Η απόφαση της κυβέρνησης να εγκρίνει και να δώσει στη δημοσιότητα τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) δεν μπορεί να διαβαστεί αποκομμένα από την εσωτερική πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την Τραγωδία των Τεμπών, την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, τη φθορά λόγω ακρίβειας και ενεργειακού κόστους, αλλά και τις αποκαλύψεις για κενά σε υποδομές και θεσμούς.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ραγδαία κάμψη της κυβερνητικής επιρροής, με φαινόμενα αποσύνθεσης στην κεντροδεξιά, αυξημένη αποχή, δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και την παραδοσιακή ρητορική περί «εθνικής υπευθυνότητας».

Μέσα σε αυτό το τοξικό περιβάλλον, η κυβέρνηση επιλέγει να θέσει στο προσκήνιο μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, που της επιτρέπει να ξαναμιλήσει με το θυμικό ενός τμήματος της κοινής γνώμης που αναζητεί εθνικό νόημα, χωρίς να υποχρεούται να μπει σε στρατιωτική σύγκρουση ή ριψοκίνδυνη διπλωματία.

Ο ΘΧΣ προσφέρει ένα επικοινωνιακό και πολιτικό πεδίο όπου η εκτελεστική εξουσία εμφανίζεται ως θεματοφύλακας του Διεθνούς Δικαίου, της εθνικής κυριαρχίας και της ευρωπαϊκής ευθύνης, ενώ στην πραγματικότητα έρχεται να ικανοποιήσει πιεστικές ευρωπαϊκές και γεωπολιτικές υποχρεώσεις που είχαν παραμεληθεί για χρόνια. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα «πατριωτικό πλυντήριο» χρήσιμο σε μια στιγμή που η φθορά του κυβερνητικού κελύφους απειλεί την ίδια την ηγεμονία του στον δημόσιο λόγο.

Ενεργειακή πίεση από ΗΠΑ – Γαλλία – Ισραήλ

Η δεύτερη και ίσως πιο κρίσιμη διάσταση αφορά την ενεργειακή πολιτική της περιοχής, η οποία έχει αλλάξει δραματικά μετά τον Οκτώβριο του 2023. Ο πόλεμος Ισραήλ–Χαμάς, η απόλυτη ρήξη Ισραήλ–Τουρκίας, η περιθωριοποίηση της Αιγύπτου από το αμερικανικό μπλοκ και η προσπάθεια επανασχεδιασμού της περιφερειακής αρχιτεκτονικής υπό αμερικανική εποπτεία δημιουργούν τεράστια πίεση για ένα «αξιόπιστο διάδρομο ενέργειας». Στο επίκεντρο αυτής της πίεσης βρίσκεται ο Great Sea Interconnector (GSI), το υποθαλάσσιο καλώδιο που θα ενώνει Κύπρο, Κρήτη και Ηπειρωτική Ελλάδα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό το έργο περνά από περιοχές που η Τουρκία αμφισβητεί.

Το γεγονός ότι η πόντιση του καλωδίου αναβλήθηκε λόγω τουρκικών απειλών δείχνει πως χωρίς θεσμικό υπόβαθρο, η Ελλάδα αδυνατεί να επιβάλλει την κυριαρχία της στην πράξη. Εδώ παρεμβαίνουν οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ισραήλ, οι οποίες ζητούν από την Αθήνα να παρέχει νομική κάλυψη για τις ενεργειακές υποδομές, ώστε να μπορέσουν οι επενδύσεις να προχωρήσουν και να ενταχθούν στο ευρύτερο σχέδιο απεξάρτησης της Ε.Ε. από τη ρωσική ενέργεια.

Ο ΘΧΣ είναι ακριβώς αυτό το εργαλείο: ένα εθνικό σχέδιο που ενσωματώνει ρητώς τις περιοχές όπου μπορεί να αναπτυχθεί ενεργειακή δραστηριότητα, με όρους διεθνούς δικαίου και ευρωπαϊκής στρατηγικής. Η πίεση να προχωρήσει το σχέδιο δεν είναι απλώς διοικητική, είναι στρατηγική και φτάνει στην Αθήνα με τη μορφή «διπλωματικής υποχρέωσης» έναντι συμμάχων με πολύ μεγαλύτερο βάρος.

Ο ΘΧΣ ως ελιγμός νομιμότητας και αποτροπής

Η επισημοποίηση του ΘΧΣ δεν είναι μια απλή πράξη τακτοποίησης εκκρεμοτήτων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί στην ουσία έναν συνδυασμό θεσμικού ελιγμού και στρατηγικής αποτροπής. Επειδή δεν μπορεί η Ελλάδα να προχωρήσει εύκολα σε ανακήρυξη ΑΟΖ σε όλο το εύρος των δυνητικών της περιοχών – λόγω του κινδύνου άμεσης στρατιωτικής τουρκικής αντίδρασης – επιλέγει να το κάνει έμμεσα. Ο ΘΧΣ χαρτογραφεί περιοχές δυνητικής ΑΟΖ βάσει του Ν. 4001/2011 και του Δικαίου της Θάλασσας (NCLOS) και τις εισάγει σε ένα ευρωπαϊκό τεχνικό σχέδιο.

Έτσι, οι ελληνικές θέσεις αποκτούν διεθνή υπόσταση χωρίς να προβάλλονται ως πρόκληση ή μονομερής ενέργεια, διατηρώντας την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι δεν τορπιλίζει ενδεχόμενο επίσημο ελληνοτουρκικό διάλογο.
Επιπλέον, δίνεται το μήνυμα ότι η Ελλάδα έχει σαφώς προσδιορίσει το «που επιτρέπει τι», ώστε να προχωρήσουν έργα χωρίς τον φόβο ότι κινούνται σε αδιευκρίνιστες περιοχές.  Φυσικά, έτσι νομίζουν κάποιοι. Υπάρχει ο κίνδυνος όλο αυτό το σχέδιο να μας γυρίσει αυτεπίστροφο και αυτό γιατί: Η Αθήνα αυτό που λέει μπορεί και να το υποστηρίξει πρακτικά; Γιατί ένα κομμάτι χαρτί δεν λέει τίποτα.
Η Τουρκία σταμάτησε τις έρευνες βάθους για την πόντιση του GSI ανάμεσα σε δύο κύρια – και κομβικά – νησιά της Ελλάδος. Την Κάρπαθο και την Κάσο. Όχι με χάρτη, αλλά με το πολεμικό ναυτικό της. Με την Ελλάδα αντί να υπερασπίσει τα δίκαιά της, να δημιουργεί νέες γκρίζες ζώνες.

 



 

Ανταπόκριση στην τουρκική πολιτική διεκδικήσεων

Η Τουρκία, από το 2019 και έπειτα, έχει μετατρέψει την κατάθεση χαρτών και ορισμών στον ΟΗΕ και σε διεθνείς οργανισμούς σε μέθοδο τετελεσμένων. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», και η παρουσίαση εξωτερικών ορίων ΑΟΖ στον ΟΗΕ συνιστούν παραδείγματα χαρτογραφικής διπλωματίας με στόχο τη μετατόπιση της διεθνούς αφήγησης υπέρ της Άγκυρας.

Ο ΘΧΣ έρχεται να απαντήσει με ανάλογο τρόπο, αλλά μέσα από θεσμικό και όχι μονομερή πλαίσιο: δεν προβάλλεται ως πράξη κυριαρχίας, αλλά ως τυπική εκπλήρωση κοινοτικής υποχρέωσης. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα έμμεσο χαρτογραφικό αντίβαρο απέναντι στην τουρκική στρατηγική.

Και επειδή πλέον αποτυπώνεται και η επήρεια του Καστελλόριζου, καθώς και η σύνδεση της ελληνικής δυνητικής ΑΟΖ με την κυπριακή, αποτυπώνεται στην πράξη η λογική του «χάρτη της Σεβίλλης» — αυτή που η Τουρκία θεωρεί εφιάλτη και προσπαθεί επί χρόνια να απονομιμοποιήσει.

Επικοινωνιακή αξιοποίηση

Στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής και της επικοινωνίας, η δημοσιοποίηση του ΘΧΣ αξιοποιείται ως εργαλείο «πατριωτικού συμβολισμού». Σε μια εποχή όπου η κυβερνητική εικόνα φθείρεται και ο δημόσιος διάλογος μονοπωλείται από ζητήματα αποδιοργάνωσης, διαφθοράς, απουσίας σχεδιασμού και δυσανεξίας των πολιτών, η κυβέρνηση επενδύει στη δημιουργία εντυπώσεων σταθερότητας και γεωπολιτικής σοβαρότητας.

Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι αν ο ΘΧΣ είναι θεμιτός ή αν συνιστά κίνηση νομιμότητας. Είναι: τι γίνεται μετά;

Ο ΘΧΣ δεν είναι απλώς ένας διοικητικός φάκελος, ούτε μια τεχνική υποχρέωση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι ένας χάρτης διεκδικήσεων, ισορροπιών και ορίων ευθύνης σε μια εποχή όπου τα όρια της ισχύος δεν καθορίζονται από τους χάρτες, αλλά από τα κανόνια και το οικονομικό συμφέρον. Η Ελλάδα, με μεγάλη καθυστέρηση, καταθέτει τη δική της εκδοχή της γεωπολιτικής πραγματικότητας, ελπίζοντας πως αυτός ο σχεδιασμός θα λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στις τουρκικές επιδιώξεις, αλλά και ως γέφυρα προς μια ενεργειακή και διπλωματική σταθερότητα.

Το κρίσιμο όμως δεν είναι η πράξη της κατάθεσης, αλλά η συνέχεια. Δεν αρκεί η επικοινωνιακή αξιοποίηση, ούτε η πατριωτική σημαιοφορία. Αν δεν υπάρξει στρατηγική επιμονή, πολιτική συνέπεια και διεθνής ενεργοποίηση γύρω από τον χάρτη που μόλις υψώθηκε, τότε ο ΘΧΣ θα μετατραπεί σε ένα ακόμη τεκμήριο εθνικής πρόθεσης που καταχωρίστηκε, μα δεν υπερασπίστηκε.
Και ιστορικά στην περιοχή μας ό,τι δεν υπερασπίζεσαι έμπρακτα, το παίρνουν οι…  «χάρτες» των άλλων…

Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ) στην πραγματικότητα έχει ρίζες που ξεκινούν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και πιο συγκεκριμένα κατά την υπουργική θητεία του Νίκου Κοτζιά στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο βασικός κορμός του σχεδίου, καθώς και η χάραξη των βασικών γραμμών των ελληνικών διεκδικήσεων, καταρτίστηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, του ΥΠΕΝ, αλλά και του ΥΝΑΝΠ την περίοδο 2015–2018. Μάλιστα, τότε τέθηκαν και οι βάσεις για τη σύνδεση του ΘΧΣ με τον περίφημο “χάρτη της Σεβίλλης”, που ο Ν. Κοτζιάς είχε αναφέρει αρκετές φορές δημόσια.

Ο Νίκος Κοτζιάς είχε επιμείνει ότι η Ελλάδα οφείλει να αποτυπώσει τις θέσεις της χαρτογραφικά και νομικά με βάση το διεθνές δίκαιο, καθώς – όπως υποστηρίζει – “δεν μπορείς να έχεις δικαιώματα που να μην τα προβάλλεις τεκμηριωμένα”. Είχε επίσης προωθήσει την ιδέα της σταδιακής οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, και είχε ολοκληρώσει την ελληνοϊταλική συμφωνία ΑΟΖ (που τελικά υπεγράφη αργότερα επί Δένδια) και είχε φτάσει πολύ κοντά και στην αντίστοιχη με την Αίγυπτο.

Όμως το νομοτεχνικό σχέδιο του ΘΧΣ ως εργαλείου εθνικής πολιτικής, με πλήρη αποτύπωση των δυνητικών ΑΟΖ, καταρτίστηκε από διϋπηρεσιακή ομάδα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και είχε πρακτικά ολοκληρωθεί ήδη από το 2018, όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος ο Ν. Κοτζιάς σε παλαιότερες δημόσιες δηλώσεις του.

Αυτό που συνέβη έκτοτε —και εδώ ξεκινά η πολιτική κριτική— είναι ότι οι επόμενες κυβερνήσεις (μετά το 2019) δεν ενέκριναν το σχέδιο, ούτε το προώθησαν προς την Ε.Ε., παρά την υποχρέωση υποβολής μέχρι το 2021. Η καθυστέρηση αυτή οδήγησε και στην καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο της Ε.Ε., για παραβίαση των ευρωπαϊκών υποχρεώσεών της. Μόνο όταν η πίεση έγινε ασφυκτική (με νομικές και χρηματοδοτικές συνέπειες), η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε να εγκρίνει τον ΘΧΣ — ουσιαστικά επικυρώνοντας ένα σχέδιο που είχε συντάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, με τεχνικές επικαιροποιήσεις από τις υπηρεσίες του ΥΠΕΝ και πολιτική έγκριση του ΥΠΕΞ.

Συνεπώς, ναι: ο ΘΧΣ είναι έργο που σχεδιάστηκε θεμελιωδώς επί Κοτζιά, τεκμηριώθηκε με βάση τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για σταδιακή, τεκμηριωμένη οριοθέτηση των ελληνικών δικαιωμάτων, και μόλις τώρα, υπό πίεση και ανάγκη συμμόρφωσης, ενεργοποιήθηκε και “εμφανίστηκε” επίσημα από την παρούσα κυβέρνηση.

Αυτό όμως γεννά εύλογα ερωτήματα:

– Γιατί δεν εγκρίθηκε το 2019–2020, όταν ακόμη η γεωπολιτική κατάσταση ήταν λιγότερο φορτισμένη;

– Γιατί επελέγη η δημοσίευσή του τώρα, όταν η περιοχή βρίσκεται σε ακραία ένταση από τη Μαύρη Θάλασσα έως την Ερυθρά και τον Περσικό;

Και τέλος, γιατί δεν αναφέρεται καθόλου η συμβολή των προηγούμενων κυβερνήσεων και των ανθρώπων που το σχεδίασαν (όπως ο Κοτζιάς), γεγονός που φανερώνει μια πολιτική προσπάθεια «ιδιοποίησης» ενός εθνικού εργαλείου, αποκόπτοντάς το από τη συνέχειά του;

Η σιωπή αυτή, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση, δείχνει ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιμετώπισε τον ΘΧΣ όχι ως εθνικό στρατηγικό εργαλείο, αλλά ως δύσκολο διπλωματικό “παιχνίδι” — και μόλις τώρα, υπό την πίεση της Κομισιόν και των γεωπολιτικών εξελίξεων, αναγκάστηκε να τον βάλει σε εφαρμογή.

Του Ζαφείρη Χατζηδήμου

neostrategy.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις