Οι δύο τελευταίοι μήνες δημιούργησαν μια νέα εικόνα του πολιτικού συστήματος, η οποία όμως έρχεται από πολύ παλιά. Ο δικομματισμός των τελευταίων δώδεκα ετών (Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ) μπήκε για τα καλά στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας», για να θυμηθούμε μια ιστορική φράση του Ανδρέα Παπανδρέου, και τη θέση του παίρνει ο κλασικός δικομματισμός της Μεταπολίτευσης (Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ).

Μιας και αυτή η νέα εικόνα είναι προς το παρόν δημοσκοπική και δεν έχει προκύψει από εκλογές, είναι εύλογο το ερώτημα εάν πρόκειται για μια οριστική αλλαγή ή απλώς για μια «φωτογραφία της στιγμής», όπως συνηθίζουμε να περιγράφουμε τις έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης.

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνει η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται να ολοκληρώνει με βίαιο τρόπο μια καθοδική πορεία που διαρκεί από την άνοιξη του 2016, όταν πέρασε πρώτη φορά μπροστά η Ν.Δ. – και τότε στις δημοσκοπήσεις, μόλις λίγους μήνες μετά τη δεύτερη συνεχόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε εθνικές εκλογές. Εκείνο το δημοσκοπικό δεδομένο μεταφράστηκε έκτοτε σε μια σειρά εκλογικών νικών της Νέας Δημοκρατίας και αλλεπάλληλων ηττών του ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα με όλο και μικρότερα ποσοστά.

Με άλλα λόγια, η εικόνα μπορεί να είναι προς το παρόν μόνο δημοσκοπική, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία της. Αν λοιπόν υπάρχουν κάποια άξια προσοχής ερωτήματα, αυτά δεν αφορούν τον απερχόμενο δικομματισμό, αλλά τη μορφή και τον συσχετισμό δύναμης που θα διαμορφωθεί στο πλαίσιο του νέου.

Η ευάλωτη Νέα Δημοκρατία

Η Ν.Δ. συνεχίζει να διατηρεί το προβάδισμα, αλλά έχει απολέσει την απόλυτη κυριαρχία που διατηρούσε μέχρι και τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023, όταν με 40,56% φαινόταν άτρωτη. Το 28,31% στις ευρωεκλογές, μόλις έναν χρόνο αργότερα, έδειξε ότι είναι ευάλωτη και ότι τα μύρια όσα προβλήματα καθημερινότητας δεν αποκλείεται να οδηγήσουν μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων σε άλλα μονοπάτια.

Στις ευρωεκλογές αυτό δεν συνέβη, καθώς 750.000 ψηφοφόροι της Ν.Δ. το 2023 πήγαν στην αποχή αρνούμενοι να κάνουν κάποια άλλη επιλογή ψήφου. Στις δημοσκοπήσεις το κυβερνών κόμμα δείχνει να μην ξεκολλάει από το ποσοστό του Ιουνίου του 2024 – άρα η δυσαρέσκεια παραμένει.

Ωστόσο το υψηλό ποσοστό της «αδιευκρίνιστης ψήφου», που κυμαίνεται από 11% έως 22% ανάλογα με την έρευνα, παραπέμπει στην εικόνα της ευρωκάλπης. Με άλλα λόγια η πρωτιά και η κυριαρχία της Ν.Δ. παραμένουν σε εκκρεμότητα: τίποτε δεν είναι διασφαλισμένο και τίποτε δεν είναι οριστικά χαμένο.

Την παράξενη εικόνα της Νέας Δημοκρατίας επιδεινώνουν οι κινήσεις στο εσωτερικό της από προσωπικότητες (Κώστας Καραμανλής, Αντώνης Σαμαράς) με ιστορικό βάρος, αλλά και από ομάδες βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος που φέρνουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση και τους υπουργούς της με αλλεπάλληλες ερωτήσεις και παρεμβάσεις. Είναι δυνατόν αυτές οι κινήσεις να εξελιχθούν σε έμπρακτη αμφισβήτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Από δύσκολο έως απίθανο, αφού:

Για τον Καραμανλή θα υπάρχει πάντοτε το απαράβατο όριο που επιτρέπει τον αυστηρό έλεγχο των κυβερνητικών πεπραγμένων, αλλά απαγορεύει την πρόκληση πολιτικής ζημιάς στην παράταξη – ένα όριο που αφορά τόσο τον ίδιο όσο και τους βουλευτές που αναφέρονται σε αυτόν.

Για τον Σαμαρά υπάρχει ένα άλλο αξεπέραστο όριο: ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να έχει ρόλο μόνο εντός του κόμματος. Ο ίδιος έχει βιώσει με σκληρό τρόπο για πολλά χρόνια τη λεγόμενη «πολιτική έρημο» και γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ρισκάρει ούτε μια νέα έξοδό του από το κόμμα ούτε μια διαγραφή του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πιθανότατα θα τον δούμε να ανεβοκατεβάζει την ένταση της κριτικής, αλλά χωρίς να ξεπερνάει το δεδομένο όριο.

Συνεπώς, αν υπάρχει κάποιος πραγματικά δύσκολος και ίσως ανυπέρβλητος αντίπαλος για τον Μητσοτάκη, αυτός δεν είναι άλλος από την ίδια την κοινωνία και τα προβλήματά της. Δεδομένου μάλιστα ότι είναι πολύς ο καιρός μέχρις τις επόμενες εκλογές, έχουμε πολλά να δούμε μέχρι να αποκρυσταλλωθεί η πραγματική εικόνα της Ν.Δ.

Το φαρδύ κοστούμι του Κινήματος

Το ΠΑΣΟΚ, που μέσα σε ενάμιση χρόνο έχει βρεθεί από το εκλογικό 11,84% στο δημοσκοπικό 18,5% έως 20%, και μάλιστα με τόσο μεγάλη αδιευκρίνιστη ψήφο, δεν αισθάνεται καμιά πίεση από τα αριστερά του, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ βυθίζεται στον εσωκομματικό σπαραγμό και εμφανίζει κάθετη πτώση στην περιοχή του 6,5% έως 9% μετά το εκλογικό 17,83% του Ιουνίου του 2023, χωρίς κάποια προοπτική ανάκαμψης ύστερα από την πλήρη καταστροφή της δημόσιας εικόνας του το τελευταίο δίμηνο.

Ένα σύντομο δημοσκοπικό ξεφούσκωμα, όπως αυτό του 2022, λίγους μήνες μετά την πρώτη εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του στα τέλη του 2021, δεν είναι τώρα τόσο πιθανό, επειδή:

Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε υπολογίσιμη δύναμη, ενώ τώρα έχει καταρρεύσει.

Τότε η Ν.Δ. μοίραζε δεκάδες δισεκατομμύρια σε επιδόματα λόγω της πανδημίας, ενώ τώρα αντιμετωπίζει ισχυρή δυσαρέσκεια.

Τότε ο Ανδρουλάκης είχε προτεραιότητα την ανασυγκρότηση ενός μικρού κόμματος, ενώ τώρα το ΠΑΣΟΚ έχει ευρύτερη αποδοχή και η σύγκρισή του με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική.

Υπάρχει ωστόσο και για το Κίνημα μια πολύ σημαντική εκκρεμότητα: είναι ένα κόμμα που διαθέτει κορμί με μέγεθος αντίστοιχο του 8%, το οποίο όμως φοράει ένα φαρδύ δημοσκοπικό σακάκι μεγέθους 20%. Αυτή η απόσταση πρέπει να μικρύνει με μεγέθυνση του κόμματος και της κοινωνικής αναφοράς του.

Δεν αρκεί η παραδοσιακή επαφή του με τον συνδικαλισμό. Πρέπει να έρθει σε απευθείας επαφή με τις κοινωνικές ομάδες που αυτός εκφράζει.

Δεν αρκεί η καλή του παρουσία του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πρέπει να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να τους εκπροσωπήσει και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο.

Όλα αυτά απαιτούν πολλή δουλειά, με τεκμηρίωση, πρόγραμμα και πειθώ. Μέχρι να συμβεί αυτό – αν συμβεί – το ΠΑΣΟΚ θα ζει τη δική του εκκρεμότητα διαρκείας…

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

topontiki.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις