Παρότι η κρίση είναι διεθνής, στη χώρα μας, μέσα από τη ρήτρα αναπροσαρμογής που χρεώνουν όλες οι εταιρείες προμήθειας, η επίπτωση στον καταναλωτή είναι μεγαλύτερη από όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με το… φόβο της ρήτρας αναπροσαρμογής ζούνε πλέον νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς οι λογαριασμοί ρεύματος που λαμβάνουν από όλες τις εταιρείες προμήθειας είναι υπέρογκοι σε βαθμό κυριολεκτικά πρωτόγνωρο.
Σε κάθε λογαριασμό (και κυρίως σε νοικοκυριά που χρησιμοποιούν το ρεύμα και για θέρμανση, οπότε οι καταναλώσεις τους είναι πολύ μεγαλύτερες από τις 300 Κιλοβατώρες το μήνα), η χρέωση βάσει της ρήτρας αναπροσαρμογής είναι το κυριότερο μέρος του συνολικού αντιτίμου, πολλές φορές δύο και τρεις φορές μεγαλύτερη από τη βασική χρέωση που είχε συμφωνήσει ο καταναλωτής όταν υπέγραφε τη σύμβαση ένταξής του σε κάποια εταιρεία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα πράγματα για τους καταναλωτές άλλαξαν άρδην όταν η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας επέβαλε στη ΔΕΗ να μπει και εκείνη, για λόγους υγιούς ανταγωνισμού, στο «χορό» της ρήτρας χονδρεμπορικής τιμής, πράγμα που δεν ίσχυε έως το καλοκαίρι του 2021. Με δεδομένο ότι η ΔΕΗ έχει περίπου το 65% της κατανάλωσης, είναι φανερό ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν δεν χρέωνε ρήτρα αναπροσαρμογής.
Βεβαίως και πάλι τα τιμολόγια θα είχαν αυξηθεί, ωστόσο θα υπήρχε σχετικός περιορισμός των αυξήσεων, δεδομένου μάλιστα ότι η ΔΕΗ, όπως και οι άλλοι μεγάλοι ηλεκτροπαραγωγοί, έχει κέρδη από τις μονάδες παραγωγής ρεύματος.
Οι επιδοτήσεις που έχει αποφασίσει η κυβέρνηση και μπαίνουν μέσα στους λογαριασμούς για να ελαφρύνουν το βάρος των καταναλωτών έχουν βεβαίως τη σημασία τους, ωστόσο αποδεικνύεται ότι δεν επαρκούν, καθώς καλύπτουν ένα μικρό μόνον μέρος της τεράστιας επιβάρυνσης που έχουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις από την εκτόξευση των τιμών αερίου και ρεύματος.
Όπως προαναφέρθηκε, η ενίσχυση αφορά τις πρώτες 300 κιλοβατώρες κατανάλωσης το μήνα, όταν μια οικογένεια κατά κανόνα καίει πολύ περισσότερο, οπότε οι πάνω από 300 κιλοβατώρες πληρώνονται σε τριπλάσια και τετραπλάσια τιμή, με αποτέλεσμα οι λογαριασμοί να εκτοξεύονται.
Ερωτηματικό αποτελεί, δε, το μέχρι ποιό βαθμό, και μέχρι ποιό χρονικό σημείο θα μπορεί η πολιτεία να δίνει το βοήθημα που δίνει σήμερα μέσω των επιδοτήσεων. Ας σημειωθεί ότι μέχρι τώρα, τα περίπου 2 δις. ευρώ που έχουν δοθεί από την κυβέρνηση ως επιδοτήσεις και ενισχύσεις δεν έχουν ακόμα επιβαρύνει ούτε κατά ένα ευρώ τον προϋπολογισμό, αλλά έχουν αντληθεί από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων ρύπων και τα πλεονάσματα που προκύπτουν στον Ειδικό Λογαριασμό των ΑΠΕ λόγω της πολύ φθηνότερης τιμής που εισπράττουν οι «πράσινοι» παραγωγοί σε σχέση με την ημερήσια χονδρεμπορική τιμή.
Σύμφωνα με αρμόδιες κυβερνητικές πηγές, τα έσοδα από τους ρύπους και τον ΕΛΑΠΕ επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες καταβολής των επιδοτήσεων μέχρι τον Απρίλιο.
Με δεδομένο ότι στο βασικό σενάριο που εξετάζει η Κομισιόν, η κρίση θα συνεχιστεί για όλο το 2022, είναι βέβαιον ότι θα απαιτηθεί να συνεχιστούν οι επιδοτήσεις, και συνεπώς για το κόστος των μέτρων θα πρέπει να βρεθούν άλλοι πόροι με πιθανότερη εκδοχή την κάλυψη των δαπανών από τον προϋπολογισμό.
Δυσοίωνα σενάρια
Ανησυχία προκαλούν πάντως οι εκτιμήσεις της Κομισιόν, σύμφωνα με τις οποίες οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας θα «παραμείνουν υψηλές και ασταθείς τουλάχιστον μέχρι το 2023». Η διατύπωση αυτή περιλαμβάνεται σε προσχέδιο ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις τιμές της ενέργειας που πρόκειται να δημοσιευθεί τον επόμενο μήνα και διέρρευσε προ δύο ημερών.
Στο σχέδιο ανακοίνωσης, αναφέρεται ότι «οι τιμές της ενέργειας συνεχίζουν να προκαλούν μεγάλη ανησυχία σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι υψηλές και ασταθείς τιμές του φυσικού αερίου, που επηρεάζονται έντονα από την υψηλή παγκόσμια ζήτηση και τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, οδηγούν σε υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας».
Προειδοποιεί ότι η ενεργειακή κρίση – που πυροδοτήθηκε από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και κλιμακώθηκε από την επιδείνωση των σχέσεων με τον κύριο προμηθευτή αερίου της Ευρώπης, τη Ρωσία – έχει χειροτερέψει από το φθινόπωρο και θα διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο, έως το 2023.
Ρήτρα… ελληνικής ιδιαιτερότητας
Πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι η ενεργειακή κρίση είναι μεν διεθνής, αλλά οι σημαντικότερες επιπτώσεις της εμφανίζονται στην Ευρώπη, και από όλη την Ευρώπη, η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία οι καταναλωτές πληρώνουν τη μεγαλύτερη διαφορά από ό,τι πλήρωναν πριν. Όπως αναφέρει το έγγραφο της Κομισιόν, οι τιμές λιανικής είναι αυξημένες κατά μέσο όρο 30% στην Ε.Ε. όταν στη χώρα μας η αύξηση ξεπερνάει το 100%.
Ο Έλληνας καταναλωτής δεν πληρώνει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Ανέκαθεν η χώρα μας είχε σχετικά χαμηλή λιανική τιμή ρεύματος (σε απόλυτες τιμές) σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (στις οποίες έχουν βεβαίως οι πολίτες και άλλα εισοδήματα). Όμως ο Έλληνας καταναλωτής καλείται να πληρώσει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στην τιμή ρεύματος σε σχέση με το τι πλήρωνε πριν την κρίση.
Αυτό οφείλεται στην αρχιτεκτονική της ηλεκτρικής αγοράς στη χώρα μας, η οποία εφάρμοσε αργά το λεγόμενο ευρωπαϊκό «target model», χωρίς μάλιστα, μετά από επτά μήνες κρίσης, να πάρει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ή η ίδια η κυβέρνηση, κάποια πρωτοβουλία για την τροποποίησή της. Για παράδειγμα με την υιοθέτηση κινήτρων για τη σύναψη διμερών συμβολαίων ανάμεσα στους παραγωγούς ρεύματος και στους προμηθευτές ή βιομηχανικούς καταναλωτές, γεγονός που θα περιόριζε τις συνέπειες της κούρσας τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας.
Στις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, μόνο ένα ποσοστό 20%-25% της λιανικής τιμής είναι συνδεδεμένο με τη χονδρεμπορική αγορά, το υπόλοιπο περνάει μέσα από διμερή συμβόλαια σε προκαθορισμένες σταθερές τιμές που έχουν διασφαλίσει οι προμηθευτές μέσω των προθεσμιακών αγορών. Το ίδιο ισχύει και για τα τιμολόγια των επιχειρήσεων.
Στην Ευρώπη είναι κοινή πρακτική κάθε επιχείρηση να αντισταθμίζει σε ένα ποσοστό τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των τιμών, προαγοράζοντας ενέργεια σε σταθερή τιμή ή με διμερές συμβόλαιο με φυσική παράδοση από τον παραγωγό (αφορά μεγάλες καταναλώσεις βιομηχανιών) ή μέσω χρηματιστηριακών προθεσμιακών προϊόντων μέσω προμηθευτών.
Αντίθετα στη χώρα μας, το 100% της αύξησης της χονδρεμπορικής τιμής (αύξησης που προέρχεται από την κούρσα στις τιμές αερίου) περνάει στον καταναλωτή μέσω των τιμολογίων και της ρήτρας που χρεώνουν όλοι οι προμηθευτές ρεύματος.
«Στη χώρα μας, στο πλαίσιο του target model, σχεδιάστηκε η νέα αγορά κατά τις επιταγές του εδραιωμένου ολιγοπωλίου, η δε σημερινή λειτουργία της σε τίποτα δεν θυμίζει λειτουργία ευνομούμενης ευρωπαϊκής αγοράς» αναφέρει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας Αντώνης Κοντολέων και συνεχίζει: «Στην ουσία η αγορά παραμένει υποχρεωτική αφού είναι αδύνατη η σύναψη διμερών συμβολαίων μέσω των οποίων οι βιομηχανίες και οι προμηθευτές θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο μεταβολής των τιμών χονδρεμπορικής».
Εκτός από την έλλειψη ευνοϊκού πλαισίου για τη σύναψη διμερών συμβολαίων, οι καθυστερήσεις στην ωρίμανση του χρηματιστηρίου ενέργειας (για παράδειγμα η μη συμμετοχή της διακοψιμότητας των βιομηχανιών, καθώς και των traders και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) δεν αφήνουν περιθώρια μείωσης της χονδρεμπορικής τιμής, με αποτέλεσμα να πέφτει όλο το βάρος στον καταναλωτή, με την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής μέσω της οποίας οι εταιρείες προμήθειας περνάνε στο λογαριασμό το σύνολο της αύξησης του ρεύματος.
news247.gr
ISTOCK
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις