Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να κάνει λίγο… μπλακ χιούμορ στις συζητήσεις του με τα στελέχη της κυβέρνησης και της Ν.Δ. για το – κακό, ας μην κοροϊδευόμαστε – αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου, θα τους έθετε το ίδιο ερώτημα που επιχείρησε να απαντήσει έναν αιώνα πριν ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν: «Τι να κάνουμε;».

Βέβαια, ο Ρώσος επαναστάτης αναφερόταν στα ζητήματα του κομμουνισμού, ωστόσο το ερώτημα αυτό καθαυτό είναι καίριο: για πρώτη φορά από το 2016 η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται μπροστά σε μια εκλογική καθίζηση, και μάλιστα μεγάλου μεγέθους. Μια αποτυχία, μάλιστα, η οποία συνοδεύτηκε από πολλές, ας πούμε, διαψεύσεις:

● το κυβερνών κόμμα απέτυχε (παρά τις προσπάθειες που έκανε) να βρει πειστικό αφήγημα,

● η αποχή απέκτησε τερατώδες μέγεθος,

● η ευρωπαϊκή πτυχή της εκλογικής αναμέτρησης άφησε εντελώς αδιάφορους τους πολίτες (εδώ το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης πέφτει στον γραφειοκρατικό λαβύρινθο των Βρυξελλών),

● τα κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας είτε ενισχύθηκαν είτε κράτησαν τις δυνάμεις τους…

Γενικά, η εικόνα δεν είναι και πολύ ευχάριστη.

Ο πρωθυπουργός, σε μια κίνηση που πρέπει να υπογραμμιστεί, στη συνέντευξή του στον Alpha άλλαξε εντελώς γραμμή όσον αφορά τη σύγκριση των αποτελεσμάτων: αντί να μιλήσει για τη σύγκριση της επίδοσης της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές με αυτήν των ευρωεκλογών του 2019, είπε χαρακτηριστικά ότι «το 41% ήταν ένα ποσοστό το οποίο μας έδωσε ο ελληνικός λαός σε μία χρονική στιγμή. Το 41% είναι 158 έδρες, είναι η κοινοβουλευτική μας πλειοψηφία. Αυτό, το 41%, δεν υπάρχει πια σήμερα».

Ουσιαστικά έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων: δηλαδή το κυβερνών κόμμα πλέον δεν μπορεί να επικαλείται τον «αέρα» του 41% όταν μιλάει για πολιτικές – μάλιστα, ο Μητσοτάκης είπε με αιχμηρό τρόπο ότι «αν κάποιοι είδαν τον κόσμο από πολύ ψηλά (το 41% είναι πολύ ψηλά), είναι καιρός να τον δουν και από λίγο πιο χαμηλά. Δεν είναι κακό αυτό».

Οι «χαμένοι» ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι

Όλα αυτά είναι πολύ ωραία, σε θεωρητική βάση τουλάχιστον. Ωστόσο, επί του πρακτέου, αυτό που μένει μέχρι στιγμής είναι ότι η Νέα Δημοκρατία έχασε μέσα σε έναν χρόνο περίπου ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν μετακινήθηκε προς άλλα κόμματα (εντάξει, υπήρξαν διαρροές προς τα δεξιά και τα αριστερά της, αλλά όχι κάτι συγκλονιστικό…), αλλά προτίμησε την αποχή.

Κάπου εδώ αρχίζει και το πρόβλημα για την κυβέρνηση, καθώς η αποχή δεν είναι μέγεθος που μπορεί να αναλυθεί εύκολα.

Βέβαια ο Μητσοτάκης σημείωσε ότι «ως επί το πλείστον δεν πήγαν κάπου αλλού, έκατσαν σπίτι τους, κάποιοι μπορεί από κούραση από τις επαναλαμβανόμενες εκλογές, κάποιοι γιατί θεωρούσαν ενδεχομένως ότι αυτές οι κάλπες δεν είχαν τόσο μεγάλη σημασία και κάποιοι για να μας στείλουν μήνυμα. Αλλά δεν πήγαν αλλού. Άρα, θα έλεγα ότι μας είπαν με τον τρόπο τους: “Σας εμπιστευόμαστε αλλά γίνετε καλύτεροι, πηγαίνετε πιο γρήγορα”».

Η προσέγγιση του πρωθυπουργού δεν είναι λάθος, αλλά δεν συμπεριλαμβάνει το σύνολο της εικόνας. Αντιθέτως, η αποχή θα πρέπει να αναλυθεί εις βάθος καθώς γεννά μερικά πολύ… ενδιαφέροντα ερωτήματα:

Ποιο κομμάτι της αφορά πολίτες που απλώς αδιαφόρησαν για την ευρωκάλπη ή, εν πάση περιπτώσει, προτίμησαν παραλία από εκλογικά κέντρα;

● Ποιο τμήμα της αποτέλεσε έκφραση δυσφορίας για συγκεκριμένες πολιτικές της κυβέρνησης, αλλά όχι συνολικής απόρριψής της;

● Και, τελικά, μήπως μέσα στην αποχή υπάρχει και ένα στατιστικά σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων που «γυρνάει την πλάτη» στην κυβέρνηση, όπως έκανε στο παρελθόν (αλλά και την Κυριακή) με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ; Δηλαδή, μήπως ένα τμήμα της αποχής αφορά σε πολίτες που τοποθετούν πλέον την κυβέρνηση στην πλευρά του προβλήματος, αντί στην πλευρά της λύσης;

Προφανώς, η ανάλυση αυτή δεν είναι ούτε εύκολη ούτε και… ασφαλής, ωστόσο η κυβέρνηση υποχρεούται εκ των πραγμάτων να την κάνει, αν θέλει να κατανοήσει τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους οι πολίτες τής «γύρισαν την πλάτη», αλλά και να χαρτογραφήσει τις… φυλές των δυσαρεστημένων, τα αιτήματά τους, τις από εδώ και πέρα προσδοκίες τους και – φυσικά – τις δυνατότητες που έχει να τις ικανοποιήσει, αν δεν θέλει η εκδήλωση της δυσφορίας και δυσαρέσκειας που καταγράφηκε στις ευρωεκλογές να αποκτήσει πιο μόνιμα και πιο… οδυνηρά χαρακτηριστικά.

Οι λόγοι

Λίγο – πολύ, βέβαια, οι λόγοι του εκλογικού «κραχ» περιγράφηκαν και από τον ίδιο τον Μητσοτάκη στη συνέντευξή του στον Alpha: ακρίβεια, φορολόγηση ελευθέρων επαγγελματιών, ζητήματα θεσμών, καθημερινότητα (π.χ. υγεία), αλλά και ζητήματα που κάνουν αρνητικό «γκελ» στο πιο συντηρητικό κοινό (όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ή τα ζητήματα ασφαλείας).

Το ενδιαφέρον ερώτημα, που επίσης παραμένει μέχρι ώρας αναπάντητο, είναι πόσα από αυτά τα θέματα αγγίζουν ποιους από τους πολίτες που δεν πήγαν στην κάλπη. Για παράδειγμα, υπάρχουν ψηφοφόροι που επηρεάστηκαν εξίσου από την ακρίβεια και τα ζητήματα ασφάλειας; Υπάρχουν κάποιοι άλλοι που ενδεχομένως ενοχλήθηκαν από το τεκμαρτό εισόδημα και τη θεσμοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών;

Με απλά λόγια, όσο περισσότερα προβλήματα αγγίζουν κάποιον από τους απέχοντες ψηφοφόρους, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η προσπάθεια επαναπροσέγγισής του από την κυβέρνηση. Και όσο πιο μεγάλη είναι η επίδραση του προβλήματος, τόσο αυξάνονται και οι απαιτήσεις των πολιτών από την κυβέρνηση για ουσιαστικές λύσεις.

Αυτά τα ερωτήματα επίσης θα πρέπει να απαντηθούν, καθώς, κατά πάσα πιθανότητα θα θέσουν και τις «γραμμές» της πολιτικής που η κυβέρνηση θα πρέπει να υιοθετήσει στο άμεσο μέλλον, αν θέλει να αρχίσει να αντιστρέφει το κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία μέσα στα επόμενα τρία χρόνια της θητείας της – χρόνια, υπενθυμίζεται, χωρίς άλλες εκλογές.

Εντούτοις, προς το παρόν τουλάχιστον, ο πρωθυπουργός μοιάζει να στέλνει το μήνυμα ότι όποιος περιμένει δραματικές αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική, μάλλον θα απογοητευτεί: για την ακρίβεια επέμεινε στη λογική της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και των ελέγχων στην αγορά, για τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών άνοιξε μόνο ένα μικρό «παραθυράκι» για σημειακές παρεμβάσεις και ξεκαθάρισε ότι ο νόμος για την ισότητα στον γάμο δεν αλλάζει.

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραψε και τα όρια των κυβερνητικών παρεμβάσεων: «Αν πιστεύουν κάποιοι ότι αυτή η κυβέρνηση θα κάνει κινήσεις πανικού, θα μειώσει τον ΦΠΑ, όταν πιστεύω ακράδαντα ότι δεν το αντέχει η ελληνική οικονομία, μόνο και μόνο για να διαχειριστώ ένα αποτέλεσμα που μπορεί να μην ήταν το προσδοκώμενο, κάνουν λάθος. Θα αντιμετωπίσουμε την ακρίβεια με τα όπλα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα» τόνισε.

Το μεγάλο πρόβλημα

Στην ουσία, εδώ βρίσκεται και το μεγάλο πρόβλημα / ερώτημα για την κυβέρνηση: Η «συνετή» δημοσιονομική διαχείριση – προϊόν, εν μέρει, και των ευρωπαϊκών κανόνων – μπορεί να αποδώσει στη συνείδηση των πολιτών μόνο αν το μέγα πρόβλημα της ακρίβειας τεθεί υπό έλεγχο και αρχίσουν να καταγράφονται και μειώσεις στις τιμές ειδών ανελαστικής ζήτησης για τα νοικοκυριά.

Όσο, όμως, η… σύσφιξη στα δημοσιονομικά που περιγράφει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας θα συνοδεύεται, για παράδειγμα, από αυξημένο πληθωρισμό στα τρόφιμα ή υψηλές τιμές στα καύσιμα, τόσο η πίεση των πολιτών για παρεμβάσεις θα αυξάνεται και μαζί της θα αυξάνεται και η δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς της κυβέρνησης.

Ακόμα χειρότερα, στα ζητήματα που απασχολούν τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους, όπως, για παράδειγμα, η ασφάλεια, η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει κάτι το εντυπωσιακό.

Αντιθέτως, πέντε χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη Νέα Δημοκρατία, η εικόνα που επικρατεί στον τομέα αυτόν είναι μιας κυβέρνησης που ακόμα «ψάχνεται» (έστω κι αν έχει να επιδείξει κάποιες επιτυχίες) και που δεν μπορεί να καθησυχάσει με οριστικό τρόπο τις ανησυχίες των πολιτών, ιδίως δε αυτών που την είχαν στηρίξει και για το δόγμα «νόμος και τάξη» που ευαγγελιζόταν το 2019 και το 2023.

Όλα αυτά, δυστυχώς για την κυβέρνηση, λειτουργούν σωρευτικά και αυξάνουν τη δυσφορία ακόμα και σε ψηφοφόρους που θεωρητικά αποτελούν μέρος του «pool» της Νέας Δημοκρατίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η – έστω, μικρή – ενίσχυση της Ελληνικής Λύσης, η σταθερότητα που επιδεικνύει η Νίκη και το πλασάρισμα στα κόμματα που εκλέγουν ευρωβουλευτή της Φωνής Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου, είναι λογικό να προκαλούν προβληματισμό στην κυβέρνηση, η οποία βλέπει στα δεξιά της να δημιουργείται ένας αρκετά ισχυρός πόλος, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ο οποίος μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και εκλογική ζημιά, αν δεν μπαλωθούν σύντομα οι πολιτικές «τρύπες» που επιτρέπουν διαρροές ψηφοφόρων.

Το ζήτημα είναι αν η κυβέρνηση θα έχει τον χώρο για πρωτοβουλίες τέτοιου είδους εν μέσω γενικευμένης πίεσης.

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

topontiki.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις