Η παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών επιταχύνεται σε μια νέα ψυχροπολεμική εποχή. Οι κυβερνήσεις της Δύσης, οι ΗΠΑ και σύμμαχοί τους της G7, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, σχεδιάζουν να δαπανήσουν έως και 10 τρισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα την επόμενη δεκαετία.
Τα «γεράκια» της Δύσης προωθούν τα δυσθεώρητα εξοπλιστικά προγράμματα έναντι της Ρωσίας, που «τρέχει» ήδη τη δική της βιομηχανία σε πολεμικούς ρυθμούς, και της Κίνας, η οποία έχει επίσης ανακοινώσει μια μετάβαση από την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη στην στρατιωτική ισχύ.
Πρόκειται για ένα τεράστιο κόστος, που θα απαιτήσει «σκληρές» δημοσιονομικές αποφάσεις από τις ηγεσίες της Δύσης, οι οποίες ήδη βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις, υπογραμμίζει το οικονομικό ειδησεογραφικό πρακτορείο. Όπως σημειώνουν αναλυτές, η αύξηση φόρων και οι μειώσεις στον προϋπολογισμό του κοινωνικού κράτους θα μπορούσαν να είναι οι «πυλώνες» για την χρηματοδότηση των όπλων. (Ακούστε το Podcast «Η Ε.Ε. στα όπλα – Αυτόνομη δύναμη ή πολιτικός βραχίονας του ΝΑΤΟ;»
Το Bloomberg αναφέρει ότι ο τρόπος με τον οποίο θα συμβιβαστούν οι εξοπλιστικοί σχεδιασμοί με τα πεπερασμένα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες πρόνοιας και υγείας, τις οποίες κατέδειξε με τραγικό τρόπο η πανδημία Covid, πρόκειται αναδειχθεί σε ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα τα επόμενα χρόνια.
«Αν οι κυβερνήσεις παρακάμψουν τις πολιτικά σκληρές αποφάσεις, αυτό θα σήμαινε απλώς πως θα εξασφαλίσουν τα χρήματα από την αύξηση του δανεισμού και του χρέους», αναφέρει ο Christopher Smart, πρώην ανώτερο στέλεχος οικονομικής πολιτικής στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και στον Λευκό Οίκο. «Ζούμε σε έναν κόσμο πολιτικών που προτιμούν τα όπλα και το βούτυρο», υπογράμμισε ο Smart και πρόσθεσε: «Για τον λόγο αυτό δεν ξέρω εάν τελικά οι ηγεσίες θα οδηγηθούν σε δύσκολες επιλογές ή εάν απλώς θα φορτώσουν μεγαλύτερο χρέος, οδηγώντας κατ’ επέκταση σε αύξηση των επιτοκίων».
Όπλα και πάλι όπλα…
Παρά το γεγονός πως οι παγκόσμιες δαπάνες για όπλα εκτοξεύτηκαν στα 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023, με τα ευρωπαϊκά κράτη να έχουν ήδη διπλασιάσει τις εισαγωγές τους, η ΕΕ έχει διαμηνύσει πως βρίσκεται μόλις στην αρχή της «στροφής» της για την ενίσχυση της στρατιωτικής της δύναμης.
Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ επισημαίνουν την ανάγκη να τηρηθεί από όλα τα κράτη ο στόχος του 2% του ΑΕΠ για την Άμυνα, με πολλούς να κάνουν λόγο για μια «διπλή απειλή», αναφερόμενοι στον σινορωσικό άξονα, ο οποίος χρόνο με το χρόνο ενισχύει τους δεσμούς του. Ωστόσο, αξιωματούχοι της άμυνας σημειώνουν στο Bloomberg πως αυτό το ποσοστό ενδεχομένως να αποδειχθεί μη επαρκές. Οι δαπάνες, αναφέρουν, θα πρέπει να κινηθούν στα ίδια επίπεδα με αυτές του Ψυχρού Πολέμου, φτάνοντας και το 4%, για να υλοποιηθούν τα σχέδια της Συμμαχίας.
Εάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της στην G7 (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία και Καναδάς) αυξήσουν τις δαπάνες τους σε αυτό το μέγεθος τότε θα σημαίνει πως για την επόμενη δεκαετία θα πρέπει να δεσμευτούν κεφάλαια 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Bloomberg. «To “μέρισμα ειρήνης” μετά τον ψυχρό πόλεμο φτάνει στο τέλος του», υπογραμμίζει η Jennifer Welch, επικεφαλής αναλύτρια του Bloomberg BE και προσθέτει: «Αυτό είναι πιθανό να έχει μια τεράστια επίδραση στις αμυντικές εταιρείες, στα δημόσια οικονομικά και στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
«Γεράκια» και πολεμική βιομηχανία τρίβουν τα χέρια τους
Το Bloomberg παρατηρεί πως ακόμη και η συμμόρφωση με το ελάχιστο ποσοστό του 2% για τις νατοϊκές στρατιωτικές δαπάνες θα δημιουργούσε ζητήματα στην εξυγίανση του χρέους των ευρωπαϊκών κρατών, το οποίο αυξήθηκε σημαντικά μετά την πανδημία. Εάν δε το ποσοστό θα πρέπει να φτάσει στο 4% αυτό θα σημαίνει πως τα ασθενέστερα δημοσιονομικά κράτη θα πρέπει να κάνουν επώδυνες επιλογές μεταξύ μεγαλύτερων επιπέδων δανεισμού (άρα αύξησης χρέους), σημαντικών περικοπών σε διάφορους τομείς του προϋπολογισμού ή αυξήσεων στη φορολογία. Στο τραπέζι της ΕΕ έπεσε και το σενάριο ενός ευρωομολόγου για τα όπλα, μια πρόταση ωστόσο που απορρίπτεται από τους «φειδωλούς» της ΕΕ, οι οποίοι παραδοσιακά αντιδρούν στην ανάληψη κοινού χρέους.
Για παράδειγμα, σημειώνει το οικονομικό πρακτορείο, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες εάν οι επιπλέον δαπάνες χρηματοδοτηθούν μέσω της αγοράς ομολόγων. Για παράδειγμα, το ιταλικό δημόσιο χρέος εκτιμάται ήδη πως θα αυξηθεί από το 144% φέτος στο 179% έως το 2034. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πως τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για χώρες όπως η Ελλάδα, που έχει το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ και το τρίτο υψηλότερο στον κόσμο.
Ακόμη και οι ΗΠΑ που ήδη διαθέτουν το 3,3% του ετήσιου ΑΕΠ στον τομέα της Άμυνας θα χρειαζόταν να αυξήσει το χρέος στο 131% μέσα σε μια διετία. Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν αναμένεται άμεσα να ζητήσει μια αύξηση 1% για τον στρατιωτικό προϋπολογισμό για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες, ωστόσο ο Matthew Kroenig, του Ατλαντικού Συμβουλίου υπογραμμίζει ενδεχομένως να χρειαστεί μέχρι και διπλασιασμός του ποσοστού. «Οι ΗΠΑ δεν βρίσκεται εκεί που πρέπει να είναι», είπε, καθώς τα «γεράκια» και η πολεμική βιομηχανία μπορούν να τρίβουν τα χέρια τους με ικανοποίηση.
Στις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το δημόσιο χρέος των χωρών, οι οποίες θα ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα στο πλαίσιο της εαρινής συνεδρίασης του Ταμείου, αναμένεται να γίνεται αναφορά για τις εν λόγω επιπτώσεις στα δημοσιονομικά των χωρών. Ήδη αξιωματούχοι του ΔΝΤ έχουν καλέσει τις χώρες να ξεκινήσουν να δημιουργούν ένα δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις.
ieidiseis.gr
Ακολουθήστε το HappenedNow.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε ολες τις ειδήσεις μας στο Facebook Group και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις