Τύπου, αλλά δεν μεταφράζεται σε καλύτερη ζωή για τους πολίτες.
Το Documento παρουσιάζει μία προς μία τις μελέτες, τα στατιστικά δεδομένα και τις θεσμικές εκθέσεις που καταρρίπτουν το κυβερνητικό αφήγημα. Με αριθμούς κι επίσημα στοιχεία. Όταν αυτά τα στοιχεία μπουν στη σωστή σειρά, αποκαλύπτουν κάτι ξεκάθαρο: πίσω από την περιβόητη «επιτυχία» κρύβονται μια κοινωνία που φτωχοποιείται, μια οικονομία που δεν συγκλίνει κι ένα κράτος που μεταθέτει το κόστος στους πολίτες.
Το συμπέρασμα αναδεικνύεται ξεκάθαρα: το 2025 δεν είναι η χρονιά της δικαίωσης της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι η χρονιά που οι αριθμοί εκθέτουν τα ψέματα. Όσο κι αν επιχειρείται να βαφτιστεί η στασιμότητα «πρόοδος», οι δείκτες λένε την αλήθεια και είναι αμείλικτη.
Το ψέμα της «ανάπτυξης» που συνεχίστηκε το 2025
Αν το 2024 έκλεισε με μια κοινωνία εξαντλημένη, χαμηλά εισοδήματα και εκτεταμένη φτώχεια, το 2025 ξεκίνησε χωρίς πραγματική αλλαγή κατεύθυνσης. Οι προβλέψεις και οι ενδιάμεσες αξιολογήσεις των διεθνών οργανισμών δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει στο νέο έτος με μακροοικονομική αντοχή, αλλά χωρίς ουσιαστική βελτίωση για τα νοικοκυριά. Στην Παγκόσμια Κατάταξη Ανταγωνιστικότητας 2025 του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάπτυξης Διοίκησης η Ελλάδα παραμένει χαμηλά, υστερώντας ιδιαίτερα σε κυβερνητική αποτελεσματικότητα, θεσμούς και παραγωγικότητα. Πρόκειται για έναν από τους λίγους δείκτες που ενσωματώνουν τόσο σκληρά οικονομικά δεδομένα όσο και έρευνες του ίδιου του έτους, αποτυπώνοντας την πραγματική λειτουργία της οικονομίας και του κράτους. Το μήνυμα είναι σαφές: η ανάπτυξη δεν συνοδεύεται από βελτίωση της διοίκησης και της παραγωγικής βάσης.
Την ίδια εικόνα επιβεβαιώνει και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Στην ενδιάμεση έκθεση Economic Outlook 2025 η Ελλάδα εμφανίζει ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2%, όμως με ασθενή εσωτερική ζήτηση και συνεχιζόμενες πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και στους πραγματικούς μισθούς. Η οικονομία αντέχει, αλλά το όφελος δεν διαχέεται στην κοινωνία. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι τριμηνιαίες εκθέσεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για το 2025. Τα στοιχεία για την κατανάλωση και το επιχειρηματικό κλίμα δείχνουν εύθραυστη δυναμική, με την οικονομική δραστηριότητα να στηρίζεται περισσότερο σε εξωτερικούς παράγοντες παρά στην εγχώρια ζήτηση.
Το κοινό συμπέρασμα είναι σαφές: το 2025 δεν προβάλλει ως χρονιά κοινωνικής ανάκαμψης, αλλά ως συνέχεια μιας οικονομίας που εμφανίζει μακροοικονομική σταθερότητα, χωρίς όμως να βελτιώνει ουσιαστικά τη ζωή των πολιτών.
Το ψέμα ότι η «ανάπτυξη» φτάνει στα νοικοκυριά
Το 2025 η καθημερινότητα των πολιτών έδειξε ότι η υποτιθέμενη «σταθερότητα» της οικονομίας δεν μεταφράζεται σε ανακούφιση. Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, τα ίδια τα στοιχεία του 2025 αποτυπώνουν μια κοινωνία υπό πίεση, με χαμηλή αγοραστική δύναμη και ανεπαρκή κοινωνική προστασία. «Ο κύριος στόχος μας είναι να στηρίξουμε το εισόδημα των νοικοκυριών – το να βάλουμε περισσότερα χρήματα στην τσέπη των πολιτών είναι η ουσία της αντιμετώπισης του κόστους ζωής» δήλωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης τον Σεπτέμβριο του 2025. Κάτι που, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να γίνεται αισθητή περισσότερο στα κυβερνητικά δελτία παρά στα πορτοφόλια των πολιτών.
Σύμφωνα με τις Έρευνες Καταναλωτών και Επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2025, η Ελλάδα καταγράφει χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη, υψηλή αίσθηση κόστους ζωής και έντονη απαισιοδοξία των νοικοκυριών. Η πίεση εντείνεται από τον συνδυασμό επίμονου πληθωρισμού και χαμηλής βάσης εισοδήματος: ακόμη και όταν ο πληθωρισμός επιβραδύνεται, οι τιμές δεν επιστρέφουν στα προηγούμενα επίπεδα και το εισόδημα δεν προλαβαίνει να καλύψει τις απώλειες. Πρόκειται για μια σταθεροποίηση τιμών χωρίς κοινωνική ανακούφιση.
Την ίδια στιγμή η απασχόληση το 2025 παρουσιάζει μικρή βελτίωση, όμως όχι ποιοτική. Τα στοιχεία δείχνουν οριακή μείωση της ανεργίας σε σχέση με το 2024, χωρίς αντίστοιχη άνοδο μισθών ή σταθερότητας εργασίας. Η αύξηση των θέσεων εργασίας δεν μεταφράζεται σε αύξηση πραγματικού εισοδήματος, επιβεβαιώνοντας ότι δουλειά δεν σημαίνει πλέον αξιοπρεπές εισόδημα. Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2025, το 26,9% του πληθυσμού –περίπου 2,74 εκατομμύρια άνθρωποι– ζει σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2024. Η παιδική φτώχεια παραμένει υψηλή στο 22,4%, ενώ εντείνεται ο κίνδυνος υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Παράλληλα, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκτυο για την καταπολέμηση της φτώχειας το 2025 το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καλύπτει μόλις το 60% του ορίου φτώχειας, αφήνοντας χιλιάδες νοικοκυριά χωρίς ουσιαστική προστασία, ενώ καθυστερήσεις σε προγράμματα επισιτιστικής στήριξης έχουν περιορίσει περαιτέρω την πρόσβαση στα βασικά αγαθά.
Άρα το 2025 δεν ανέδειξε μια κοινωνία που στηρίζεται, αλλά μια κοινωνία που αντέχει με το ζόρι. Κι αυτό απέχει πολύ από το κυβερνητικό αφήγημα ότι «όλα βελτιώνονται».
Το ψέμα με τους αγρότες στη σκιά του σκανδάλου
Το 2025 η κρίση ισοπέδωσε πλέον τον ίδιο τον πυρήνα της παραγωγικής βάσης της χώρας: τον αγροτικό τομέα. Έναν τομέα που δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία καθώς αποτελεί στρατηγικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Όταν ο αγροτικός τομέας αποδυναμώνεται, οι συνέπειες δεν μένουν στα χωράφια, φτάνουν στο ράφι και το τραπέζι όλων.
Κι όμως το 2025 ο αγροτικός τομέας συγκλονίστηκε από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το κράτος τις ίδιες τις ενισχύσεις του. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ο οργανισμός που είναι αρμόδιος για τη διαχείριση και την καταβολή των ευρωπαϊκών αγροτικών επιδοτήσεων. Αντί να λειτουργήσει ως μηχανισμός στήριξης των πραγματικών παραγωγών, αποκαλύφθηκε ότι και επί των δύο κυβερνήσεων Μητσοτάκη, δηλαδή από το 2019, έχουν διοχετευτεί εκατομμύρια σε «ημετέρους», ενώ χιλιάδες αγρότες και κτηνοτρόφοι έμεναν εκτός ουσιαστικής ενίσχυσης. Γι’ αυτό και οι πραγματικοί παραγωγοί βρίσκονται σήμερα στα μπλόκα. Όχι από επιλογή, αλλά επειδή το εισόδημά τους κατέρρευσε.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Κυρ. Μητσοτάκης δήλωσε τον Δεκέμβριο του 2025 ότι η στήριξη του πρωτογενούς τομέα πρέπει να κατευθύνεται σε όσους «δουλεύουν και ιδρώνουν στο χωράφι ή στα μαντριά» και όχι σε «επιτήδειους που εκμεταλλεύτηκαν αδυναμίες του συστήματος» – την ώρα που το ίδιο το σύστημα επιβράβευε τους επιτήδειους.
Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν την εικόνα. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της Eurostat για την αγροτική παραγωγικότητα του 2025, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με αρνητική μεταβολή σε έναν τομέα που επηρεάζει άμεσα τη διατροφική ασφάλεια, τις τιμές και το αγροτικό εισόδημα. Χαμηλή παραγωγικότητα σημαίνει υψηλότερο κόστος ανά μονάδα προϊόντος και μεγαλύτερη πίεση στους παραγωγούς.
Η στρέβλωση αποτυπώνεται καθαρά και στις τιμές. Το 2025 οι αγροτικές τιμές αυξάνονται σχεδόν σε ολόκληρη την ΕΕ. Στο γάλα η μέση αύξηση που απορροφάται από τους παραγωγούς φτάνει περίπου το 10%. Η Ελλάδα όμως αποτελεί αρνητική εξαίρεση και για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Οι πρώτοι χάνουν 3% (η τιμή προϊόντος πέφτει συνολικά 13% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) καθώς πιέζονται να πουλήσουν φτηνότερα για να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον υψηλού κόστους και άνισης διαπραγματευτικής δύναμης απέναντι στη βιομηχανία και στο λιανεμπόριο. Για τον αγρότη αυτό σημαίνει άμεση απώλεια εισοδήματος. Όταν η τιμή πώλησης μειώνεται ενώ το κόστος (ζωοτροφές, ενέργεια, εφόδια) παραμένει υψηλό, το περιθώριο κέρδους εξαφανίζεται. Το αποτέλεσμα είναι οικονομική ασφυξία, εγκατάλειψη της παραγωγής και συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα. Αλλά και οι καταναλωτές δεν έχουν ουσιαστικό όφελος. Η μείωση της τιμής στον παραγωγό δεν περνά στο ράφι, γιατί απορροφάται από τους ενδιάμεσους της αλυσίδας –βιομηχανία και λιανεμπόριο– αυξάνοντας τα δικά τους περιθώρια κέρδους. Έτσι ο καταναλωτής συνεχίζει να πληρώνει ακριβά. Αποτέλεσμα διπλά αρνητικό: ο αγρότης φτωχοποιείται και ο καταναλωτής δεν ανακουφίζεται. Δεν πρόκειται για υγιή αποκλιμάκωση τιμών, αλλά για ένδειξη δομικής ανισορροπίας της αγοράς και αποδυνάμωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Το ψέμα της φορολογικής ελάφρυνσης
Δεν είναι μόνο η ακρίβεια, οι χαμηλοί μισθοί και η κοινωνική ανασφάλεια που πιέζουν τους πολίτες. Πάνω σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί κι ένα φορολογικό σύστημα που παραμένει βαθιά άδικο και άνισα κατανεμημένο, λειτουργώντας ως μόνιμος μηχανισμός μεταφοράς βάρους από τα χαμηλά εισοδήματα προς την κορυφή.
«Με έσοδα και δαπάνες να αυξάνονται, με τα φορολογικά βάρη να μειώνονται. Υπάρχει κάποιος ο οποίος να αμφισβητεί ότι αυτή η κυβέρνηση μείωσε 83 φόρους;» δήλωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2026, κατηγορώντας την προηγούμενη κυβέρνηση μέχρι το 2019 για «υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης». Πρόκειται για ισχυρισμό που καταρρέει όταν εξεταστεί όχι επικοινωνιακά, αλλά με βάση τη δομή του φορολογικού συστήματος.
Αυτό ακριβώς αποτυπώνει η έκθεση της Κομισιόν «Mind the Gap» που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2025 και η οποία δείχνει ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το συνολικό ύψος των φόρων, αλλά το ποιοι τους πληρώνουν. Τα συνολικά φορολογικά έσοδα της χώρας κινούνται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η διαφορά βρίσκεται στη σύνθεσή τους και αυτή είναι κοινωνικά τοξική.
Σχεδόν το 38,9% των φορολογικών εσόδων προέρχεται από φόρους κατανάλωσης, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι περίπου 26,9%. Ο ΦΠΑ αποτελεί τον πυρήνα αυτού του μοντέλου. Αποδίδει 22,5% των συνολικών εσόδων και περίπου 8,8% του ΑΕΠ, από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ο ΦΠΑ όμως είναι ο πιο άδικος φόρος. Τον πληρώνει το ίδιο ο φτωχός και ο πλούσιος στο ψωμί, το ρεύμα, στα καύσιμα, τα βασικά αγαθά.
Όταν ένα κράτος στηρίζεται στον ΦΠΑ, δεν φορολογεί τον πλούτο· φορολογεί την ανάγκη. Κι αυτό δεν είναι τεχνική αστοχία. Είναι πολιτική επιλογή. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζει από τα μεγαλύτερα «κενά πολιτικής ΦΠΑ» στην ΕΕ άνω του 18%, με τεράστια απώλεια δημόσιων εσόδων. Την ίδια στιγμή καταγράφονται πάνω από 1.000 φορολογικές απαλλαγές και εξαιρέσεις, οι περισσότερες χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους. Το αποτέλεσμα είναι διπλό και ξεκάθαρο: οι πολίτες πληρώνουν δυσανάλογα πολλά στην καθημερινότητά τους, ενώ το κράτος εμφανίζεται διαρκώς «χωρίς πόρους» για κοινωνική πολιτική. Έτσι πίσω από το αφήγημα της «μείωσης φόρων» παγιώνεται ένα φορολογικό μοντέλο το οποίο αναπαράγει τις ανισότητες και βαθαίνει την κοινωνική κόπωση.
Το ψέμα του ψηφιακού μετασχηματισμού
«Παραγωγικότητα χωρίς αξιοποίηση τεχνολογίας δεν μπορεί να υπάρχει σήμερα» έχει δηλώσει ο Κυρ. Μητσοτάκης περιγράφοντας την κυβερνητική στρατηγική για τον μετασχηματισμό της οικονομίας. Μόνο που στην ελληνική περίπτωση αυτή η δήλωση δεν περιγράφει την πραγματικότητα, αλλά την αναιρεί.
Η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ούτε συγκυριακή ούτε «εισαγόμενη». Είναι αποτέλεσμα δομικής αποτυχίας ενσωμάτωσης τεχνολογίας και καινοτομίας στην πραγματική παραγωγή. Σύμφωνα με διεθνείς αξιολογήσεις ανταγωνιστικότητας, όπως αυτές του IMD World Competitiveness Center, η χώρα υστερεί συστηματικά σε ψηφιακές δεξιότητες, τεχνολογική ετοιμότητα και καινοτομία στην παραγωγή. Η τεχνολογία δεν περνά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στη βιομηχανία, τη γεωργία και στις υπηρεσίες με τρόπο που να αυξάνει την προστιθέμενη αξία.
Η εικόνα επιβεβαιώνεται και από τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, οι οποίες δείχνουν ότι η Ελλάδα παραμένει χαμηλά στη χρήση ψηφιακών εργαλείων, αυτοματισμών και επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα είναι σαφές και μετρήσιμο: χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλοί μισθοί και ανάπτυξη χωρίς βάθος, που δεν μεταφράζονται σε βελτίωση της καθημερινότητας.
Η αποτυχία δεν είναι θεωρητική. Επιβεβαιώνεται εμπράκτως από τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης. Το 2025 το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης –ο κατεξοχήν φορέας του ψηφιακού μετασχηματισμού– εμφανίζει απορρόφηση μόλις περίπου 45% των διαθέσιμων πόρων. Από συνολικό προϋπολογισμό άνω των 3 δισ. ευρώ έχει εκταμιευτεί περίπου 1,4 δισ. ευρώ, αφήνοντας κρίσιμες επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας ανεκμετάλλευτες. Και σε αυτό το πλαίσιο η δήλωση ότι «η παραγωγικότητα περνά μέσα από την τεχνολογία» δεν λειτουργεί ως περιγραφή πολιτικής· λειτουργεί ως ψέμα και διαψεύδεται από τους ίδιους τους δείκτες της οικονομίας.
Έναν χρόνο πίσω: Το ψέμα της «οικονομικής επιτυχίας»
«Η Ελλάδα του 2024 δεν έχει σχέση με το 2019. Έχουμε κλείσει το μισό επενδυτικό κενό που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη και είμαστε στις χώρες με τις καλύτερες προοπτικές για την επόμενη πενταετία» δήλωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών τον Οκτώβριο του 2024 περιγράφοντας το κλείσιμο της χρονιάς ως συνολική επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής: ανάπτυξη, αυξήσεις μισθών, επενδύσεις και ουσιαστική στήριξη των πολιτών. Αρκεί να μην κοιτάξει κανείς τους δείκτες φτώχειας, το πραγματικό εισόδημα ή την καθημερινότητα της πλειονότητας των πολιτών. Γιατί η εικόνα αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα στοιχεία με τα οποία η ΕΕ αξιολογεί τις οικονομίες και τις κοινωνίες των κρατών-μελών.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Κομισιόν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, η οποία βασίζεται στα δεδομένα της Eurostat, ο δείκτης AROPE (At Risk of Poverty or Social Exclusion) δείχνει ότι περίπου 27% του πληθυσμού της Ελλάδας βρέθηκε το 2024 σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που κυμαίνεται γύρω στο 16%, και κατατάσσει τη χώρα στις τρεις τέσσερις χειρότερες της ΕΕ. Η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική αν ληφθούν υπόψη χώρες που εντάχθηκαν πολύ αργότερα στην ΕΕ. Η Ουγγαρία, που έγινε μέλος της ΕΕ το 2004, εμφανίζει ποσοστό AROPE περίπου 20%, ενώ η Λετονία, επίσης μέλος από το 2004, κινείται κοντά στο 22%. Δηλαδή κράτη με χαμηλότερους μισθούς, μικρότερη οικονομία και σαφώς συντομότερη ευρωπαϊκή πορεία από την Ελλάδα –μέλος της ΕΕ από το 1981– εμφανίζουν σήμερα αισθητά καλύτερη κοινωνική εικόνα.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα της υποκειμενικής φτώχειας. Το 2024, σύμφωνα με την Κομισιόν, το 66,8% των Ελλήνων θεωρεί ότι είναι φτωχό – το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την ΕΕ.
Καμία αύξηση εισοδήματος από το 2004 και μετά
Τα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat για τη σωρευτική μεταβολή του πραγματικού εισοδήματος την περίοδο 2004-24 δείχνουν ότι η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση σε ολόκληρη την ΕΕ. Είναι η μόνη χώρα όπου το πραγματικό εισόδημα δεν αυξήθηκε ουσιαστικά σε βάθος εικοσαετίας, ενώ οι απώλειες της κρίσης δεν είχαν αποκατασταθεί ούτε το 2024. Κι όμως, απέναντι σε αυτή την εικόνα ο Κυρ. Μητσοτάκης μιλώντας σε επενδυτικό συνέδριο στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 2025 δήλωσε: «Έχουμε δει μια αύξηση, αφού συνυπολογίσουμε τον πληθωρισμό, κατά 22% στο πραγματικό καθαρό διαθέσιμο εισόδημα τα τελευταία έξι χρόνια». Η δήλωση δεν συγκρούεται απλώς με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά δίνει την αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός περιγράφει μια άλλη χώρα από αυτήν που καταγράφουν οι επίσημοι δείκτες της ίδιας της ΕΕ.
Γιατί την ίδια στιγμή χώρες που το 2004 θεωρούνταν σαφώς οικονομικά πιο αδύναμες από την Ελλάδα έχουν προχωρήσει πολύ πιο μπροστά. Η Λετονία εμφανίζει σωρευτική αύξηση πραγματικού εισοδήματος άνω του 80%, η Λιθουανία πλησιάζει το 95%, ενώ η Πολωνία ξεπερνά το 90%. Δηλαδή χώρες που ξεκίνησαν από χαμηλότερη αφετηρία, με μικρότερη παραγωγική βάση και χαμηλότερους μισθούς, κατάφεραν μέσα σε δύο δεκαετίες να βελτιώσουν ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Η χαμηλή αυτή βάση αποτυπώνεται και στην πραγματική ατομική κατανάλωση. Το 2024 οι Έλληνες κατανάλωναν περίπου 21% λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες από τον μέσο Ευρωπαίο – δεδομένα που καμία κυβερνητική αφήγηση δεν μπορεί να κρύψει. Με πληθωρισμό άνω του 4% το 2024 και σωρευτική άνοδο τιμών άνω του 20% από το 2019, οι όποιες αυξήσεις μισθών εξανεμίστηκαν στην ακρίβεια αφήνοντας το βιοτικό επίπεδο καθηλωμένο.
Η σύγκριση δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Κι ενώ τα στοιχεία δείχνουν καθήλωση του πραγματικού εισοδήματος στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός μιλά για θεαματικές αυξήσεις. Το χάσμα ανάμεσα στην κυβερνητική ρητορική και την κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι απλώς πολιτικό· είναι σχεδόν ένα παράλληλο σύμπαν.
Το 2024 έκλεισε με την Ελλάδα να κατατάσσεται στις πιο δυσμενείς κοινωνικές θέσεις της Ευρώπης κι αυτό συνδέεται με την αποτυχία και του 2025. Καθώς και η επόμενη χρονιά, αυτή που πλέον αποχαιρετάμε, ξεκίνησε όχι με τις «καλύτερες προοπτικές», αλλά σε μια εξαιρετικά δυσμενή κοινωνική και εισοδηματική αφετηρία.
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις



















































