Η ηγεσία της Πυροσβεστικής, στελέχη της Πολιτικής Προστασίας και της περιφέρειας, γνώριζαν τον κίνδυνο να χαθούν ζωές αλλά δεν έκαναν τίποτα για να τον αποτρέψουν, επισημαίνει ο ανακριτής – Η απορριπτική απάντηση του εισαγγελέα και η πορεία των ερευνών
Γνώριζαν ότι δεν είχαν διαθέσει τα απαραίτητα εναέρια και επίγεια μέσα για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Γνώριζαν ότι δεν είχαν διατάξει την έγκαιρη εκκένωση των οικισμών και ότι οι κάτοικοί τους βρίσκονταν σε κατάσταση άμεσου κινδύνου. Γνώριζαν τον κίνδυνο απώλειας ανθρώπινων ζωών. Και ενώ γνώριζαν όλα αυτά δεν έπραξαν τίποτα για να τα αποτρέψουν…
Πλήθος συγκλονιστικών στοιχείων, επικαλέστηκε ο ανακριτής που χειρίζεται την μεγάλη δικογραφία για τις φονικές πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική τον Ιούλιο του 2018, στο αίτημα του για την άσκηση κακουργηματικής ποινικής δίωξης εις βάρος πρώην στελεχών του Πυροσβεστικού Σώματος, της Πολιτικής Προστασίας αλλά και της περιφέρειας Αττικής για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Όμως, το αίτημά του για αναβάθμιση της κατηγορίας απορρίφθηκε από τον αρμόδιο εισαγγελέα, με αποτέλεσμα δύο χρόνια μετά την φονική πυρκαγιά– η μαύρη επέτειος είναι την ερχόμενη Πέμπτη 23 Ιουλίου – η δικαστική έρευνα για τον καταλογισμό ποινικών ευθυνών στους «πρωταγωνιστές» της τραγωδίας θα συνεχίσει να κινείται σε «τροχιά» πλημμελημάτων. Αυτό σημαίνει πως οι 20 κατηγορούμενοι για τις φονικές πυρκαγιές, θα συνεχίσουν να διώκονται για πλημμελήματα, όπως για εμπρησμό από αμέλεια, ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή και διά παραλείψεως αλλά και για σωματικές βλάβες κατά συρροή. Κατηγορίες που επισύρουν μικρές ποινές φυλάκισης και αυτές με αναστολή.
Ο ανακριτής, ωστόσο, της υπόθεσης κ. Αθανάσιος Μαρνέρης στο σχετικό έγγραφό του προς τον εισαγγελέα με το οποίο ζήτησε την άσκηση συμπληρωματικής κακουργηματικής δίωξης εις βάρος μελών της τότε ηγεσίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, κ.ά. είναι «καταπέλτης». Επικαλούμενος νέα στοιχεία, τα οποία συνέλεξε κατά τη διάρκεια εφόδων που πραγματοποίησε στο συντονιστικό κέντρο της πυροσβεστικής και σε άλλες υπηρεσίες που είχαν την ευθύνη του σχεδιασμού και επιχείρησης κατάσβεσης της πυρκαγιάς, διατυπώνει την άποψη πως στοιχειοθετείται η άσκηση δίωξης για το κακούργημα της «θανατηφόρας έκθεσης κατά συρροή καθώς και του αδικήματος της έκθεσης από την οποία προκλήθηκαν στους παθόντες βαριές σωματικές βλάβες κατά συρροή».
Στο έγγραφό του, ο κ. Μαρνέρης καταλογίζει στα εμπλεκόμενα στελέχη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και σε πρώην στελέχη της Πολιτικής Προστασίας, ευθύνες σε βαθμό κακουργήματος και μάλιστα σε τρία στάδια της πύρινης λαίλαπας: Το πρώτο στάδιο είναι αυτό της πρόληψης – κατάσβεσης, το δεύτερο στάδιο αφορά στην εκκένωση των απειλούμενων οικισμών και το τρίτο σχετίζεται με τη διάσωσης των πολιτών. Όπως επισημαίνει ο ανακριτής, τα πρόσωπα αυτά, ήδη κατηγορούμενοι για πλημμελήματα «γνώριζαν ότι είχαν επίγεια και εναέρια μέσα τα οποία είτε δεν αξιοποίησαν καθόλου είτε χρησιμοποίησαν για την κατάσβεση φωτιάς σε περιοχές που δεν υπήρχε κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές». Σύμφωνα, δε, με το ανακριτικό αίτημα οι κατηγορούμενοι «με τις ιδιότητές τους μπορούσαν να προβλέψουν το βαρύτερο αποτέλεσμα που τελικά επήλθε αποδεχόμενοι αυτό», ενώ αν και «είχαν λάβει γνώση της επικινδυνότητας της πυρκαγιάς δεν φρόντισαν για την έγκαιρη κατάσβεσή της». Επιπλέον, «δεν αξιοποίησαν έγκαιρα σχέδιο εκκένωσης». Εκκένωση η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει αρχικά στο Ν. Βουτσά και εν συνεχεία στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας.
«Δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους, η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες» επισημαίνει ο κ. Μαρνέρης και προσθέτει: «Προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου, ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση (…) που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων». Το αποτέλεσμα ήταν «ο θάνατος 102 ατόμων και ο τραυματισμός τουλάχιστον 31 ατόμων».
«Δεν είχαν εναέρια επιτήρηση»
Ο ανακριτής, κάνει αναφορά στο έγγραφό του στο γεγονός ότι δεν υπήρχε, κατά το στάδιο της πρόληψης, εναέρια επιτήρηση από το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, αν και «υπήρχε γνώση από τους αρμοδίους τόσο των καιρικών συνθηκών για την 23-7-2018 όσο και του ότι η περιοχή γύρω από το Νέο Βουτσά είχαν ιστορικό προηγούμενων πυρκαγιών και χαρακτηρίζονταν περιοχή υψηλής επικινδυνότητας για πυρκαγιά». Η παράλειψη αυτή «συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι υπήρξε κατά την έναρξη της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης μεγάλη καθυστέρηση στη κινητοποίηση και στην έγκαιρη αντιμετώπιση της πυρκαγιάς».
Κατά τον κ. Μαρνέρη «αν υπήρχε εναέρια επιτήρηση, ο εντοπισμός της πυρκαγιάς στο Νταού (σ.σ. περιοχή όπου ξεκίνησε η φωτιά τις απογευματινές ώρες 16:20 έως 16:30 της 23/7/2018) θα ήταν άμεσος και εναέριες και επίγειες δυνάμεις θα επιχειρούσαν άμεσα, έγκαιρα και αποτελεσματικά». Εξάλλου, «με την πρώτη βολή που θα έκανε το αεροσκάφος επιτήρησης στο Νταού, θα είχε καλυφθεί και ο χρόνος προετοιμασίας 20 καθοριστικών λεπτών για τα υπόλοιπα κατασβεστικά αεροσκάφη που θα λάμβαναν μέρος στην κατάσβεση με το δεδομένο ότι από τον χρόνο της εντολής μέχρι το χρόνο απογείωσης του αεροσκάφους το εναέριο χρειάζεται 20 λεπτά για να απογειωθεί». Συνεπώς, υπογραμμίζει ο ανακριτής, «οι αρμόδιοι παρέλειψαν να φροντίσουν για συνεχή εναέρια επιτήρηση». Και αυτό ενώ «υπήρχαν διαθέσιμα και εναέρια αεροσκάφη τύπου canader CL 215 και CL 415 με χωρητικότητα νερού 6 τόνων τουλάχιστον, καθώς και αεροσκάφος PZL διαθέσιμο χωρικότητας νερού τουλάχιστον 500 λίτρων αποκλειστικά για εναέρια επιτήρηση».
Ακόμη «έμεινε ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά και η νεοσύστατη (από τις 4-5-2017) υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (drones) τα οποία μπορούν να κάνουν 24ωρη επιτήρηση, έχουν κάμερες και δίνουν άμεσα πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο ΕΣΚΕ (σ.σ Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής)». Επιπλέον, δύο από τα καλύτερα ελικόπτερα (S64-N. 194 και S64- N.218) δεν μπόρεσαν να απογειωθούν την κρίσιμη στιγμή και να επιχειρήσουν στις πρώτες ώρες της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης. Αρκεί να αναφερθεί ότι το ένα από τα ελικόπτερα αυτά, προσγειώθηκε για ανεφοδιασμό στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας (προκειμένου να επιχειρήσει στα Γεράνια Όρη) «παρότι ήταν γνωστό στην ηγεσία του ΕΣΚΕ ότι το συγκεκριμένο αεροδρόμιο ήταν κλειστό (ήδη από τις 14:27 της 16/7/2018) και δεν θα μπορούσε να απογειωθεί εύκολα το ελικόπτερο μετά τον ανεφοδιασμό του». Πράγματι, όταν δόθηκε εντολή στον πιλότο του ελικοπτέρου από το ΕΣΚΕ να μεταβεί στο Νταού Πεντέλης, εκείνος δήλωσε αδυναμία απογείωσης. «Συνεπώς ενώ υπήρχε σχετική γνώση των προβλημάτων απογείωσης οι κατηγορούμενοι παρέλειψαν να δώσουν εντολή να προσγειωθεί το ως άνω ελικόπτερο στο Τατόι, στην Πάχη Μεγάρων, στο ελικοδρόμιο της Νέας Μάκρης ή στο Ελ. Βενιζέλος, αεροδρόμια τα οποία δεν είχαν κλείσει», διαπιστώνει ο ανακριτής.
Την κρίσιμη δε στιγμή όταν η φωτιά άρχισε να δυναμώνει στο Νταού Πεντέλης επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο, το οποίο φέρεται να έκανε μια ρίψη. «Οι αρμόδιοι παρέλειψαν να κινητοποιήσουν και άλλα εναέρια μέσα, ενώ συνέχιζαν τις εκτροπές στην περιοχή Καλαμακίου – Ισθμίων, αν και η κατάσταση εκεί ήταν ελεγχόμενη και η φωτιά έρπουσα σε θάμνους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι αρμόδιοι ήδη από τις 16:46», αναφέρει ο ανακριτής μεταξύ άλλων στο αίτημά του. Ακόμη, καταλογίζει ευθύνες στους αρμοδίους και γιατί μετακίνησαν «όλα τα πλησιέστερα πυροσβεστικά περιπολικά από το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης, τα οποία αφού αποδεσμεύτηκαν από την αρχική τους θέση, αντικαταστάθηκαν με εθελοντικά οχήματα». Κρίσιμο είναι και το στοιχείο που παρατίθεται στο έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο «γνώση της κατάστασης υπήρχε από τις 16:41» ενώ ο τότε υπαρχηγός επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος Βασίλειος Ματθαιόπουλος είχε ενημερωθεί από τις 17:20 για την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς και ότι αυτή πλησιάζει στο Νέο Βουτσά καθώς και ότι στην περιοχή επιχειρούσε μόνο ένα εναέριο μέσο.
«Χωρίς σχέδιο εκκένωσης και διάσωσης»
Στο αίτημά του, ο ανακριτής, όπως είχαν πράξει άλλωστε και οι εισαγγελείς που είχαν ερευνήσει την υπόθεση και είχαν ασκήσει τις ποινικές διώξεις (Ηλίας Ζαγοραίος, Νίκος Φιστόπουλος και Κώστας Σπυρόπουλος), αναφέρεται στην έλλειψη σχεδιασμού εκκένωσης των οικισμών. «Ενώ οι αρμόδιοι κατηγορούμενοι δεν είχαν στείλει τα εναέρια μέσα που έπρεπε, θα έπρεπε τουλάχιστον, αφού γνώριζαν την επικινδυνότητα της κατάστασης και ότι δε διέθεσαν τα απαραίτητα και διαθέσιμα εναέρια και επίγεια μέσα, να εκκενώσουν την περιοχή στο Νέο Βουτσά και στο Μάτι, δυνατότητα την οποία είχαν» επισημαίνει ο κ. Μαρνέρης, για να αναφερθεί στη συνέχεια στην έλλειψη σχεδίου διάσωσης των κατοίκων των πολύπαθων περιοχών. Ως προς αυτό την τελευταία αυτή παράλειψη στο ανακριτικό έγγραφο αναφέρεται πως τότε στελέχη της ηγεσίας της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας «είχαν στη διάθεσή τους και σωστικές λέμβους που άνηκαν στην πρώτη ΕΜΑΚ, οι οποίες βρισκόντουσαν στην Ελευσίνα και στα πληρώματα των οποίων δεν δόθηκε ποτέ εντολή να μεταβούν στην περιοχή». Εξάλλου, δεν διατέθηκαν για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα τρία πυροσβεστικά πλοιάρια, τα οποία βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά. «Εάν ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση, ο χρόνος που απαιτούνταν είναι 1 ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20:15, ενώ οι πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18:50», υπογραμμίζει ο δικαστικός λειτουργός.
«Δεν προέκυψε δόλος»
Αξιολογώντας το αίτημα του ανακριτή, ο εισαγγελέας Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος, ο οποίος μαζί με τον πρώην προϊστάμενο της εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηλία Ζαγοραίο και τον συνάδελφο τους Νικόλα Φιστόπουλο, είχαν διενεργήσει την προκαταρκτική έρευνα και είχαν ασκήσει τις διώξεις βάρος των 20 κατηγορουμένων, απέρριψε το αίτημα κρίνοντας πως προϋπόθεση για άσκηση κακουργηματικής δίωξης για το αδίκημα της θανατηφόρας έκθεσης είναι ο δόλος.
Στην συγκεκριμένη, όμως, υπόθεση, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, το στοιχείο της αποδοχής που προϋποθέτει ο δόλος δεν προέκυψε. Ακόμη, ο εισαγγελικός λειτουργός επικαλείται τη νομολογία που διαμορφώθηκε μέσα από τις υποθέσεις της φονικής πυρκαγιάς στην Ηλεία, του ναυαγίου του Εξπρές Σαμίνα, του πολύνεκρου τροχαίου στα Τέμπη με το θάνατο των 21 μαθητών, κ.ά. για να επισημάνει πως: «Ένα κοινό χαρακτηριστικό που φαίνεται να προσδίδει η νομολογία στις περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις είναι το κίνητρο και οι ιδιοτελείς σκοποί των υπαιτίων, με την έννοια ότι η επίδικη συμπεριφορά τους υπαγορεύθηκε από λόγους προσπορισμού υπερβολικού κέρδους, στοιχεία, όμως που ουδόλως διαφαίνεται ότι προκύπτουν σε βάρος των συγκεκριμένων κατηγορουμένων στην προκειμένη περίπτωση…».
Μιλώντας στο «Θέμα» ο συνήγορος πολιτικής αγωγής πολλών οικογενειών θυμάτων Αντώνιος Φούσας ζήτησε την επίσπευση της έρευνας για το Μάτι, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής: «Από την πλευρά της Δικαιοσύνης και στη φάση αυτή από την ανάκριση γίνεται εις βάθος έρευνα της υπόθεσης για να καταλογιστούν ποινικές ευθύνες στους υπαιτίους. Θα ήθελα όμως να επισημάνω τον κίνδυνο της παραγραφής της υπόθεσης και για αυτό μεταφέροντας την αγωνία των συγγενών των θυμάτων παρακαλώ και από τη θέση αυτή για την επίσπευση της υπόθεσης».
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις