Αν και θα ακουστεί κλισέ, τα όσα συνέβησαν το περασμένο Σάββατο με πρωταγωνιστή τον πρώην πρωθυπουργό και πρώην πρόεδρο της Ν.Δ. Αντώνη Σαμαρά θα μπορούσαν να έχουν τον τίτλο «Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας διαγραφής». Εδώ και αρκετούς μήνες η σχέση του Σαμαρά με την κυβέρνηση και με το Μέγαρο Μαξίμου βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού και οι προσεκτικοί παρατηρητές απλώς περίμεναν πότε η μία ή η άλλη πλευρά θα… τραβήξει την περόνη και θα γίνει η έκρηξη.

Τελικά, η συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού στο «Βήμα της Κυριακής» αποτέλεσε τη θρυαλλίδα των εξελίξεων: η κατηγορία ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης «χαριεντιζόταν» με τον Ερντογάν και τον Ράμα, το κάλεσμα για παραίτηση του ΥΠΕΞ Γιώργου Γεραπετρίτη και η πρόταση για Κώστα Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας (πρόταση που κρίθηκε ότι επιχειρεί να παγιδεύσει την κυβέρνηση) μετέτρεψαν τη διαγραφή Σαμαρά σε μονόδρομο.

Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι η επίδειξη πυγμής από τον Μητσοτάκη δεν ήταν η πρώτη: αν και άλλης τάξεως πολιτικού μεγέθους, ο πρωθυπουργός είχε πριν από λίγο καιρό παραπέμψει προς διαγραφή στην Επιτροπή Δεοντολογίας της Ν.Δ. και τον βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Μάριο Σαλμά με την κατηγορία της αντικοινοβουλευτικής, αντικομματικής και αντισυναδελφικής συμπεριφοράς, που προκαλεί σοβαρή ζημιά στο κόμμα ή σε άλλο βουλευτή.

Και, φυσικά, δεν πρέπει να παραβλέπει κάποιος το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός διέγραψε – μόνο από την Κ.Ο. της Ν.Δ. – και τον Λευτέρη Αυγενάκη μετά τις αλγεινές εντυπώσεις που προκάλεσε το βίντεο που ήρθε στο φως της δημοσιότητας και έδειχνε τον βουλευτή Ηρακλείου να βιαιοπραγεί εις βάρος υπαλλήλου του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος».

Αλλαγή τακτικής

Βέβαια, η διαγραφή Σαμαρά – και από την Κ.Ο. και από το κόμμα – έχει προφανώς βαρύνουσα σημασία, καθώς ο πρώην πρωθυπουργός θεωρείται ότι εξέφραζε εντός της Ν.Δ. μια πολύ συγκεκριμένη τάση, την, ας πούμε, «δεξιά» πτέρυγα του κόμματος, η οποία μετά το στραπάτσο του 28% των ευρωεκλογών έχει αρχίσει και υψώνει πολύ τους τόνους για τα όσα συμβαίνουν στην κυβέρνηση και στο κόμμα, θέτοντας ζητήματα πολιτικής (οι διαρκείς «άβολες» ερωτήσεις βουλευτών της Ν.Δ. προς υπουργούς τείνουν να γίνουν καθημερινό φαινόμενο), αλλά και ιδεολογικής τάξης (ο Νικήτας Κακλαμάνης ούτε λίγο ούτε πολύ έχει πει ότι σε κάθε ανασχηματισμό «την πληρώνουν» οι κοινοβουλευτικοί υπουργοί και υφυπουργοί, ενώ κάμποσοι βουλευτές έχουν εκφράσει δυσφορία για τα πολλά ανοίγματα του κόμματος προς την Κεντροαριστερά).

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση από τον Ιούλιο και μετά δέχεται διαρκή κριτική από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς – τον Σαμαρά και τον Καραμανλή – με έμφαση στους χειρισμούς της για τα ελληνοτουρκικά και γενικότερα τα εθνικά θέματα. Ωστόσο, οι δύο «πρώην» το τελευταίο διάστημα είχαν επεκτείνει το πεδίο της κριτικής και σε άλλα ζητήματα, όπως τη φθορά των θεσμών (π.χ. για το ζήτημα των υποκλοπών), τα προβλήματα στον χώρο της Δικαιοσύνης, αλλά και για τον χαρακτήρα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό της κυβέρνησης και της Ν.Δ.

Μάλιστα, από ένα σημείο και μετά, η στάση των Σαμαρά και Καραμανλή φάνηκε να γίνεται προβληματική, καθώς απείχαν από σημαντικές κομματικές εκδηλώσεις (πάρτι στη Ρηγίλλης, εκδήλωση για τα 50χρονα της ΟΝΝΕΔ κ.λπ.).

Η αλήθεια είναι ότι το Μαξίμου εξαρχής προσπάθησε να κρατήσει χαμηλούς τόνους και, ταυτόχρονα, να διαχωρίσει τον Καραμανλή από τον Σαμαρά. Ωστόσο, η διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού δείχνει μια ποιοτική αλλαγή στη στρατηγική που ακολουθεί το Μαξίμου: από την άμυνα που έπαιζε ώς τώρα (το «Ποντίκι» είχε αναφερθεί στην «τακτική λεωφορείο»…), περνά σε μια πιο επιθετική τακτική, η οποία, όσο κι αν ξενίζει όσους είχαν συνηθίσει την πιο ήπια στάση που ακολουθούσε ο Μητσοτάκης ώς τώρα, η υιοθέτησή της κρίνεται σχεδόν νομοτελειακή, με βάση την εικόνα που έχει διαμορφωθεί εδώ και περίπου 15 μήνες στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ποια είναι αυτή;

Κακή εικόνα

Μετά την καθαρή νίκη της σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023, η κυβέρνηση μοιάζει να αδυνατεί να «σηκώσει κεφάλι», παρά το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης βρίσκονται σε φάση σχεδόν διαρκούς εσωστρέφειας – ου μη και διάσπασης / διάλυσης, όσον αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρώτο καμπανάκι ήρθε με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ωστόσο ο… κόκκινος συναγερμός χτύπησε στις ευρωεκλογές, όταν η Ν.Δ. έχασε σχεδόν 13 μονάδες σε σχέση με τις εθνικές εκλογές και πέντε εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με την ευρωκάλπη του 2019. Ακόμα χειρότερα, από τον περασμένο Ιούνιο και εντεύθεν, η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι:

● Οι δημοσκοπήσεις τη φέρνουν διαρκώς γύρω από το ποσοστό των ευρωεκλογών, χωρίς να καταφέρνει να αυξήσει τα ποσοστά της και να φανεί ότι ξεπερνά το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει.

● Τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων είναι ακόμα χειρότερα, καθώς οι πολίτες λένε εμμέσως πλην σαφώς ότι η κυβέρνηση δεν κάνει ό,τι πρέπει για να λύσει τα πάγια προβλήματά τους (ακρίβεια, υγεία, αίσθημα ασφάλειας, οικονομία και πάει λέγοντας και… κλαίγοντας).

● Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να βγαίνει από τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας και – συνεπικουρούντος και του ΣΥΡΙΖΑ – να ετοιμάζεται να αναλάβει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «τσιμπώντας» ποσοστά σε κάθε δημοσκόπηση.

● Και, από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, τα κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ. εμφανίζονται να «πιάνουν» συνολικά ένα ποσοστό κοντά στο 20% και να ενισχύονται διαρκώς – λίγο μεν, διαρκώς δε.

Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι η έως τώρα στρατηγική δεν λειτουργεί. Οπότε, η αλλαγή της κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς η κυβέρνηση και η Ν.Δ. θέτουν δύο βασικούς στόχους:

Βραχυπρόθεσμα να κατοχυρωθούν τα… κεκτημένα, δηλαδή το κόμμα στις δημοσκοπήσεις να παραμείνει σε ποσοστό 28-30% και να μην έχει άλλες απώλειες συν τω χρόνω.

Μακροπρόθεσμα – ενδεχομένως και με τη… βοήθεια και κάποιων παρεμβάσεων στον εκλογικό νόμο (η αύξηση του ποσοστού εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% φαίνεται ότι συζητιέται όλο και περισσότερο) – και αφού έχει «κλειδώσει» το 30%, να μπορέσει να ανακάμψει αρκετά στα περίπου 2,5 χρόνια θητείας που απομένουν στην κυβέρνηση.

Τα όρια

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάκτηση της πρωτοβουλίας από τον πρωθυπουργό και η εμπέδωση κλίματος σταθερότητας και ενότητας σε κυβέρνηση και κόμμα είναι εκ των ων ουκ άνευ, εξ ου και η σκλήρυνση της στάσης απέναντι σε παραφωνίες, διαφωνίες και κριτικές.

«Δεκτή η καλόπιστη κριτική και τα σχόλια που έχουν ως στόχο να μας κάνουν καλύτερους, αλλά πάντα εντός ορίων», είναι το μότο του Μαξίμου, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, θα μετατραπεί σε… ευαγγέλιο το επόμενο διάστημα. Άλλωστε, κυβερνητικές πηγές υπενθυμίζουν με νόημα ότι το 18μηνο, μέσα στο οποίο οι εκλογές γίνονται με λίστα και όχι με σταυρό, λήγει τον Ιανουάριο.

Όχι ότι το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες είναι πιθανό: αντιθέτως, στην κυβέρνηση δεν υπάρχει ανησυχία για κινήσεις αποχώρησης από βουλευτές που θεωρούνται ότι βρίσκονται κοντά στον Σαμαρά («Η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. δεν έχει “Συμπιλίδηδες” ανάμεσά της. Δεν υπάρχει καμία τέτοια ούτε υποψία. Είναι ενωμένη η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. Θα εκφραστούν και εκφράζονται διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα, αλλά, στο τέλος της ημέρας, όλοι βλέπουμε τον κοινό σκοπό και το καθήκον», είπε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης).

Επίσης, σχολιάζοντας το ενδεχόμενο ο διαγραφείς πρώην πρωθυπουργός να προχωρήσει στη δημιουργία νέου πολιτικού σχηματισμού (ο στενός συνεργάτης του Νίκος Τσούτσιας δήλωσε στο Mega ότι «δεν μπορώ να πω αν θα κάνει άλλο κόμμα ο Αντώνης Σαμαράς, δεν επιβεβαιώνω ούτε διαψεύδω»), κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο, όπως και η συνεργασία του με κάποιο από τα κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ. (αν και η Αφροδίτη Λατινοπούλου της «Φωνής Λογικής» φάνηκε να… μην τη «χαλάει» κάτι τέτοιο, σε αντίθεση με τον Κυριάκο Βελόπουλο, ο οποίος είπε ότι «η κόντρα Σαμαρά με τον κ. Μητσοτάκη αφορά τις καρέκλες τους»).

Τα πραγματικά προβλήματα

Στην πραγματικότητα, ο βασικός προβληματισμός της κυβέρνησης είναι ότι, παρά κάποιες σημειακές βελτιώσεις, τα μεγάλα προβλήματα που συνεχίζουν να της προκαλούν φθορά παραμένουν άλυτα:

● Ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η ακρίβεια, η οποία «κατατρώει» τα εισοδήματα των πολιτών.

● Η κατάσταση στον χώρο της Υγείας παραμένει επιεικώς προβληματική, παρά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για σημαντικές βελτιώσεις.

● Στις περισσότερες δημοσκοπήσεις οι πολίτες κρίνουν συνολικά αρνητικά το έργο της κυβέρνησης και εμφανίζονται απαισιόδοξοι για το μέλλον.

● Σε πρόσφατη ερώτηση για την τραγωδία των Τεμπών, η συντριπτική πλειοψηφία επικρίνει τους κυβερνητικούς χειρισμούς.

Στο πλαίσιο αυτό και με το διεθνές σκηνικό επιβαρυμένο, τόσο από τους δύο πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή όσο και από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, λόγω της ασάφειας των πολιτικών που θα ακολουθήσει (ο φόβος των δασμών είναι πλέον απτός σε ολόκληρη την Ε.Ε., η οποία και επιχειρεί να σχεδιάσει αντίμετρα), η κυβέρνηση καλείται να ξεπεράσει γρήγορα το εσωκομματικό… ψυχοψάξιμό της και να απαντήσει στους φόβους και τις αγωνίες των πολιτών.

Ειδάλλως, όσες διαγραφές κι αν γίνουν, η επιθυμητή επανεκκίνηση θα παραμείνει κενό γράμμα.

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

topontiki.gr

 

Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις