Ξένοι πρέσβεις και στρατιωτικοί ακόλουθοι, καθώς και εγχώριοι επιχειρηματίες έχουν μετατρέψει το υπουργείο Άμυνας σχεδόν δεύτερο σπίτι τους

Με «γεφύρι της Άρτας» μοιάζει το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού για απόκτηση νέου πλοίου.

Εδώ και τουλάχιστον ένα έτος η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Άμυνας διατείνεται ότι το πρόγραμμα προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς.

Ξένοι πρέσβεις και στρατιωτικοί ακόλουθοι, καθώς και εγχώριοι επιχειρηματίες έχουν μετατρέψει το υπουργείο Άμυνας σχεδόν δεύτερο σπίτι τους.

Κολοσσοί – ξένες πολεμικές βιομηχανίες έχουν υποβάλλει σειρά προτάσεων.

Ορυμαγδός non paper και διαφημίσεων προωθείται στα ΜΜΕ, ορισμένα εκ των οποίων λειτουργούν σχεδόν ως «ατζέντηδες» των κάθε λογής εταιρειών.

Ακόμα και ένας γενικός διευθυντής εξοπλισμών του υπουργείου «καρατομήθηκε» -για λόγους άσχετους με την προμήθεια, κατά τους ισχυρισμούς των αρμοδίων.

Άνθρακες ο θησαυρός;

Παρά ταύτα, το περασμένο Σάββατο, σε σύσκεψη που έγινε στο Μέγαρο Μαξίμου, ανακοινώθηκε ότι ο πρωθυπουργός έκανε «δεκτή την εισήγηση να εξεταστούν οι περαιτέρω δυνατότητες αξιολόγησης προμήθειας φρεγατών από τις χώρες που παρατίθενται ακολούθως κατ’ αλφαβητική σειρά: Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ Ιταλία, Ολλανδία».

Από τη συγκεκριμένη λίστα έλειπε μια χώρα. Η Ισπανία, η οποία είχε επίσης υποβάλλει πρόταση για το εξοπλιστικό πρόγραμμα των τεσσάρων νέων φρεγατών, ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Η σύσκεψη στο μέγαρο Μαξίμου, στην οποία πήραν μέρος η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Άμυνας, ως όλα δείχνουν, δεν είχε απλά στόχο να δείξει τη δυσφορία της Αθήνας έναντι της ιδιαιτέρως «ανεκτικής» πολιτικής που ακολουθεί η Ισπανία σε σχέση με την Τουρκία.

Να σημειωθεί πως με βάση τα «διπλωματικά κριτήρια», αντίστοιχη αντιμετώπιση θα μπορούσε να έχει αύριο τόσο η Ιταλία, όσο και η Γερμανία. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι ότι, επανειλημμένως η Αθήνα έχει προβεί σε παραινέσεις προς το Βερολίνο για να «μπλοκάρει» τις εξαγωγές κρίσιμης σημασίας γερμανικών οπλικών συστημάτων προς την Τουρκία.

Έως τώρα, όμως, η γερμανική κυβέρνηση ουδόλως εισάκουσε την ελληνική. Τουναντίον, εσχάτως το Βερολίνο «άδειασε» και πάλι την Ελλάδα, την οποία δεν προσκάλεσε στη νέα Διάσκεψη για τη Λιβύη, την ονομαζόμενη «Διαδικασία του Βερολίνου».

Θα γίνει ή όχι;

Το κύριο ζήτημα της σύσκεψης στο Μαξίμου εκτιμάται ότι δεν ήταν μόνο οι «διπλωματικοί χειρισμοί», οι οποίοι, όπως εκτιμούν κυβερνητικοί κύκλοι, πρέπει να είναι «ισορροπιστικοί» έναντι των χωρών που έχουν υποβάλλει προτάσεις, και ειδικά των μεγάλων δυνάμεων.

Το ουσιαστικό ζητούμενο είναι το εάν τελικώς θα υλοποιηθεί το εξοπλιστικό πρόγραμμα ή όχι. Πόσο μάλλον, εάν υλοποιηθεί, ποια κριτήρια θα επικρατήσουν. Τα επιχειρησιακά και οι εισηγήσεις των ειδικών του Πολεμικού Ναυτικού ή οι «διπλωματικές ισορροπίες» με μεγάλες δυνάμεις;

Το ιδανικό θα ήταν ο συνδυασμός των δύο. Ως όλα δείχνουν, όμως, από τις προτάσεις που έχουν υποβάλει έως τώρα οι χώρες, φαίνεται πως είναι δύσκολο να γίνει το «πάντρεμα» αυτών των δύο παραγόντων.

Μετά την κυβερνητική ανακοίνωση, λοιπόν, εύλογα προέκυψε το ερώτημα, εάν τελικώς θα προχωρήσει το πρόγραμμα απόκτησης τεσσάρων φρεγατών, το οποίο η κυβέρνηση θεωρει ως συγκοινωνούν δοχείο με τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ελευσίνας, κ.α., ή θα αποφασιστεί μια «ερμαφρόδιτη» λύση. Δηλαδή, η υλοποίηση της ονομαζόμενης «ενδιάμεσης» λύσης, με την προμήθεια ορισμένων μεταχειρισμένων πολεμικών πλοίων και τον εκσυγχρονισμό των «Meko», και … μετά βλέπουμε.

Να σημειωθεί ότι και οι περιπτώσεις των Ναυπηγείων, ιδιαίτερα του Σκαραμαγκά, προχωρούν με πολύ αργούς -και αβέβαιους- ρυθμούς.

Κρατάει χρόνια η κολόνια

Στην πραγματικότητα, οι σχεδιασμοί για τον εξοπλισμό του ελληνικού ΠΝ δεν διαρκούν ένα έτος. Γίνονται εδώ και τουλάχιστον μια τριετία, αν και για οικονομικούς λόγους είχε αποφασιστεί να προωθηθεί μόνο η «ενδιάμεση» λύση.

Σύμφωνα με έντονη φημολογία, και σήμερα το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται άκρως επιφυλακτικό όσον αφορά το εξοπλιστικό πρόγραμμα – μαμούθ των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν το αντέχει η ελληνική οικονομία, και ιδιαίτερα μετά την κρίση του κορονοϊού.

Τα εξοπλιστικά προγράμματα που έχουν δρομολογηθεί ή σχεδιάζονται ανέρχονται σε εξαιρετικά υψηλά ποσά για τα δεδομένα της οικονομικής κατάστασης της χώρας.

Ως γνωστόν, έχει ήδη δρομολογηθεί το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των F-16 (σε Viper) ύψους άνω του ενός δισ.

Αποκτήθηκαν, επίσης, αεροσκάφη Rafale, έναντι 2,5 δισ. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι πρώτιστη προτεραιότητα ήταν το Πολεμικό Ναυτικό και όχι η Πολεμική Αεροπορία, ανεξαρτήτως αν και αυτή έχει μεγάλες ανάγκες. Παρά ταύτα, επελέγη ο εξοπλισμός της με το γαλλικό Rafale. Μαζί με αυτό το πρόγραμμα, και σειρά άλλων μικρότερων, όπως ανταλλακτικά για τα Mirage, κ.λπ.

Δρομολογήθηκε, με ισραηλινή εταιρεία, το κέντρο αεροπορικής εκπαίδευσης στην Καλαμάτα και η απόκτηση εκπαιδευτικών αεροσκαφών. Έργο ύψους σχεδόν δύο δισ.

Επιπλέον, γίνονται προμήθειες κρίσιμων οπλικών συστημάτων για τα υποβρύχια, πυραυλικών συστημάτων, αντιαρματικών, κ.λπ.

Εκτός των παραπάνω, απαιτούνται άμεσες αποφάσεις -χτες κιόλας- για την αντιμετώπιση των τουρκικών drones. Ένας τομέας, στον οποίο η Ελλάδα βρίσκεται θεαματικά πίσω από την Τουρκία. Να σημειωθεί πως η γείτων σχεδιάζει να θέσει σε επιχειρησιακή λειτουργία τα αμέσως επόμενα χρόνια τη δικιά της, εγχώρια φρεγάτα (τύπου «Ισταμπούλ»).

Είναι πολλά τα λεφτά

Όλα αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως επίσης και οι τακτικές προμήθειες των ΕΔ, ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη τα ποσά που απαιτούνται. Και, βέβαια, οι συγκρούσεις των ανταγωνιστικών συμφερόντων, ξένων και εγχώριων, τα κτυπήματα κάτω από τη ζώνη και τα πισώπλατα μαχαιρώματα δίνουν και παίρνουν. Εξάλλου, είναι… πολλά τα λεφτά.

Ως εκ τούτου, και με δεδομένη την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας μετά από δέκα χρόνια λιτότητας, οι όποιες προμήθειες γίνονται, επιβάλλεται να είναι με κύριο γνώμονα την αποτελεσματική επιχειρησιακή κάλυψη των αμυντικών αναγκών της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Και να μην ξοδευτεί ούτε ένα ευρώ παραπάνω από όσο πρέπει.

Προφανώς, τέλος, ο συνδυασμός επιχειρησιακών και διπλωματικών κριτηρίων θα ήταν ο ιδανικός. Όχι, όμως, με τους όρους που θέλει να επιβάλλει η μια ή η άλλη μεγάλη δύναμη προς όφελος της τάδε ή της δείνα πολεμικής βιομηχανίας της.

Οι δε πρέσβεις των ενδιαφερομένων χωρών, σκόπιμο είναι να περιορίζονται στον ρόλο τους ως διπλωματικοί εκπρόσωποι των χωρών τους στην Ελλάδα, χωρίς να μπαινοβγαίνουν στα υπουργεία λες και είναι σπίτι τους, και χωρίς μεγαλοστομίες και παχυλά λόγια. Τέλος, να καταθέτουν όλες τις προτάσεις που υποβάλλονται από πολεμικές βιομηχανίες των χωρών τους, και όχι μόνον εκείνες που θέλουν ή τους υποδεικνύονται.

Πηγή: lawandorder.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις