Απούσα εδώ και χρόνια, είναι η Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή, ακόμα και από χώρες άμεσου ενδιαφέροντός της. Η Συρία, στην οποία τώρα σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας διαρκούς ιστορίας χαμένων ευκαιριών. Πρακτικά, από το 2012 και μετά η Ελλάδα είναι ανύπαρκτη εκεί. Το ίδιο ισχύει και σε άλλες χώρες μεγάλου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, όπως στη Βόρειο Αφρική, η Λιβύη, όπου επί σειρά πολλών ετών αναζητείτο … πρέσβης και η πρεσβεία είχε βάλει λουκέτο.
Κόπτονται τώρα άπαντες οι «αρμόδιοι» στην κυβέρνηση για την αύξηση της τουρκικής επιρροής, και με ύφος πολυπράγμονος γεωπολιτικού αναλυτή, πασχίζουν να εξηγήσουν τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στη Συρία. Είναι αργά για δάκρυα πάνω από το χυμένο γάλα. Οι ίδιοι είναι άκρως αμφίβολο εάν έχουν ασχοληθεί ποτέ τους με αυτή τη χώρα και τη σημασία της στον κόσμο της Μ. Ανατολής. Διότι, μπορεί η Γάζα να ήταν ο πυροκροτητής, αλλά η Συρία ήταν η μεγάλη έκρηξη, η οποία άνοιξε το κουτί της Πανδώρας για σοβαρές εξελίξεις που θα επηρεάσουν ολόκληρη την περιοχή.
Η Ελλάδα ήταν και συνεχίζει να είναι παντελώς απούσα από την ευρύτερη περιοχή, με εξαίρεση τα συνεχή πάρε – δώσε και ταξίδια κυβερνητικών αξιωματούχων σε μοναρχίες του Κόλπου, όπου έχουν μεγάλα συμφέροντα αρκετοί Ελληνες μεγαλοεπιχειρηματίες, με αμφίβολα, ωστόσο, έως τώρα κέρδη για τη χώρα. Και αυτό συμβαίνει, παρ’ ότι την αφορούν άμεσα, τόσο η συνολικότερη κατάσταση ειδικά των αραβικών χωρών στα παράλια της Μεσογείου και της Β. Αφρικής, όσο και η υπόθεση του Κουρδικού ζητήματος.
Παρά ταύτα, ειδικά στην περίπτωση της Συρίας, η Αθήνα, από το 2012, με απόφαση του τότε υπουργού Εξωτερικών, και μετέπειτα Επιτρόπου στην ΕΕ, Δημήτρη Αβραμόπουλου, εφαρμόζοντας αβλεπί τις ντιρεκτίβες των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, έβαλε λουκέτο στην ελληνική πρεσβεία στη Δαμασκό. Παράλληλα, δίχως ποτέ να αρθρώσει διαφορετική θέση στις «οδηγίες» της ΕΕ, ζήτησε από την πρέσβη της Συρίας να εγκαταλείψει τη χώρα μας. Ετσι, διεκόπησαν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Κι’ αυτό, ενώ κάποιες πρεσβείες κρατών – μελών της ΕΕ (και βαλκανικές) παρέμειναν στη Συρία ως άτυπη «γέφυρα» της Ευρώπης με τη Δαμασκό. Η Αθήνα, όμως, παρά τις στενές ιστορικά σχέσεις με τη χώρα, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να διεκδικήσει αυτόν τον ρόλο της «γέφυρας», τον αποποιήθηκε.
Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2020, η Αθήνα «ξύπνησε» και ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, σκέφτηκε ότι σκόπιμο θα ήταν να ξανακάνει ανοίγματα η Ελλάδα προς την περιοχή. Ετσι, δημιούργησε μια θέση – βιτρίνα, αυτήν του «ειδικού απεσταλμένου» για τη Συρία. Εκτός του επικοινωνιακού πυροτεχνήματος, είναι άκρως αμφίβολο εάν λειτούργησε ποτέ ουσιαστικά αυτό το πόστο. Η ειρωνεία ήταν ότι τοποθέτησε σε αυτή τη θέση την Ελληνίδα πρέσβη, την οποία άρον άρον είχε αποσύρει από τη Δαμασκό ο προκάτοχός του, Δ. Αβραμόπουλος. Στη συνέχεια, η ελληνική πρεσβεία στη Δαμασκό υποτίθεται ότι ξανάνοιξε, αν και στην πραγματικότητα, μέχρι σήμερα είναι σε καθεστώς υπολειτουργίας.
Βέβαια, θα πει κανείς, όλα αυτά πλέον είναι περασμένα ξεχασμένα. Ο Ασαντ έπεσε, άρα έχει ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο εξελίξεων. Ορθόν, με τη διαφορά ότι μια χώρα που θέλει να ασκεί συνεπή εξωτερική πολιτική, παρακολουθεί συνεχώς, σοβαρά, διαχρονικά, εκ του σύνεγγυς και σε βάθος χρόνου τις εξελίξεις ειδικά όταν πρόκειται για μια περιοχή όπως η Μ. Ανατολή όπου τα γεγονότα τρέχουν με ταχύτατους ρυθμούς και επηρεάζουν άμεσα στην Ελλάδα. Η Αθήνα, όμως, ικανοποιείται στο ρόλο του απλού παρατηρητή από απόσταση ή σύρεται πίσω από επιταγές άλλων ξένων διεθνών και περιφερειακών κέντρων.
Ενδεικτικό της αδιαφορίας για τη Μ. Ανατολή είναι ότι, εδώ και πολλά χρόνια, ουδείς αξιωματούχος της ελληνικής κυβέρνησης, ούτε υπουργός Εξωτερικών, έχει επισκεφθεί το ιρακινό Κουρδιστάν. Κι’ αυτό, παρ’ ότι η ελληνική διπλωματική παρουσία στο Ερμπίλ (δυτικό, ιρακινό Κουρδιστάν), την πρωτεύουσα της περιοχής που ελέγχει ο Μπαρζανί (την ανατολική περιοχή, με πρωτεύουσα την Σουλεϊμανίγια, κοντά στο Ιράν, ελέγχει ο Ταλαμπανί), αναβαθμίστηκε σε επίπεδο γενικού προξενείου, το 2016, κατόπιν απόφασης του τότε υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά. Ο ίδιος είχε σχεδιάσει επίσκεψη, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή αιφνιδίως παραιτήθηκε από υπουργός, το 2018.
Τον Οκτώβριο του 2020, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ν. Δένδιας, επισκέφθηκε τη Βαγδάτη και κατόπιν είχε σχεδιάσει να πάει στο Ερμπίλ, σημειώθηκε ένα «περίεργο» συμβάν. Η ελληνική αντιπροσωπεία επικαλέστηκε βλάβη του κυβερνητικού αεροσκάφους και γι’ αυτό ο Ν. Δένδιας δεν πήγε στο Ερμπίλ. Πάντως, δεν έλειψαν οι χαρακτηρισμοί ως «διπλωματικής βλάβης».
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ επρόκειτο να επιστρέψει στην Ελλάδα κάνοντας υπέρπτηση πάνω από την Τουρκία, το αεροσκάφος του αναγκάστηκε να κόβει βόλτες στον εναέριο χώρο κοντά στα όρια Ιράκ (Βόρειο Ιράκ, ιρακινό Κουρδιστάν) – Τουρκίας για πάνω από 20 λεπτά μέχρι να εγκριθεί η υπέρπτηση. Ηταν ολοφάνερο ότι, έτσι η Αγκυρα έστελνε μήνυμα προς την Αθήνα -και για το Κουρδιστάν- γεγονός που προκάλεσε μίνι διπλωματική αναταραχή.
Τον Ιούλιο του 2021, επίσης, είχε προγραμματιστεί διήμερη επίσκεψη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στη Βαγδάτη και κατόπιν στο Ερμπίλ, αλλά για λόγους ασφαλείας ακυρώθηκαν. Εκτοτε, ουδείς αρμόδιος κυβερνητικός αξιωματούχος έχει εμφανιστεί στο ιρακινό Κουρδιστάν. Βεβαίως, κάποιες επιχειρηματικές μπίζνες και δραστηριότητες Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) υπάρχουν.
Οι ανακολουθίες και η ολιγωρία της Αθήνας ως προς τις Μεσανατολικές υποθέσεις, δεν αφορά μόνο τη Συρία, στην οποία πάντως υπάρχουν σημαντικές χριστιανικές κοινότητες, που, εξαιτίας της ελληνικής απουσίας, πέρασαν τα τελευταία χρόνια στην επιρροή άλλων ξένων δυνάμεων. Γενικότερα, η «εξωτερική πολιτική» της κυβέρνησης παρουσιάζει μια πρωτοφανή δυστοκία και ωχαδελφισμό, όταν πρόκειται για τις σχέσεις με τον αραβικό – μουσουλμανικό κόσμο. Ακόμα και εκεί που η χώρα μας έχει άμεσα συμφέροντα, τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία κερδίζει συνεχώς έδαφος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Λιβύη, όπου επί σειρά ετών εκδηλωνόταν ένα διαρκές αλαλούμ. Τη στιγμή μάλιστα που η τουρκική παρουσία διευρυνόταν συνεχώς, η Ελλάδα, παρ’ ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών διαφήμιζε το άνοιγμα και πάλι της πρεσβείας μας στην Τρίπολη, που είχε κλείσει από το 2011, δεν μπορούσε να βρει ούτε καν πρέσβη για να στείλει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα είναι απολύτως αναμενόμενο να είναι ουραγός στις εξελίξεις. Ουδέποτε ήταν τόσο υποβαθμισμένη η εικόνα της Ελλάδας σε αυτή την -κρίσιμης σημασίας- περιοχή, όσο είναι σήμερα. Και είναι απορίας άξιον πως ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, αναμασά τον ισχυρισμό περί αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή, επειδή μίλησε στο τηλέφωνο με τον τάδε ή τον δείνα Αραβα ομόλογό του. Δεν του λέγει, άραγε, τίποτα ότι προ ολίγων ημερών πρώτη … φάτσα καλεσμένος του Ιορδανού υπουργού Εξωτερικών για το Συριακό ήταν δίπλα του ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Χακάν Φιντάν;
neostrategy.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις