Ο 23χρονος Άλεξ Μόργκαν δολοφονήθηκε από έναν νεαρό Ελβετό αριστοκράτη, που βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών – Η ελβετική γραφειοκρατική τρέλα, η ποινή-χάδι στον δράστη και οι αγωνιώδεις προσπάθειες της μάνας-ντετέκτιβ να βρει τη δικαίωση
Ο Άλεξ Μόργκαν, ο οποίος είχε φοιτήσει στο ονομαστό σχολείο Gordonstoun στη Σκωτία, είχε πέσει θύμα της πιο βάρβαρης επίθεσης από τον Ελβετό playboy φίλο του, γιο ενός πλούσιου αριστοκράτη, Μπένετ Φον Βέρντες, του οποίου η δικτυωμένη οικογένεια έχει μια γκαλερί τέχνης στη Ζυρίχη. Καθ οδόν για ένα ταξίδι για σκι, όπου επρόκειτο να συναντήσει τη μητέρα του, στις 30 Δεκεμβρίου 2014, ο Άλεξ είχε αποδεχτεί την πρόσκληση να μείνει ένα βράδυ στο οικογενειακό σαλέ του Φον Βέρτες, στο ακριβό προάστιο της Ζυρίχης Κούσναχτ, στην επονομαζόμενη Χρυσή Ακτή της ανατολικής όχθης της λίμνης της Ζυρίχης με τα υπέροχα σπίτια και τους εκατομμυριούχους επώνυμους κατοίκους, όπως η Τίνα Τέρνερ.
Μετά από μια βραδιά που ξεκίνησε σε φιλικό σπίτι με μια παρτίδα σκάκι και συνεχίστηκε με κατανάλωση ναρκωτικών και κρασιού, επέστρεψαν στο σαλέ και εκεί, στο σαλόνι με θέα στη λίμνη της Ζυρίχης, κάποια στιγμή τις πρώτες πρωινές ώρες ο φον Βέρτες, φουλ στην κοκαΐνη και την κεταμίνη, επιτέθηκε άνευ λόγου και ανεξέλεγκτα στον φίλο του. Ο φον Βέρτες, ένας κικ μπόξερ με ύψος 1.95μ., εκσφενδόνισε τον Άλεξ πάνω σε ένα τραπεζάκι, με το γυαλί να θρυμματίζεται. Χρησιμοποίησε κομμάτια γυαλιού για να τον μαχαιρώσει και μετά άρπαξε ένα κηροπήγιο πάνω από 1 μέτρο μεγάλο και του επιτέθηκε. Η επίθεση ήταν τέτοια που το κρανίο του Άλεξ σμπαραλιάστηκε και τα οστά του προσώπου του έσπασαν. Μετά, ο φον Βέρτες έκανε ντους και στη συνέχεια κάλεσε την αστυνομία λέγοντας, ανατριχιαστικά, «το δάχτυλό μου αιμορραγεί και ο φίλος μου είναι νεκρός».
Ιστορία ελβετικής γραφειοκρατικής τρέλας
Τέσσερα χρόνια μετά η μητέρα του, Κάτια Φάμπερ, έλαβε ένα email από το γραφείο του εισαγγελέα στην Ελβετία, που τη ρωτούσε αν ήθελε πίσω τα προσωπικά του αντικείμενα. Εκείνη μπερδεύτηκε. Η τσάντα που είχε ετοιμάσει ο Άλεξ για το μοιραίο ταξίδι του σκι, τής είχε ήδη επιστραφεί.Το ρολόι, το διαβατήριο και το πορτοφόλι του είχαν ήδη επιστραφεί μέσα σε πλαστικές θήκες με τους αριθμούς της αστυνομίας πάνω τους. Η Κάτια, η οποία είχε δουλέψει ως δικηγόρος σε ποινικά δικαστήρια στο Λονδίνο πριν γεννηθεί ο Άλεξ («και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό», λέει σήμερα), ρώτησε ποια αντικείμενα εννοούσαν. Μια λίστα έφτασε κανονικά.Μόλις την είδε μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο, όπως λέει η ίδια: «Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που διάβαζα. Ανέφερε όλα τα ρούχα του Άλεξ – τζιν, πουκάμισο, εσώρουχα και διευκρίνιζε ότι ήταν όλα ματωμένα. Στο κάτω μέρος έγραφε «ένα κερί ». Κοίταζα τη λίστα ξανά και ξανά: «Είναι δυνατόν;Βλέπω καλά;» .
Αυτό ήταν αδιανόητο. Της είχαν στείλει μια λίστα προσωπικών αντικειμένων του Άλεξ, στα οποία περιλαμβανόταν και ένα από τα όπλα του φόνου του!
Ο Άλεξ, που ήταν πιο μικρόσωμος από τον φίλο του, τον οποίο είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου — είχε κατάγματα στο κρανίο, στο σώμα του είχε πληγές από χτυπήματα με σπασμένο γυαλί και είχε χτυπηθεί με ένα βαρύ κηροπήγιο. Τα τραύματά του ήταν τόσο φρικτά που χρειάστηκε ένα σφραγισμένο φέρετρο, το οποίο δεν ανοίχθηκε. Αυτό που τον σκότωσε, ωστόσο, ήταν ότι ο δολοφόνος έβαλε στο στόμα του ένα κερί που έφραξε την αναπνευστική οδό. «Και ναι, αυτό ήταν το κερί που με ρωτούσαν αν ήθελα. Προφανώς, επειδή βρέθηκε σε αυτόν, θεωρήθηκε ότι ήταν ένα από τα υπάρχοντά του», αναφέρει η μητέρα του. «Αυτή είναι η απόλυτη φρίκη. Και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για αυτό.»
Υπήρξαν «αμέτρητες» φορές τα τελευταία επτάμισι χρόνια που η Κάτια αναρωτήθηκε αν ζει μια ταινία τρόμου. Δυό εβδομάδες μετά την κηδεία του Άλεξ έλαβε έναν λογαριασμό από την εταιρεία που είχε μεταφέρει το σώμα του γιού της από το σαλέ. «Νόμιζα ότι το κράτος ήταν υπεύθυνο για αυτά τα πράγματα, αλλά προφανώς όχι. Έστειλαν ένα αναλυτικό λογαριασμό —σε μένα, αν είναι δυνατόν— με χρέωση για το πλαστικό φύλλο που είχαν χρησιμοποιήσει για να τυλίξουν το σώμα του Άλεξ».
Η ποινή-χάδι και η ανατροπή της ανατροπής
Η Κάτια βρέθηκε στο δικαστήριο, ξανά, αυτή την εβδομάδα, στην Ελβετία, σε αυτό που ελπίζει ότι είναι η «τελική» προσπάθεια για να εξασφαλίσει δικαιοσύνη για τον γιο της.
Μπαίνει και βγαίνει από τις αίθουσες του δικαστηρίου από την πρώτη δίκη το 2017, κατά την οποία ο φον Βέρτες καταδικάστηκε σε 12μιση χρόνια φυλάκιση αφού κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Στην έφεση, ωστόσο, το 2019, μειώθηκε η ποινή του, αφού οι δικηγόροι του υποστήριξαν επιτυχώς ότι η κατανάλωση ναρκωτικών τον είχε κάνει να μην γνωρίζει τι έκανε. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών, αν και αφέθηκε ελεύθερος λόγω του χρόνου που είχε ήδη εκτίσει – υπό τον όρο ότι θα μπει σε μονάδα απεξάρτησης από ναρκωτικά.
Η Κάτια κατέβασε από το διαδίκτυο ένα φυλλάδιο για την κλινική απεξάρτησης. ΄Ηθελε να μάθει πώς θα εκτίσει την «ποινή» του. ΄Οπως η ίδια είπε: «Μοιάζει με ένα σπα, ένα υπέροχο παλιό κτίριο με σκεπαστούς διαδρόμους και έναν όμορφο κήπο. Ανακάλυψα επίσης ότι μερικές φορές την εβδομάδα παρακολουθούσε διαλέξεις ιστορίας της τέχνης στη Βέρνη.»
Έμεινε άναυδη όταν η οικογένεια φον Βέρτες της πρόσφερε 47.000 ελβετικά φράγκα για να καλύψει τα έξοδα κηδείας και ως «συναισθηματική αποζημίωση» για το θάνατο του γιου της. «Η αριστοκρατική οικογένεια του δολοφόνου μού έλεγε ότι ήταν ατυχές που πέθανε ο Άλεξ, αλλά στην πραγματικότητα δεν έφταιγε κανένας. Ήταν γελοίο. Τί σημαίνει αυτό δηλαδή; ΄Οποιος έχει καταναλώσει πολλά ναρκωτικά ή αλκοόλ και διαπράξει έγκλημα δεν πρέπει να λογοδοτήσει;»
Η εισαγγελία —μετά από δική της επιμονή— άσκησε αντέφεση και την περασμένη Τρίτη, μετά από μια μαραθώνια μάχη, η νίκη ήταν πια δική της. Η αρχική ποινή επιβλήθηκε εκ νέου, με τον φον Βέρτες να κρίνεται ένοχος. Μπορεί ακόμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στη μονάδα απεξάρτησης, «αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό μέρος». Το σημαντικό είναι ότι μπορώ να τον αποκαλώ δολοφόνο», επιμένει η Κάτια.
Η μητέρα δικηγόρος-ντετέκτιβ και τα πανάκριβα ελβετικά δικαστήρια
Η πιο εκπληκτική πτυχή αυτής της τραγικής ιστορίας είναι ο ρόλος που έπαιξε η ίδια η Κάτια στη μάχη για την απόδοση δικαιοσύνης για τη δολοφονία του γιού της. Όχι μόνο ώθησε τους δικηγόρους της εισαγγελίας να συνεχίσουν τα δικαστήρια , αλλά προσέλαβε τη δική της νομική ομάδα.
Έγινε η ίδια ντετέκτιβ, εξετάζοντας κάθε αποδεικτικό στοιχείο που μπορούσε να βρει, χωρίς να κοιτάξει τις φωτογραφίες του Άλεξ. Κάθισε μάλιστα στο ακροατήριο όταν οι μάρτυρες έδιναν καταθέσεις. Οι δικηγόροι του —είχε τρεις κορυφαίους δικηγόρους—έφεραν ως μάρτυρες όλους όσους τον είχαν συναντήσει ποτέ. Κάθε βράδυ, η Κάτια μελετούσε τη δικογραφία. Μια φορά ζήτησε να σταλούν οι κάλτσες του γιου της για ιατροδικαστική εξέταση. Γιατί; ΄Οπως η ίδια λέει: «Επειδή έλεγε ο Φον Βέρτες πως τσακώνονταν, ότι αυτός ήταν ένας καβγάς που ξέφυγε από τον έλεγχο και είπε ότι ο Άλεξ, αφού τον χτύπησε σηκώθηκε ξανά όρθιος. Είπα ότι θα υπήρχαν θραύσματα γυαλιού στις κάλτσες του αν είχε γίνει έτσι. Δεν βρήκαν θραύσματα».
Δεν έπαιξε μόνο η νομική της εκπαίδευση, αλλά και τα χρήματα. Αν και δεν ανήκει στην αφρόκρεμα του πλούτου, όπως η οικογένεια φον Βέρτες, η Κάτια και η οικογένειά της είναι σαφώς εύποροι. Ο πατέρας του Άλεξ είναι χρηματιστής στο Λονδίνο (το ζευγάρι είναι διαζευγμένο, αν και παρευρέθηκε και αυτός στη δίκη). Η Κάτια, η οποία έχει άλλα δύο παιδιά, δεν έχει απλώς ένα σπίτι στην Ελβετία, αλλά και μια φάρμα στην Ισπανία. Μοιράζει τον χρόνο της στα δύο.
Και ναι, επωμίστηκε νομικά έξοδα που ήταν περισσότερα από πολλά. Η ίδια λέει ότι πούλησε ένα διαμέρισμα για να χρηματοδοτήσει τη νομική της μάχη και επιβεβαιώνει ότι μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες λίρες. «Τα χρήματα δεν είναι σημαντικά. Θα έδινες την τελευταία σου δεκάρα για να παλέψεις για τα παιδιά σου. Θα έδινα το νεφρό μου, αλλά τι γίνεται με άλλους ανθρώπους που δεν έχουν τα μέσα; Είμαι 100% πεπεισμένη ότι αν δεν είχα γνώση του νόμου και τα οικονομικά μέσα, δεν θα είχαμε καταδικαστική απόφαση». Υπάρχει επίσης ένας απλός λόγος για τον οποίο η δικαιοσύνη αποδείχθηκε τόσο δύσκολη, όπως λέει η Κάτια και αυτός, πάλι, είναι το χρήμα. «Ένα από τα πράγματα που έβρισκα πιο ενοχλητικό σε όλο αυτό ήταν το να βάλλω εναντίον του ακραίου πλούτου και της αίσθησης ανωτερότητας που η οικογένεια του Φον Βέρτες είχε. Είμαι πεπεισμένη ότι, πίστευαν πως θα τα παρατούσαμε. Δεν ξέρω αν νόμιζαν ότι ο Άλεξ ήταν απλώς ένα εγγλεζάκι που δεν είχε σημασία για κανέναν. Αλλά υποτίμησαν τη δύναμη μιας μητέρας που έχασε τον γιο της. Και δεν υπάρχει περίπτωση να ήξεραν ότι ήμουν δικηγόρος. Ο συνδυασμός με έκανε αγκάθι στο πλευρό τους ».
Η Κάτια είναι σίγουρα μια αξιοθαύμαστη γυναίκα. Ο δικηγόρος μέσα της είναι σχολαστικός, σκέφτεται σαν ιατροδικαστής, είναι ικανή να θυμάται ημερομηνίες και λεπτομέρειες. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως δημοσιογράφος του BBC και έχει γράψει για τη θλίψη της απώλειας του παιδιού της. Ο άλλος της εαυτός είναι ο αγρότης μέσα της (καλλιεργεί λεμόνια και αβοκάντο), είναι πρακτικός και λατρεύει τη ζωή στην ύπαιθρο.
Πάνω απ’ όλα μια μητέρα που θρηνεί
Αλλά είναι το κομμάτι της μάνας μέσα της που ουρλιάζει δυνατά. Ο Άλεξ ήταν ο μεγαλύτερος γιος της. Θυμάται τα πάντα, από την πρώτη φορά που τον ένιωσε να κινείται όταν ήταν έγκυος, μέχρι τα πρώτα του βήματα και «πόσο αγαπούσε τους Power Rangers, πόσο φοβόταν το νερό, πόσο καλός σκιέρ ήταν. «Ο Άλεξ ήταν έξυπνος, σύνθετος, δυσλεξικός, πνευματώδης, αστείος και πεισματάρης, όπως εγώ» θυμάται.
Την είδηση του θανάτου του ΄Αλεξ έφερε στην Κάτια ένας αστυνομικός που έστειλε η Ιντερπόλ. «Ήταν δύο. Ήξερα όταν είδα ότι υπήρχε και μια γυναίκα αξιωματικός. Πάντα στέλνουν μια γυναίκα. Ήταν τόσο νέα. Φώναξα. Τρελαίνεσαι.» Το πρώτο ένστικτο της Κάτιας ήταν να τρέξει στο παιδί της. «Ήθελα απλώς να πάω κοντά του. Θυμάμαι να λέω: «Θεέ μου, θα κρυώσει, κρυώνει. Πρέπει να τον πάρω από εκεί». Ξέρω ότι είναι παράλογο, αλλά δεν μπορείς απλώς να απενεργοποιήσεις αυτό το μέρος του εαυτού σου, αυτό που λέει πάντα στο παιδί σου: «Πού είναι το παλτό σου;» . Ήθελε να του χαϊδέψει τα μαλλιά, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει, αλλά λόγω της έκτασης των τραυμάτων του δεν τον είδε ποτέ ξανά, σίγουρη πως ο ίδιος δεν θα ήθελε να τον θυμάται έτσι. Έγραψε τον επικήδειο, έκλαψε με τους φίλους του, που έφεραν λευκά τριαντάφυλλα και σχεδίασαν την ταφόπλακα. Τα άλλα δύο παιδιά της, και τα δύο μικρότερα από τον Άλεξ, της έδωσαν έναν λόγο για να συνεχίσει να υπάρχει.
Ωστόσο, όπως λέει, έχει μια συμπάθεια για τη μητέρα του φον Βέρτες, η οποία ήταν επίσης καθημερινά στο δικαστήριο. «Μια φορά πραγματικά πήγα κοντά της. Την αγκάλιασα. Είπε: «Χάσαμε και οι δύο τους γιους μας από ναρκωτικά», αλλά σε εκείνο το σημείο έφυγα. Δεν έχει χάσει τον γιο της από τα ναρκωτικά. Μπορεί να δει τον γιο της και να τον αγκαλιάσει και να κάνει σχέδια για το μέλλον. Ενώ ο δικός μου γιος είναι στο νεκροταφείο».
Ο δικηγόρος μέσα της γνωρίζει ότι η οικογένεια φον Βέρτες δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για όσα έκανε ο γιος τους. Ωστόσο, η μητέρα μέσα της παλεύει με αυτό. Σίγουρα πρέπει να δουν επίσης, υποστηρίζει, ότι ο γιος τους πρέπει να πληρώσει για αυτό που έκανε. «Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε στη ζωή του. Είχε ό,τι αυτοκίνητα ήθελε, όσα ναρκωτικά ήθελε και αυτό επέτρεψε να αποκτήσει μια συμπεριφορά που οδήγησε στην καταστροφή. Δεν ήταν η δική τους καταστροφή, όμως, ήταν η δική μας».
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις