Σε ευρωπαϊκό επίπεδο προσπαθεί να μεταφέρει η κυβέρνηση το πρόβλημα της ακρίβειας και των στρεβλώσεων στην αγορά, με την επιστολή που έστειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν για τις τιμολογιακές – κι όχι μόνο – πρακτικές των πολυεθνικών εταιρειών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Βέβαια, οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν να πουν στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», καθώς ήδη από το 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκπονήσει μελέτη σχετικά με το φαινόμενο στο οποίο αναφέρεται η ελληνική κυβέρνηση.

Στη μελέτη σημειωνόταν χαρακτηριστικά ότι εντοπίστηκε «η ύπαρξη άμεσων εδαφικών περιορισμών εφοδιασμού (ΕΠΑ), καθώς και συναφείς πρακτικές όπως η διαφοροποίηση των προϊόντων. Οι ΕΠΑ νοούνται ως εμπόδια που επιβάλλονται από τους προμηθευτές στην αλυσίδα εφοδιασμού και μπορούν να επηρεάσουν τους λιανοπωλητές ή τους χονδρέμπορους».

Ακόμα περισσότερο, το ίδιο κείμενο – της Κομισιόν, υπενθυμίζεται – ανέφερε για τον τομέα των αναλώσιμων προϊόντων (Fast-moving consumer goods – FMCG, καταναλωτικά προϊόντα υψηλής κίνησης) ότι «η ποσοτική ανάλυση των λιανικών τιμών έδειξε ότι το μεγάλο εύρος των τιμών που χρεώνουν οι κατασκευαστές στους λιανοπωλητές στην Ε.Ε. για την αγορά συγκεκριμένων επώνυμων προϊόντων δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τους παράγοντες που συνήθως εφαρμόζονται για την εξήγηση των διαφορών στις τιμές, όπως τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), το εργατικό κόστος, το κόστος των πρώτων υλών, το κόστος παραγωγής ή η τιμή της εφοδιαστικής αλυσίδας».

Από τον Νοέμβριο του 2020 που παρουσιάστηκε η έκθεση, έως σήμερα, όπως ανακοίνωσε εκπρόσωπος της Επιτροπής, χαιρετίζοντας την επιστολή του πρωθυπουργού, δεν φαίνεται ότι έχουν γίνει και πολλά, καθώς, όπως είπε ο εκπρόσωπος, «στην “πορεία μετάβασης προς το οικοσύστημα λιανικής” που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2024, η Επιτροπή πρότεινε την έναρξη διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, δηλαδή των διεθνών προμηθευτών επώνυμων προϊόντων, λιανοπωλητών και καταναλωτών, για να προσπαθήσουν να βρουν λύσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, θα πρέπει να γίνει περαιτέρω συζήτηση με τα κράτη – μέλη».

Μεταφράζοντας το commission-speak

Αν επιχειρήσει κάποιος να μεταφράσει το… commission-speak σε απλά ελληνικά, αυτό που θα μείνει είναι ότι η Επιτροπή κινείται για το θέμα αυτό με τους γνωστούς ρυθμούς της: διάλογος με όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές, κάποια πρώτα συμπεράσματα ύστερα από κάμποσο χρονικό διάστημα, νέος διάλογος με τους ενδιαφερόμενους (εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάποιες από τις «ένοχες» πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν έδρα σε κράτη – μέλη της Ε.Ε., με όλα όσα σημαίνει αυτό…) και, για να ειπωθεί όσο πιο απλά γίνεται, νέα «κλοτσιά στο τενεκεδάκι», μέχρι να φανεί τι μπορεί να γίνει (ο εκπρόσωπος της Επιτροπής είπε, άλλωστε, ότι «θα απαντήσουμε στην επιστολή εν ευθέτω χρόνω»).

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση γνώριζε εκ των προτέρων ότι η κίνησή της σχετικά με τις πολυεθνικές ήταν μεσο/μακροπρόθεσμη, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη να δηλώνει πως «δεν έχουμε αυταπάτες ότι αυτά τα οποία περιγράφουμε στην επιστολή θα ικανοποιηθούν στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα, αλλά θα είναι μία από τις πιο σοβαρές συζητήσεις αμέσως μετά τις ευρωεκλογές».

Ωστόσο, ήταν μια κίνηση που θεωρήθηκε χρήσιμο να γίνει, καθώς οι δημοσκοπήσεις δεν αλλάζουν: οι πολίτες συνεχίζουν να θεωρούν την ακρίβεια ως το μεγαλύτερο πρόβλημά τους και να θεωρούν ότι η κυβέρνηση δεν κάνει ό,τι μπορεί για την καταπολέμησή της.

Πολύ πιο ουσιαστική – έστω και… περιορισμένου βεληνεκούς και πάντα με τον κίνδυνο προσφυγής των ενδιαφερομένων στο ΣτΕ – ήταν η δήλωση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, στη Γ.Σ. του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), ότι δεν σχεδιάζεται άρση του πλαφόν στο περιθώριο μεικτού κέρδους, με τον υπουργό να ξεκαθαρίζει ότι «τα μέτρα που ελήφθησαν είναι προσωρινά και θα αρθούν όταν έρθει η ώρα και υπάρξει ομαλοποίηση της κατάστασης. Αυτό δεν θα συμβεί αύριο το πρωί, πάμε σε ομαλοποίηση σταδιακά», με ορισμένους από τους παριστάμενους να μιλούν για «αόριστες υποσχέσεις».

Νέο «όχι» για τον ΦΠΑ

Εν πάση περιπτώσει, τόσο ο Χατζηδάκης όσο και ο Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο Open απέκλεισαν για άλλη μια φορά το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα, με τον πρωθυπουργό να επαναλαμβάνει ότι «έχουμε βάσιμες υποψίες πως η μείωση του ΦΠΑ δεν θα περάσει στον τελικό καταναλωτή, γιατί έχουμε εμπειρίες και από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν το αντέχουμε δημοσιονομικά. Έχει δίκιο ο υπουργός όταν είπε ότι σε ένα περιβάλλον όπου η χώρα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα».

Μάλιστα, ο πρωθυπουργός επιτέθηκε και στην αντιπολίτευση, λέγοντας ότι «όποιος εισηγείται τη μείωση του ΦΠΑ, να μας πει πού θα βρει τα 2 δισ. Έχω ζητήσει κοστολόγηση από το Λογιστήριο του Κράτους, αν ο λογαριασμός βγαίνει, γιατί εγώ σας λέω ότι δεν βγαίνει. Δεν κάνουμε επιδοματική πολιτική, να μας πουν ποια επιδόματα να κόψουμε. Αν πιστεύει ότι δεν πρέπει να τα δίνουμε, να μας υποδείξει ποια πρέπει να κόψουμε», ενώ προσέθεσε ότι «έχουμε συζητήσει κάποιες στοχευμένες μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Θα μπορούσαμε να δώσουμε έμφαση σε φορολογικές εισφορές».

Ωστόσο, με το πρόβλημα της ακρίβειας να εντείνεται σχεδόν σε καθημερινή βάση, τη δυσφορία των πολιτών να αυξάνεται μήνα με τον μήνα, τις τιμές, όχι μόνο να μην πέφτουν, αλλά να συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, τον πληθωρισμό να συνεχίζει να αυξάνεται (απλώς με μικρότερο ρυθμό απ’ όσο πριν από π.χ. έναν χρόνο) και τις ευρωκάλπες μόλις 17 ημέρες μακριά, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν έχει και πολλά περιθώρια για συμβολικές κινήσεις, έστω κι αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ξεπέρασε τα αρχικά εμπόδια που έθεταν πιο… ιδεολογικά ζητήματα, όπως η ισότητα στον γάμο.

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

topontiki.gr

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις